Έως σήμερα η Ευρώπη μας έχει συνηθίσει στους συμβιβασμούς. Το πιθανότερο είναι ότι το ίδιο θα συμβεί και αυτή την φορά. Είναι ωστόσο αυτό αρκετό για να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Μήπως ο κορονοϊός ήταν η ευκαιρία για να ξεπεράσει τις παιδικές της ασθένειες, άραγε η συγκυρία δεν απαιτεί κάτι παραπάνω από έναν ακόμη συμβιβασμό;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ευρώπη πασχίζει για μια ακόμη φορά να φτάσει με δυσκολία στο ραντεβού της με την ιστορία, γνωρίζοντας ότι αν το χάσει, αυτό θα έχει πολιτικές επιπτώσεις. Είναι προφανές ότι η επιδιωκόμενη συμφωνία για την οποία η διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί και σήμερα θα περιλαμβάνει λιγότερες από τις αρχικές επιχορηγήσεις, αυστηρότερους όρους εκταμίευσης, περισσότερες δεσμεύσεις και δυσκολότερα κριτήρια κατανομής, γεννώντας ερωτηματικά αν είναι τελικά αυτό που χρειάζονται οι χώρες για να δαμάσουν την ύφεση.
Στο μεγάλο «παζάρι» για τα 750 δισ. ευρώ και το νέο κοινοτικό προϋπολογισμό που ξεκίνησε την Παρασκευή και θα συνεχιστεί σήμερα για τρίτο 24ωρο, τα ανοικτά θέματα παραμένουν πολλά. Ούτε για το θέμα του βέτο στις εκταμιεύσεις υπάρχει ακόμη σύγκλιση - ζήτημα που θυμίζει στο Νότο εποχές μνημονίων- ούτε για το ύψος των επιχορηγήσεων για τις οποίες οι “σκληροί” ζητούν ακόμη μεγαλύτερη μείωση, ούτε για τα κριτήρια κατανομής τους. Ούτε καν για την σύνδεση των πόρων με το σεβασμό στο κράτος δικαίου, με την οποία διαφωνεί ο Βίκτωρ Ορμπαν, έχοντας την στήριξη των Πολωνών.
Εύκολα ή δύσκολα πάντως, η Ευρώπη θα καταλήξει σε συμφωνία. Ακόμη και οι “σκληροί” ξέρουν ότι διακυβεύονται πάρα πολλά, όπως έγινε σαφές στην πολυμερή συνάντηση ηγετών με την συμμετοχή του Κυρ. Μητσοτάκη, αλλά και σε εκείνη που είχε αργότερα με τον Εμ. Μακρόν, όπου και επιβεβαιώθηκε η πλήρης ταύτιση απόψεων Ελλάδας-Γαλλίας για το Ταμείο Ανάκαμψης και την Αν. Μεσόγειο.
Πρόσωπα που έχουν εικόνα των συζητήσεων σημειώνουν ότι οι ελληνικές θέσεις είναι γνωστές. Εξηγούν ότι παρά τις διαφορετική προσέγγιση της Ελλάδας με αυτή άλλων χωρών, η αντιπαράθεση σε αυτή την φάση δεν εξυπηρετεί, προσθέτοντας ότι είναι επιλογή της κυβέρνησης να μην βγαίνει στην πρώτη γραμμή, πολλώ δε μάλλον όταν έπειτα από μια δεκαετή κρίση, τα περιθώρια απαιτήσεων είναι περιορισμένα.
Το θέμα της Τουρκίας
Σε γενικές γραμμές αυτό που έδειξαν οι διαβουλεύσεις είναι ότι οι μετοχές της Ελλάδας έχουν ανέβει, όχι όμως τόσο, όσο θα θέλαμε, ειδικά στο θέμα της Τουρκίας. Κρίνοντας άλλωστε και από τις δηλώσεις Ευρωπαίων ηγετών και αξιωματούχων που έχουν μέχρι τώρα γίνει στην Σύνοδο Κορυφής, η Ελλάδα θα ήθελε να είχε εισπράξει περισσότερη αλληλεγγύη απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα απ’ όση τελικά άκουσε το τελευταίο 48ωρο.
Και ναι μεν η βιασύνη των Κυπρίων να προαναγγείλουν ότι οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν έκτακτη Σύνοδο Κορυφής τον Σεπτέμβριο για τις σχέσεις με την Τουρκία - που σύμφωνα με πληροφορίες δεν είχε συμφωνηθεί ποτέ- δίνει μια εικόνα ότι η Ευρώπη γυρίζει την πλάτη της στην Ελλάδα, γεγονός που δεν είναι αληθές, ωστόσο από την άλλη αυτό δεν σημαίνει και ότι η στάση της ΕΕ είναι αυτή που θα θέλαμε.
Στην ουσία και παρ’ ότι το αντικείμενο της συνόδου αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, αυτή έδωσε την ευκαιρία στον Κυρ. Μητσοτάκη για σειρά διπλωματικών επαφών. Τέτοια ήταν η χθεσινή του συνάντησή με τον Εμανουέλ Μακρόν όπου εκτός του Ταμείου, στο επίκεντρο βρέθηκαν οι εξελίξεις στην Αν. Μεσόγειο και οι τελευταίες προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας, όπου και επιβεβαιώθηκε η σύμπνοια απόψεων και χειρισμών.
Αν και δεν έγιναν γνωστές λεπτομέρειες, είναι προφανές ότι ο πρόεδρος Μακρόν θα έθεσε στον Κυρ. Μητσοτάκη, το θέμα στο οποίο έχει αναφερθεί και ο γαλλικός Τύπος, δηλαδή την δυσκολία απόκτησης των δυο γαλλικών φρεγατών από την Ελλάδα. Είχε προηγηθεί γαλλικό δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο το υψηλό οικονομικό κόστος για την αγορά των δυο φρεγατών Belh@rra από το Πολεμικό Ναυτικό καθιστά αβέβαιη τη συμφωνία.
Τα ζητήματα
Σε αυτό καθ' εαυτό το ζήτημα του Ταμείου, έως αργά χθες το βράδυ, η εικόνα ήταν ότι καταβάλλεται προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφής εικόνα για την πρόοδο που έχει σημειωθεί.
Και μπορεί, όπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος του προέδρου του Ευρωπαικού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ να αποφασίστηκε οι ηγέτες να παραμείνουν στις Βρυξέλλες, προκειμένου σήμερα το μεσημέρι να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις, ουδείς ωστόσο μπορεί να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα.
Από το δικαίωμα βέτο στην έγκριση των εκταμιεύσεων, έως το ύψος των επιχορηγήσεων, τα κριτήρια κατανομής των πόρων και το κράτος δικαίου, οι διαφωνίες παραμένουν, παρά την χθεσινή συμβιβαστική πρόταση Μισέλ. Το χάσμα δείχνει ακόμη μεγάλο.
Στο ζήτημα του βέτο, οι «σκληροί» δεν καλύπτονται από την πρόταση ότι αν υπάρχουν ενστάσεις έστω και από ένα κράτος-μέλος, τότε να φρενάρει η εκταμίευση των πόρων και το ζήτημα να παραπέμπεται εντός τριών ημερών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προκειμένου να λυθεί είτε σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών είτε ηγετών. Ούτε όμως οι Νότιοι ικανοποιούνται από μια τέτοια εξέλιξη, πολλώ δε μάλλον αν οι Ολλανδοί και οι σύμμαχοί τους επιμείνουν στην αρχική τους θέση για δικαίωμα βέτο στις εκταμιεύσεις, γεγονός που παραπέμπει σε μνημονιακές εποχές. Ουδείς θέλει η κάθε δόση του πακέτου να εξαρτάται από τις πρωτεύουσες του Βορρά.
Ταυτόχρονα η Ολλανδία, η Αυστρία, η Δανία και η Σουηδία ζητούν μείωση των επιχορηγήσεων - ακόμη και στα... 155 δισ ευρώ σύμφωνα τουλάχιστον με έγγραφο που διέρρευσε- αλλά σε κάθε περίπτωση κάτω από τα 450 δισ. που προβλέπει το συμβιβαστικό σχέδιο Μισέλ έναντι των 500 δισ. του αρχικού πλάνου. Πρόταση που ταυτόχρονα με την μείωση του ποσού των επιχορηγήσεων αυξάνει αυτό των δανείων στα 300 δισ. ευρώ (από 250) διατηρώντας το συνολικό ποσό του Ταμείου Ανάκαμψης στα 750 δισεκατομμύρια.
Διαφωνίες, συνεχίζουν να υπάρχουν και ως προς το θέμα των ετησίων επιστροφών (rebates), παρά την αύξησή τους με επιπλέον 100 εκατ. ευρώ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το ίδιο ισχύει ως προς την σύνδεση των επιχορηγήσεων με τον σεβασμό του κράτους Δικαίου, για την οποία ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Β. Ορμπαν επιμένει στην απάλειψη της οποιασδήποτε αναφοράς.
Τέλος εκρεμμεί και η συμφωνία ως προς τα κριτήρια κατανομής των πόρων. Εκεί σύμφωνα με την συμβιβαστική πρόταση Μισέλ, διατηρείται η αναλογία 70 : 30 μεταξύ των κριτηρίων της Κομισιόν και των επιπτώσεων της ύφεσης του κορονοϊού το 2020-2021. Αναφορικά ωστόσο με το 30%, δηλαδή τις επιπτώσεις της παρούσας ύφεσης, αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος η οικονομική επίδοση που είχε κάθε χώρα το 2020.
Το μόνο βέβαιο είναι όσο καθυστερεί να ληφθεί μια απόφαση, ο λογαριασμός της ύφεσης θα μεγαλώνει και μπορεί ακόμη και αυτά τα 750 δισ. ευρώ του ευρωπαϊκού πακέτου, τα οποία αρχικά φαίνονταν αρκετά για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις, στο τέλος να αποδειχθούν λίγα.