Της Μαίρης Βενέτη
Όσοι παρακολουθούν στενά τις αγορές την τελευταία εικοσαετία, θα έχουν αντιληφθεί ότι οι εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι από τις πιο εύστοχες και διορατικές, με πολλές ιστορικές επαληθεύσεις.
Η πρόσφατη Έκθεσή του για την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, με τίτλο "Χαμηλότερα για περισσότερο", αποτελεί για τους προσεχτικούς αναγνώστες μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση όσον αφορά τους κινδύνους που προέρχονται από τα αρνητικά επιτόκια και στοιχειοθετημένες προβλέψεις για τις τεκτονικές μετακινήσεις πάνω στον παγκόσμιο χάρτη της ανάπτυξης. Η δε παρουσίαση της Έκθεσης στην Ουάσιγκτον είχε αρκετά «λαβράκια» για τα «τσακάλια» των αγορών.
Η ύβρις των επενδυτών
Η ραγδαία πτώση των επιτοκίων που δημιούργησε η ασκούμενη νομισματική πολιτική από τις περισσότερες Κεντρικές Τράπεζες του πλανήτη έναντι να αντιμετωπισθεί η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, έστρεψε τους θεσμικούς επενδυτές και τα funds στην αναζήτηση τοποθετήσεων με «σχετικά» υψηλές αποδόσεις.
Σε έναν κόσμο όμως όπου τα ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις έχουν φτάσει περίπου τα 15-16 τρισ. δολάρια, οι «σχετικά υψηλές αποδόσεις» δίνονται από προϊόντα υψηλότερου ρίσκου και πολλές φορές μάλιστα χαμηλότερης δυνατότητας άμεσης ρευστοποίησης.
Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί σύμφωνα με τις δηλώσεις του υψηλόβαθμου αξιωματούχου του ΔΝΤ, Τομπάιας Άντριαν, σύμφωνα με τις οποίες το 1/5 όλων των κρατικών ομολόγων θα έχει αρνητική απόδοση για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη.
Είτε πρόκειται λοιπόν για ομόλογα χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, είτε για leverage loans-ο όρος αποδίδεται και για απευθείας δάνεια που δίνουν διάφοροι φορείς, hedge funds, private equity κ.α- το κυνήγι των αποδόσεων θα συνεχιστεί τουλάχιστον έως το 2023, με την ανάληψη ολοένα και μεγαλύτερου ρίσκου, έναντι να επιτευχθεί μια ελαφρώς καλύτερη απόδοση από τα «ψίχουλα» των εκδόσεων υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Εν ολίγοις, θα συνεχίσουμε να αγοράζουμε ακόμα και «σκουπίδια», για πολύ μικρότερη απόδοση από αυτή που θα έπρεπε να αναλογεί στο ρίσκο που αναλαμβάνουμε.
Έχουμε λοιπόν περάσει σε μια εποχή όπου υπάρχει πλήρης αποδόμηση της ιερής σχέσης ρίσκου-απόδοσης.
Τι θα γίνει λοιπόν εάν υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας, όπως χαρακτηριστικά ρωτάει και το ΔΝΤ;
Η προσομοίωση που αποκαλύπτει πολλά
Προκειμένου να μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, το ΔΝΤ προχώρησε σε μια προσομοίωση της κρίσης που ανταποκρίνεται κατά 50% στην κρίση του 2008/2009.
Στο πλαίσιο της έρευνάς του το ΔΝΤ έβαλε στο μικροσκόπιο τις οικονομίες οκτώ συνολικά χωρών: ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Κίνας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας.
Τα συνολικά εταιρικά χρέη στις οκτώ αυτές μεγάλες οικονομίες ανέρχονται σήμερα σε 51 τρισ. δολάρια. Να υπενθυμίσουμε ότι το 2009 ανέρχονταν στα 34 τρισ. Πρόκειται για αύξηση της τάξης του 50%.
Τι θα γινόταν λοιπόν εάν ξεσπούσε μια κρίση της ήμισυ ισχύος με το 2008;
Σύμφωνα με την προσομοίωση τα χρέη των επιχειρήσεων που δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν το δανεισμό τους με δικά τους έσοδα, θα ανέρχονταν στα 19 τρισ. δολάρια.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 40% περίπου όλων των εταιρικών χρεών των οκτώ χωρών που διερεύνησε το ΔΝΤ.
Για για έχουμε μια πλήρη εικόνα του ρίσκου που έχει αναληφθεί και του τι διακυβεύεται, αρκεί να σκεφτούμε ότι πολλά από αυτά τα εταιρικά χρέη φιγουράρουν σε επενδυτικά χαρτοφυλάκια ομολόγων.
Διευρυμένες αδυναμίες ισολογισμών
Όσο βέβαια τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά και ο ρυθμός ανάπτυξης, έστω επιβραδυμένος, κρατάει κάποια επίπεδα, όλα θα είναι ανθηρά.
Η ζήτηση για τοποθετήσεις μεγαλύτερου ρίσκου θα ενισχύει περαιτέρω τις τιμές των assets και θα συνεχίσει να ενθαρρύνει την αύξηση του δανεισμού από τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρίες.
Ήδη όμως πολλές από αυτές είναι αδύναμες επιχειρήσεις που μπορούν και εξυπηρετούν τα χρέη τους μόνον λόγω των υφιστάμενων χαμηλών επιτοκίων.
Στην άμπωτη μιας κρίσης λοιπόν, δεν θα αποκαλυφθεί μόνο η δική τους αδυναμία.
Πολλοί θεσμικοί επενδυτές λειτουργούν και ως πηγή χρηματοδότησης (funding), όποτε κατανοούμε ότι ένα οικονομικό σοκ που θα οδηγήσει τις αδύναμες εταιρείες σε καθεστώς «αθέτησης», θα αποκαλύψει τα αδύναμα σημεία και των δικών τους ισολογισμών, με εξαιρετικά μεγάλο αντίχτυπο στην ευρύτερη οικονομία.
Ας γίνουμε όμως λίγο πιο συγκεκριμένοι.
Το ΔΝΤ αναφέρεται στις «αδυναμίες ισολογισμών», καθότι ήδη πολλοί θεσμικοί επενδυτές έχουν αυξήσει τόσο τη διάρκεια όσο και τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο στις επενδύσεις τους, με αποτέλεσμα ουκ ολίγοι να έχουν ήδη ενδώσει σε μία «ανατιμολόγηση των κινδύνων».
Καθώς αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η αναντιστοιχία μεταξύ τοποθετήσεων σε μη άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού από τη μια και « υπόσχεσης» καθημερινής ρευστότητας στους επενδυτές από την άλλη, τι θα γίνει αν κάποιος από τους διεθνείς παράγοντες ασυνέχειας ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στις αγορές ;
Προφανώς τότε τα funds, έναντι να ανταποκριθούν στις εξαγορές επενδυτών, θα προσπαθήσουν να πουλήσουν σε μία αγορά με έλλειψη ρευστότητας.
Έτσι όμως θα επιδεινώσουν την πτώση στις τιμές των assets.
Όπως χαρακτηριστικά και απροκάλυπτα λέει το ΔΝΤ:
«Ο κίνδυνος ενός διευρυμένου sell– off αυξάνεται από το γεγονός ότι τα χαμηλά επιτόκια έχουν αυξήσει τον βαθμό ομοιότητας στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια.
Η συσχέτιση της επενδυτικής στρατηγικής των funds και των θεσμικών επενδυτών, με αυξανόμενη προτίμηση σε τοποθετήσεις σε εθνικό νόμισμα και χαμηλότερη διακράτηση ρευστού –πάλι λόγω των αρνητικών επιτοκίων- γίνεται ολοένα μεγαλύτερη όσο υποχωρούν και γίνονται αρνητικές οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Οι αυξανόμενες ομοιότητες στη δομή των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, συνδυαστικά με τα χαμηλά "μαξιλάρια" ρευστότητας, ενισχύουν τη δυναμική μιας ταχείας μετάδοσης των σοκ σε άλλα επενδυτικά funds, διευρύνοντας την πίεση στις αγορές».
Επιπλέον, η διασυνοριακή σύνθεση των επενδυτικών χαρτοφυλακίων κάποιων ασφαλιστικών εταιριών θα συνέτεινε στη διάδοση των σοκ στις αγορές, ακόμη και αν το "ξεπούλημα" προερχόταν από φαινομενικά άσχετους παράγοντες.
Ως εκ τούτου σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο βαθμός κινδύνου των μη τραπεζικών χρηματοοικονομικών οργανισμών έχει αυξηθεί πλέον στο 80% στις οικονομίες που διαθέτουν συστημικά σημαντικό τραπεζικό τομέα σε όρους ΑΕΠ, ενώ έχει ανέβει το επίπεδο κινδύνου και στον ασφαλιστικό τομέα.
Αναδυόμενες ανησυχίες
Στις αναδυόμενες οικονομίες η κατάσταση δεν είναι καλύτερη.
Η αναζήτηση εναλλακτικών επενδύσεων τις βοήθησε να προσελκύσουν μαζικές ξένες επενδύσεις τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα όμως την κατακόρυφη αύξηση του χρέους τους.
Το χρέος των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων χωρών είναι σήμερα 60%, πολύ υψηλότερο από την εποχή της οικονομικής κρίσης.
Σε περίπτωση ύφεσης , πολλοί οφειλέτες δεν θα μπορούσαν πιθανότατα να το εξυπηρετήσουν.
Πρόκειται για άλλο ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό σενάριο, που αναδεικνύει ότι η παγκόσμια οικονομία δεν βρίσκεται απλά σε μια φάση «συγχρονισμένης επιβράδυνσης» όπως πολύ κομψά αναφέρει το ΔΝΤ, αλλά και σε έναν σφιχτό εναγκαλισμό επικίνδυνου χρέους.
Η αλλαγή σκυτάλης στις κυρίαρχες οικονομίες
Η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται κυρίως εξαιτίας του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ - Κίνας και των γεωπολιτικών εντάσεων, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Δεδομένου ότι δεν έχει γίνει κάποια πρόοδος στα δύο μέτωπα, το ΔΝΤ αναθεώρησε για πέμπτη φορά προς το χειρότερο την πρόβλεψη για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας το 2019, μόλις στο 3% .
Πρόκειται για τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2009.
Ο εμπορικός πόλεμος θα μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 0,8% μέχρι και το 2020, μιας και η επιβολή δασμών και αντιποίνων έχει πλήξει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, οδηγώντας σε ακύρωση ή αναβολή των επενδύσεων και το παγκόσμιο εμπόριο σε κατάσταση στασιμότητας.
Τo Ταμείο όμως φρόντισε να μας δώσει και μια ματιά στο τι μέλλει γενέσθαι.
Τονίζει ότι η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να είναι συγχρονισμένη, όμως η προβλεπόμενη ανάκαμψη –από το 2020- δεν θα είναι ευρεία.
Για τον επόμενο χρόνο-2021- το Ταμείο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 3,4%, ωστόσο πιστεύει ότι αυτός θα προέλθει σχεδόν εξολοκλήρου από την ανάκαμψη οικονομιών που βρίσκονται σήμερα υπό πίεση όπως οι Βραζιλία, Τουρκία, Μεξικό, Ρωσία, Σαουδική Αραβία.
Αντίθετα, οι τέσσερις μεγάλες οικονομίες, ΗΠΑ, Κίνα, Ευρωζώνη και Ιαπωνία, δεν πρόκειται να έχουν ανάκαμψη του ρυθμού ανάπτυξής τους τα επόμενα χρόνια, καθώς υπάρχουν και οι μόνιμοι αρνητικοί παράγοντες, της υποχώρησης της παραγωγικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού.
Ο ρυθμός ανάπτυξής τους προβλέπεται να υποχωρήσει στο 3,2% το 2022 και να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο μέχρι και το 2024.
Το Bloomberg χρησιμοποίησε τις προβλέψεις του ΔΝΤ, προσαρμοσμένες στην ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, για τον εντοπισμό των νέων παγκόσμιων «παικτών» της επόμενης πενταετίας.
Το μερίδιο της Αμερικής στην παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να μειωθεί από 13,8% σε 9,2% μέχρι το 2024, ενώ το μερίδιο της Ινδίας αναμένεται να αυξηθεί στο 15,5% και να ξεπεράσει τις ΗΠΑ για αυτή την πενταετή περίοδο.
Η Ινδονησία θα παραμείνει στην τέταρτη θέση, ενώ η Βρετανία θα πέσει από την 9η θέση στη 13η.
Η Κίνα παρόλο που θα κρατήσει την πρώτη θέση, θα συνεχίσει να επιβραδύνεται και θα συμβάλλει λιγότερο στην άνοδο του παγκόσμιου ΑΕΠ στο εγγύς μέλλον, πέφτοντας από το 32,7% το 2018-2019, στο 28,3% μέχρι το 2024.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες