Το 2020 το ελληνοτουρκικό saga ολοκληρώθηκε με την Τουρκία να αναστέλλει την παράνομη δραστηριότητά της σε μη οριοθετημένες περιοχές όπου η Ελλάδα ορθώς διεκδικεί δικαιώματα στην βάση του Δικαίου της Θάλασσας, τις ΗΠΑ να επιβάλλουν σημαντικές κυρώσεις στην Τουρκία για την απόκτηση των S-400 και την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναβάλει για μία ακόμη φορά να αντιδράσει στην Τουρκική επιθετικότητα.
Το επόμενο επεισόδιο ξεκινάει με τα εξής δεδομένα: Πρώτον, η εμπιστοσύνη της Αθήνας έναντι της Άγκυρας έχει εξαντληθεί. Ό,τι και να γίνει, ο αναθεωρητισμός της Άγκυρας είναι δομικός και η «Γαλάζια Πατρίδα» έχει δημιουργήσει ένα νέο στρατηγικό περιφερειακό ανάγλυφο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δεύτερον, παρά την δικαιολογημένη καχυποψία, η Αθήνα έχει κάθε συμφέρον να ξεκινήσει σύντομα ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών. Είναι ένα πλαίσιο που το ξέρουμε. Μπορούμε να συζητήσουμε και να αποκρούσουμε την δεδομένη προσπάθεια της Άγκυρας να διευρύνει την ατζέντα. Οι όποιες επιφυλάξεις έχουν να κάνουν με έναν αδικαιολόγητο φόβο μιας διπλωματικής διαπραγμάτευσης και την επίσης αδικαιολόγητη υποτίμηση της ελληνικής διπλωματικής ικανότητας. Η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει να επιδιώκει με επιθετικό τρόπο την οριοθετημένη από το Διεθνές Δίκαιο συζήτηση. Όπως κατέδειξαν τα γεγονότα του 2020, η Άγκυρα είναι που φοβάται την διπλωματική αντιπαράθεση. Προσχηματικά και μόνο επικαλείται την ανάγκη διαλόγου, αλλά έχει δύο φορές τορπιλίσει την διαδικασία των διερευνητικών επαφών. Και μην ξεχνάμε, ότι αυτός ο γύρος όταν και αν ξεκινήσει θα ξεκινήσει με την Ελλάδα να έχει πλέον 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο και οριοθετημένη ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο.
Τρίτον, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ διακαώς επιθυμούν την έναρξη κάποιας μορφής συζήτησης που θα κρατήσει ζωντανή την ευρωτουρκική σχέση. Θα κάνουν ότι είναι δυνατόν για να μην πάρουν σκληρές αποφάσεις.
Τέταρτον, όλοι περιμένουν την νέα Διοίκηση Μπάιντεν να αναλάβει καθήκοντα και να εκδηλώσει τουλάχιστον σε στρατηγικό επίπεδο τις προτεραιότητές της για την περιοχή. Αν και μια προσπάθεια η Τουρκία να «επιστρέψει» σε δυτική τροχιά είναι σίγουρο ότι θα γίνει, η ελληνοαμερικανική σχέση είναι πλέον σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης.
Πέμπτον, η Άγκυρα επιχειρεί ανοίγματα με τις χώρες της περιοχής που θα της επιτρέψουν να μειώσει την διπλωματική πίεση που υφίσταται εξαιτίας των κακών σχέσεων μαζί τους. Η απόπειρα προσέγγισης με το Ισραήλ εντάσσεται και στην ανάγκη που νιώθει η Άγκυρα να βρει διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον χωρίς να έχει απέναντί της το ισχυρό εβραϊκό λόμπυ. Η προοπτική εξομάλυνσης των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων δεν είναι και δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως απώλεια για την Ελλάδα. Και σε αυτή την περίπτωση, οι Ελληνο-Ισραηλινές σχέσεις είναι πλέον στρατηγικού χαρακτήρα και διευρύνονται συνεχώς.
Τέλος, είναι το Κυπριακό. Εδώ το τοπίο φαίνεται να είναι εντελώς διαφορετικό από ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Απ’ ότι φαίνεται το «Κραν Μοντανά» δεν κληροδότησε κανένα κεκτημένο. Η Άγκυρα και η ηγεσία των Τουρκοκυπρίων θέτουν απροκάλυπτα το πλαίσιο της διχοτόμησης. Δύο κράτη που θα είναι όχι απλώς πολιτικά ίσα αλλά και θα απολαμβάνουν ισότητα κυριαρχίας. Πολλοί και πολλές υποστηρίζουν ότι η Άγκυρα ξεκινά από την λύση των δύο κρατών για να «συμβιβαστεί» με μια χαλαρότατη συνομοσπονδία που μόνο κατ΄όνομα δεν θα είναι διχοτόμηση. Λευκωσία και Αθήνα πρέπει να προετοιμάζονται για μια διαπραγμάτευση με αυτούς τους όρους. Τα διλήμματα (θα) είναι αφόρητα.
*Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο