Του Γρηγόρη Ι. Τσάλτα*
Με την ευκαιρία συζήτησης για ενδεχόμενη πρόθεση της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνης της (χωρικά ύδατα) από 6 νμ σε 12 νμ στα δυτικά θαλάσσια σύνορά της (Ιόνιο Πέλαγος) αξίζει να υπενθυμίσουμε μια σειρά πραγμάτων που αφορούν: α) στην εξέλιξη και νομική σημασία της εν λόγω ζώνης εθνικής δικαιοδοσίας των παράκτιων κρατών και β) στη σημασία και τη φύση του εν λόγω θεσμού αναφορικά με την εφαρμογή του στην ελληνική επικράτεια.
Η αιγιαλίτιδα ζώνη ή και χωρικά ύδατα ή και κατά τον αγγλικό όρο (territorial waters) εδαφική θάλασσα αφορά στην επέκταση της εδαφικής κυριαρχίας του παράκτιου κράτους προς την ανοιχτή θάλασσα, με δικαίωμα άσκησης από αυτό πλήρους και αποκλειστικής κυριαρχίας σε βυθό, υπέδαφος βυθού, κολώνα νερού και αντίστοιχα υπερκείμενο αέρα. Από το 1982 (Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας) το εύρος της θαλάσσιας αυτής ζώνης μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 12 νμ. Η αιγιαλίτιδα ζώνη αφορά εξίσου τόσο στις ακτές των ηπειρωτικών εδαφών ενός κράτους όσο και στις νησιωτικές. Ουσιαστικά πρόκειται για τη σημαντικότερη ζώνη εθνικής δικαιοδοσίας των κρατών.
Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη από το 1936 (Α.Ν 230) φτάνει στα 6 νμ αναφορικά με όλες τις ακτές της χώρας ηπειρωτικές και νησιωτικές. Η αντίστοιχη τουρκική παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να φτάνει στα 12 νμ στις ακτές της χώρας στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και στη Μεσόγειο απέναντι από την Κύπρο, ενώ στις αντίστοιχες ακτές στην περιοχή του Αρχιπελάγους του Αιγαίου περιορίζεται στα 6νμ., ρύθμιση που υιοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1964. Σημειωτέον ότι η Ελλάδα έχει ψηφίσει, υπογράψει και επικυρώσει τη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982 και 1995 αντίστοιχα), ενώ η Τουρκία την έχει καταψηφίσει.
Από το 1973 η Τουρκία διεκδικεί τη μισή υφαλοκρηπίδα του Αρχιπελάγους του Αιγαίου κατά παράβαση του ισχύοντος την εποχή δικαίου της θάλασσας (βλ. σχετική Σύμβαση του 1958), αλλά και στη συνέχεια της Σύμβασης του 1982, προβάλλοντας τη θεωρία των ειδικών περιστάσεων, αναφερόμενη έτσι στα ελληνικά νησιά του Αρχιπελάγους. Ότι δηλαδή τα τελευταία στερούνται υφαλοκρηπίδας και ως εκ τούτου η οριοθέτησή της ανάμεσα στις δύο ενδιαφερόμενες χώρες θα πρέπει να υπολογιστεί ουσιαστικά ανάμεσα στις δύο ηπειρωτικές ακτές αγνοώντας την όποια νησιωτική παρουσία. Η εν λόγω διεκδίκηση αφορά στη συνέχεια και στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη που υιοθετήθηκε ως νέος θεσμός το 1982, του οποίου όμως η Τουρκία δεν αποδέχεται καν την υιοθέτηση στις ενδιαφερόμενες περιοχές.
Εντούτοις, από την αρχή φάνηκε ότι η κορυφαία διεκδίκηση της γειτονικής χώρας εντοπίζεται στην άρνησή της να αποδεχτεί το δικαίωμα της Ελλάδας να εναρμονίσει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης της με εκείνο που προβλέπει πλέον ρητώς το νέο δίκαιο της θάλασσας, δηλαδή τα 12νμ. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή ελαχιστοποιείται ο υπό διεκδίκηση χώρος της υφαλοκρηπίδας στο Αρχιπέλαγος αφού μεγάλο μέρος του υποθαλάσσιου χώρου του (υφαλοκρηπίδας) μπαίνει αυτόματα με τη μορφή του βυθού της αιγιαλίτιδας ζώνης στην πλήρη ελληνική κυριαρχία. Έτσι εγείρει, ήδη από το 1974 για πρώτη φορά (βλ. και απόφαση τουρκικής Εθνοσυνέλευσης 1995), την περιβόητη αιτία πολέμου, κατά παράβαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που απαγορεύει όχι μόνον τη χρήση αλλά και την απειλή βίας.
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία φαίνεται διαχρονικά να επιθυμεί την υιοθέτηση και εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας “a la carte”, δηλαδή όπου και όπως τη συμφέρει. Εάν συμβαίνει το αντίθετο τότε προβάλει ανύπαρκτες κατά το διεθνές δίκαιο θεωρίες, συνοδευόμενες από έκδηλες απειλές κατά των γειτονικών της κρατών.
*Ο κ. Γρηγόρης Τσάλτας είναι Ομότιμος καθηγητής διεθνούς δικαίου, π. πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου.