Σε κάθε οικονομική κρίση ένα σημαντικό μέρος του κοινού παρουσιάζει ως λύση την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Το κοινό αυτό εκφράζει με αυτό τον τρόπο την έντονη αντίδρασή του στο ίδιο το κράτος και κάτω από την πίεση που έχει πολλές φορές ασκήσει απευθείας στους ίδιους ένας αντιαναπτυξιακός και σε ορισμένες περιπτώσεις διεφθαρμένος κρατικός μηχανισμός. Το ερώτημα είναι αν για όλα ευθύνεται το κράτος ή αν τελικά ο ιδιωτικός τομέας και κυρίως αυτός των μεγάλων επιχειρήσεων είναι επίσης ένας μεγάλος ασθενής! Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε πρόβλημα μόνο με το κράτος, αλλά ένα δίδυμο πρόβλημα. Η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί ως άλλοθι όσων αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε το «τέρας».
Αν το πρόβλημα ήταν η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, θα ήταν πολύ απλό για να λυθεί. Όσοι υποστηρίζουν τη λύση «μαστίγιο και κρεμάλα» αγνοούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες καθιερώθηκε η μονιμότητα και το γεγονός ότι η Ελλάδα του 2020 εξακολουθεί να διαθέτει πολιτικούς που η μόνη τους ιδεολογία είναι η εξυπηρέτηση των ψηφοφόρων τους. Η πραγματική συζήτηση για τον δημόσιο τομέα θα πρέπει να εστιάζει στο τι θεωρούμε ως δημόσιο τομέα. Για παράδειγμα, η συγκομιδή των σκουπιδιών δεν είναι ανάγκη να γίνεται από το κράτος. Θέμα συζήτησης επίσης πρέπει να είναι η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και η παραγωγικότητα του Δημοσίου. Τα περί γραφειοκρατίας και δικαιοσύνης αφορούν αυτή καθαυτή τη λειτουργία του κράτους.
Κι όμως! Αυτός ο δημόσιος τομέας με τα χιλιάδες προβλήματά του μοιάζει πολλές φορές να είναι πιο... γρήγορος, πιο προσαρμοστικός από τον ιδιωτικό τομέα! Και για να μην έχουμε παρεξηγήσεις, θα πρέπει να κάνουμε μία μεγάλη διάκριση. Είναι άλλο πράγμα ο ιδιωτικός τομέας των μεγάλων... πρωταθλητών και άλλο πράγμα ο ιδιωτικός τομέας των μικρομεσαίων. Οι τελευταίοι είναι τα μεγάλα θύματα, καθώς καλούνται να λειτουργήσουν μεταξύ της... Σκύλλας και της Χάρυβδης. Κι εδώ βρίσκεται ίσως η ουσία του προβλήματος. Μία πραγματικά ελεύθερη οικονομία θα πρέπει να ενθαρρύνει την κινητικότητα, να αφήνει περιθώρια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ανέβουν επίπεδο. Στην Ελλάδα, όμως, αυτό δεν συμβαίνει. Οι «πρωταθλητές» έχουν πιάσει στασίδι στον Όλυμπο και αρνούνται να το εγκαταλείψουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμη κι όταν οι εταιρείες αυτές βρεθούν στο χείλος της καταστροφής, το πολιτικό προσωπικό σπεύδει να τις «σώσει». Αυτή είναι μία πραγματική βλάβη εις βάρος της οικονομίας. Αλλά δεν πρέπει να τη χρεωθεί ο δημόσιος τομέας. Δεν φταίει το τσεκούρι για τη ζημιά, αλλά αυτός που το κρατάει.
O ιδιωτικός τομέας έχει μολυνθεί από την ασθένεια του κρατισμού. Πολλές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έγιναν μεγάλες επειδή ακριβώς είχαν «ιδιαίτερες» σχέσεις με το κράτος, καταστρατηγώντας στην πράξη κάθε έννοια δικαίου και ανταγωνισμού. Κι ύστερα φρόντισαν να διατηρήσουν πάση θυσία την «καλή τους τύχη», δημιουργώντας στην πράξη ένα τείχος που χώριζε τους ίδιους με τον υπόλοιπο επιχειρηματικό κόσμο. Είχαμε, δηλαδή, δύο ειδών εταιρείες: τις κρατικοδίαιτες και τις «άλλες». Μια επιχείρηση που παίρνει κάθε χρόνο το πρωτάθλημα δίχως καν να κατέβει στο γήπεδο είναι θέμα χρόνου να αρχίσει να αποκτά παθογένειες. Είναι σαν τον αθλητή που έχει να προπονηθεί χρόνια. Έχει πάψει να είναι αθλητής. Πόσο μάλλον πρωταθλητής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δημόσιος τομέας χρειάζεται σημαντικές παρεμβάσεις για να μπορέσει να επιτελέσει τον ρόλο του. Ότι απαιτείται περιορισμός του κράτους. Αλλά το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα. Στο τι αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι είναι αυτό που λέμε ιδιωτικός τομέας. Σίγουρα δεν είναι μία υπερχρεωμένη εταιρεία που αν δεν πάρει την επόμενη δουλειά από το Δημόσιο θα καταρρεύσει. Ο ιδιωτικός τομέας είναι το ζωντανό κομμάτι της κάθε οικονομίας. Πώς είναι δυνατόν η οικονομία αυτή να είναι «ζωντανή», αν τα κύτταρά της έχουν προσβληθεί από κάποια ανίατη ασθένεια;
Ο ιδιωτικός τομέας κρύβει μεγάλο δυναμισμό μέσα του. Αρκεί να μπορέσει να «εκφραστεί». Να λειτουργήσει μέσα σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού και δικαιοσύνης. Να σπάσει, δηλαδή, το τείχος που χωρίζει τον ιδιωτικό τομέα του καθημερινού μόχθου και τον ιδιωτικό τομέα της διαπλοκής. Μόνο τότε θα πολλαπλασιαστούν οι μεγάλες εταιρείες στη χώρα και θα έρθει η ανάπτυξη. Όταν υπάρξει και πάλι οξυγόνο, που θα επιτρέψει σε περισσότερους οργανισμούς να ζήσουν στο φιλόξενο -πλέον- περιβάλλον της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Τώρα που τελειώνει ο μήνας του μέλιτος με τα επιδόματα των 800 ευρώ, η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει. Θα υπερασπιστεί ένα φθαρμένο σύστημα ή θα επιχειρήσει να τα αλλάξει όλα; Ο πρώτος δρόμος ξέρουμε πού ακριβώς οδηγεί! Ο δεύτερος μπορεί να μας είναι άγνωστος, αλλά δίνει μία ελπίδα. Τουλάχιστον αυτό.
Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]
* Αναδημοσίευση από την στήλη «Εκ Θέσεως» του Φιλελεύθερου