Της Μαίρης Βενέτη
Κατά τους δύο τελευταίους μήνες έλαβαν χώρα εξαιρετικά ενδιαφέροντα χρηματοοικονομικά συνέδρια, με συμμετοχή σημαντικών αξιωματούχων των Κεντρικών Τραπεζών, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά και διαχειριστών μεγάλου βεληνεκούς λόγω του ύψους του ενεργητικού που έχουν υπό την εποπτεία τους.
Μάλιστα το Παρίσι υπό την αιγίδα της Τράπεζας της Γαλλίας φιλοξένησε τα πιο σημαντικά από αυτά, όπως για παράδειγμα το συνέδριο με αφορμή τα 20 χρόνια του ενιαίου νομίσματος, αλλά και το λιγότερο γνωστό, αν και ετήσιο, συνέδριο των μεγαλύτερων assets managers του κόσμου.
Αυτό που έκανε εντύπωση φέτος ήταν η θεματολογία. Δεν αφορούσε ούτε την κλιματική αλλαγή, ούτε την επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης στον χρηματοοικονομικό τομέα.
Το επίκεντρο όλων ήταν η πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών, οι στρεβλώσεις που έχει προκαλέσει και φυσικά ο προβληματισμός για το πώς και πότε θα μπορέσει ο χρηματοπιστωτικός τομέας να επιστρέψει σε συνθήκες ceteris paribus.
Εν ολίγοις, πότε θα αρχίσει επιτέλους να ξεφουσκώνει το μπαλόνι της ποσοτικής χαλάρωσης ανά τον κόσμο.
Αν και κανένα συνέδριο δεν κατέληξε σε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, εντούτοις είναι σημαντικό να έχουμε υπόψιν τις παρατηρήσεις/προτάσεις που διατυπώθηκαν.
Οι συμμετέχοντες στις αγορές έχουν έναν παραπάνω λόγο να παρακολουθούν τα όσα λέγονται σε αυτές τις «συναθροίσεις», καθότι ναι μεν «η τάση είναι φίλη μας», αλλά η γνώση των «γκρίζων σημείων» της αγοράς προσφέρει τα απαρραίτητα αντανακλαστικά έγκαιρης προσαρμογής σε μια αλλαγή βαρομετρικού.
Πόσο μάλλον όταν αυτή η αλλαγή μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή.
Γνωρίζοντας τις γεωγραφικές συντεταγμένες της επόμενης πιθανής καταιγίδας, έχουμε τουλάχιστον το πλεονέκτημα της έγκαιρης αναγνώρισης της και ως εκ τούτου, της έγκαιρης αλλαγής πλεύσης όσον αφορά την επενδυτική μας στρατηγική.
Οι κομψοί υπαινιγμοί της Λαγκάρντ
Η Γενική Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, έδωσε δυναμικό παρόν σε όλες τις εκδηλώσεις με τη σαφή προειδοποίηση ότι οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας επιδεινώνονται, τη στιγμή που πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις φέρουν ακόμα τα σημάδια από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση χρέους στην ευρωζώνη, ενώ δυστυχώς οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών-μελών συνεχίζουν να υφίστανται. Κατέληξε στην όχι και τόσο εύπεπτη διαπίστωση ότι « το τραπεζικό σύστημα είναι πιο ασφαλές, αλλά όχι αρκετά ασφαλές, καθώς η Ευρώπη καθυστερεί να παράγει ένα χρηματοπιστωτικό οικοσύστημα πλήρως ανεπτυγμένο».
Ολοκλήρωσε την ομιλία της με την πρόταση να συσταθεί ένα ενιαίο σύστημα εγγύησης καταθέσεων που θα το χρηματοδοτούν οι τράπεζες και όχι οι φορολογούμενοι, με στόχο «μια ενιαία ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά, ολοκληρωμένη και ευημερούσα».
Οι αυξανόμενοι προβληματισμοί του Ντράγκι
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο απερχόμενος τον Οκτώβριο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος επανέλαβε σε όλες τις παρεμβάσεις του την προσωπική του ανησυχία για την οικονομία της Ευρωζώνης. Ο Ντράγκι «φωτογράφισε» στους επενδυτές τις ίδιες εστίες κινδύνου που ανέδειξε και το Macroprudential Bulletin του Μαρτίου της ΕΚΤ:
1) Την παρατεταμένη αδυναμία της εξωτερικής ζήτησης,
2) Την πιθανή διείσδυση αυτής της αδυναμίας στην εσωτερική ζήτηση της Ευρωζώνης.
3) Την πιθανότητα να μεταφερθούν οι κίνδυνοι ρευστότητας που μπορεί να εκδηλωθούν στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αναζωοπυρώνοντας τις ανησυχίες όσον αφορά τη διατηρησιμότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους.
4) Τον επαναπροσδιορισμό των ασφαλίστρων κινδύνου στις αγορές.
Στο δυσμενές σενάριο υλοποίησης των παραπάνω κινδύνων σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ , Λουίς Ντε Γκουίντος, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα έχει ισχυρές αντοχές και «μόνο το 26% των συστημικών τραπεζών θα εμφανίσει προβλήματα κεφαλαίων».
Ας μας συγχωρέσει ο κύριος Ντε Γκουίντο, αλλά το 26% των συστημικών τραπεζών αφορά μια στις τέσσερις τράπεζες της Ευρωζώνης.
Φυσικά ο Μάριο Ντράγκι φρόντισε να κλείσει πυροσβεστικά τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της ΕΚΤ με τη γνωστή δέσμευση ότι, «σε κάθε περίπτωση η ΕΚΤ θα υιοθετήσει όλες τις αναγκαίες δράσεις νομισματικής πολιτικής για να πετύχει τους στόχους της».
Όμως, έναντι της γνωστής ατάκας του Super Mario, πολλοί θα προτιμούσαν να ακούσουν ότι η Ευρωζώνη θα κατευθυνθεί ουσιαστικά προς την κατεύθυνση που υπέδειξε η κυρία Λαγκάρντ. Τουλάχιστον θα ήταν πολύ λιγότερος ο διάχυτος προβληματισμός.
Η ευθεία αμφισβήτηση των διαχειριστών
Σε όλα τα συνέδρια όταν έλαβαν τον λόγο γνωστοί αναλυτές και διαχειριστές του χρηματοοικονομικού γίγνεσθαι, πρωταγωνίστησε χωρίς καμία διακριτικότητα ένα ερώτημα: Κατά πόσον η ΕΚΤ έχει απολέσει το βασικότερο των «εργαλείων» της, δηλαδή τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων.
Τι περιθώρια ελιγμού έχει η Κεντρική Τράπεζα από τη στιγμή που τα επιτόκια παραμένουν στο -0,4% και ήδη ασκούν ισχυρές πιέσεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα;
Η παρατήρηση μάλιστα ότι τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα αποτελούν πλέον το μεγαλύτερο μέρος του όγκου των ομολόγων που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά με αρνητικά επιτόκια, προκάλεσε έντονες ενστάσεις, καθώς μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες τα ομόλογα με αρνητικά επιτόκια εκτινάχτηκαν από τα 6 τρισ. ευρώ σε δέκα τρισ.,με συνεχή τάση αύξησης.
Δεν ήταν λίγες οι φωνές που κατηγόρησαν ευθέως την ΕΚΤ για αυτήν την εξέλιξη, καθώς η τελευταία μπροστά στην αβεβαιότητα των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ευρωζώνη «λύγισε» και μετέθεσε το ενδεχόμενο της οποιαδήποτε αλλαγής στο ύψος των επιτοκίων μέχρι το τέλος του 2019.
Οξεία κριτική μάλιστα ασκήθηκε και όσον αφορά την αναβολή της μείωσης του ενεργητικού της ΕΚΤ, το οποίο λόγω των QE έχει ξεπεράσει τα 4,3 τρισ. ευρώ, χωρίς να διαφαίνεται η «τόλμη» για την μείωση του.
Ακόμα και ο νέος γύρος φθηνών δανείων -TLTROs- στις τράπεζες αντιμετωπίστηκε σαν άλλο ένα δείγμα ότι η ΕΚΤ έχει σταματήσει τη διαδικασία «ομαλοποίησης» της νομισματικής πολιτικής, ενώ δεν έλειψαν οι ομιλίες που έθεσαν ακανθώδη ερωτήματα όπως : Εαν η Ευρωζώνη εισέλθει τελικά σε νέα ύφεση, θα ξεκινήσει εκ νέου QE;
Μέχρι πόσο θα μπορούσε να «ξεχειλώσει» ο ισολογισμός της Ευρωζώνης;
Τι θα γίνει αν το στοίχημα του πληθωρισμού- και η «καύση χρέους» που αυτός συνεπάγεται- παραμείνει ανεκπλήρωτο;
Ο επίμονα χαμηλός πληθωρισμός
Το δίλημμα του πληθωρισμού το αντιμετωπίζουν όλες οι Κεντρικές Τράπεζες.
Ενώ οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνονται, υπάρχουν ελάχιστα σημάδια ότι ενισχύεται ο πληθωρισμός με σταθερό τρόπο.
Ο Ντράγκι αποδίδει το φαινόμενο αυτό στο γεγονός ότι λόγω της προηγούμενης παρατεταμένης ύφεσης, οι εταιρείες είναι απρόθυμες να είναι οι πρώτες που θα αυξήσουν τις τιμές, καθώς φοβούνται μια απώλεια μεριδίου αγοράς.
Οι αβέβαιες οικονομικές προοπτικές εντείνουν επιπλέον αυτόν τον φόβο, ενώ το ισχυρότερο ευρώ έχει αποδυναμώσει την τιμή των εισαγόμενων αγαθών, καθιστώντας την άνοδο του πληθωρισμού σκληρό αντίπαλο.
Ωστόσο πολλοί αναλυτές κατέθεσαν την άποψη ότι τίποτε από όλα τα παραπάνω δεν δικαιολογεί επαρκώς τον χαμηλό πληθωρισμό. Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε άλλους διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική αλλαγή.
Μήπως θα έπρεπε οι κεντρικοί τραπεζίτες να στραφούν προς τη διερεύνηση αυτών των παραγόντων από το να συνεχίζουν να κρατούν χαμηλά τα επιτόκια και να ρίχνουν χρήμα στην οικονομία;
Άλλωστε ένα σημαντικό μέρος αυτού του χρήματος αλλάζει γραμμή πλεύσης, κατευθυνόμενο προς τα χρηματιστήρια και όχι στις επενδύσεις και την οικονομική δραστηριότητα.
Οι λύσεις υπάρχουν, η θέληση σε επίπεδο θεσμών απουσιάζει
Για μια μεγάλη μερίδα διαχειριστών και αναλυτών το πρόβλημα των Κεντρικών Τραπεζών και ειδικά της ΕΚΤ είναι ο αντίκτυπος της επιτοκιακής της πολιτικής, ήτοι τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες χρεώνονται για τα υπερβάλλοντα αποθεματικά τους στην Κεντρική Τράπεζα, έναντι να αποθαρρυνθούν να τα «παρκάρουν» και να τα κατευθύνουν στην αληθινή οικονομία.
Όμως στην πραγματικότητα ο στόχος της ΕΚΤ δεν επιτυγχάνεται -τουλάχιστον σε ικανοποιητικό βαθμό - και επιπλέον η πολιτική αυτή έχει πλήξει την κερδοφορία των τραπεζών.
Μια λύση θα ήταν η ΕΚΤ να επιλέξει για αρχή ένα κλιμακωτό σύστημα, όπου το επιτόκιο των αρνητικών καταθέσεων θα εφαρμόζεται μόνο πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο απαλλαγής.
Άλλωστε, υπάρχουν κάποιες εξελίξεις που δίνουν «πλάτη» στην ΕΚΤ ώστε να μην προχωρήσει τουλάχιστον σε μια μεγαλύτερης κλίμακας νομισματική χαλάρωση.
Τι εννοούμε;
Οι καταναλωτές φαίνονται να είναι σε πολύ καλύτερη θέση λόγω της ισχυρής αγοράς εργασίας και τους αυξανόμενους μισθούς, τουλάχιστον στον πυρήνα της ευρωζώνης. Οι κυβερνήσεις επίσης έχουν αρχίσει, έστω επιδερμικά, να δαπανούν περισσότερο, καθώς η δημοσιονομική πολιτική έχει γίνει ελαφρώς επεκτατική.
Αν μη τι άλλο, αυτές οι αρχικές συνισταμένες αρκούν για να ξεκινήσει να «ξεφουσκώνει» το μπαλόνι, τουλάχιστον με αργό ρυθμό.
Μια άλλη λύση είναι η πρόταση της Λαγκάρντ, αλλά και του Ντράγκι και του Γάλλου Πρόεδρου Μακρόν, για ένα μεγαλόπνοο σχέδιο ουσιαστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, που θα περιλαμβάνει έναν ενιαίο προϋπολογισμό Ευρωζώνης, κοινές δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές και πλήρη τραπεζική ένωση μέσω ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων.
Οι προτάσεις αυτές όμως απαιτούν μια διακυβερνητική συμφωνία, η οποία όσο και αν πιέζει το Παρίσι, προσκρούει στην σκληρή πραγματικότητα της διπλωματίας στην Ευρώπη.
Βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι πλησιάζουν οι ευρωεκλογές του Μαΐου.
Οι πολίτες μιας και αποτελούν τους πρώτους αποδέκτες του λογαριασμού κάθε τραπεζικής κρίσης, θα μπορούσαν να απαιτήσουν μια πραγματική αλλαγή από τις Βρυξέλλες. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει την σωστή και σφαιρική ενημέρωση τους γύρω από τα μακροοικονομικά ζητήματα, χωρίς λαϊκισμούς και μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Όλοι γνωρίζουμε ότι απέχουμε έτη φωτός από μια τέτοια συνθήκη ευρείας ενημέρωσης.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής, 5 Απριλίου