Του Γιώργου Παπούλια*
Είναι αδιαμφισβήτητο, διακυβερνητικό και διακομματικό επίτευγμα, το πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφηκε για πρώτη φορά μετά την κρίση το 2013 και το καθαρό πλεόνασμα που καταγράφηκε στον προϋπολογισμό του κράτους για πρώτη φορά από το 1948, το 2016. Οι ρίζες αυτών των πλεονασμάτων βρίσκονται στα γενναία δημοσιονομικά μέτρα και κυρίως στον περιορισμό δαπανών και το επίτευγμα του PSI, των πρώτων κυβερνήσεων μετά το ξέσπασμα της κρίσης (κυβέρνηση Παπανδρέου '09-'11 και Παπαδήμου '11-'12). O κορμός τους και τα κλαδιά αναπτύχθηκαν κατά την χρηστή διαχείριση και σταθεροποιητική πορεία της διακομματικής κυβέρνησης (Σαμαρά-Βενιζέλου '12-'15) με την καθοριστική συμβολή του συνετού και νοικοκύρη υπουργού οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα και τα φύλλα με τα άνθη και την καρποφορία ήρθαν μετά την ιστορική «κωλοτούμπα» της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου ('15-'19) κι αφού το δέντρο δεν ξεράθηκε από την επίθεση των ζιζανίων του Α' εξαμήνου του '15.
Η μέχρι σήμερα διαχείριση αυτής της εθνικής κατάκτησης φανερώνει πως η κρίση πέρασε χωρίς να μας αφήσει τα αναμενόμενα διδάγματα. Από τα πρώτα πρωτογενή περισσεύματα που κατευθύνθηκαν σε οικονομική ενίσχυση ειδικών μισθολογίων, έως την καθιέρωση «επιδοματικής» πολιτικής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και το σκόρπισμα του πλεονάσματος εν είδει όψιμης εορταστικής παράδοσης.
Τι κι αν στην χώρα τίθεται καθημερινά ζήτημα αναπτυξιακής και παραγωγικής επιβίωσης; Τι κι αν συνεχίζει να αιμορραγεί με συνεχείς αναχωρήσεις προς το εξωτερικό, υψηλά εκπαιδευμένου και καταρτισμένου, νεανικού εργατικού δυναμικού; Τι κι αν οι δημόσιες επενδύσεις – ο κατεξοχήν μοχλός ενίσχυσης του ρυθμού ανάπτυξης- είναι καθηλωμένες σε ισχνά ποσοστά τα τελευταία χρόνια; Τι κι αν οι δημόσιες υποδομές, μεταρρυθμίσεις που απαιτούν δαπάνες ή ολόκληρα τμήματα της κρατικής μηχανής, της Παιδείας, του κοινωνικού κράτους έχουν μείνει την τελευταία δεκαετία στην κατάψυξη της κρατικής χρηματοδότησης;
Κι αν ακόμα εμείς οι ίδιοι, είμαστε εθισμένοι στην πολιτική και την νοοτροπία που μας οδήγησε ως την χρεοκοπία και συνεχίζουμε να την ασκούμε, ταυτόχρονα κλίνουμε τα αυτιά μας και στις εκκλήσεις των εταίρων που «έβαλαν πλάτη» στα δύσκολα και για λόγους αντικειμενικού ή και ιδιοτελούς συμφέροντος θέλουν να δουν την πραγματική οικονομία μας να παίρνει και πάλι μπροστά. Για μια ακόμη φορά η Κομισιόν στην τελευταία έκθεση του Νοεμβρίου κάνει λόγο για «αναπτυξιακή αξιοποίηση των πλεονασμάτων» έναντι της επιδοματικής πολιτικής. Αντίστοιχες είναι και οι συνεχείς εκκλήσεις του «κακού» ΔΝΤ. Τι μας λένε οι «ξένοι» που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε; «Κάντε το πλεόνασμα ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, τρόπο παραγωγής νέου πλούτου, ζήστε καλύτερα και με περισσότερα εσείς και δίνετε και εμάς πίσω όσα μας χρωστάτε».
Αντί αυτού όμως το δημόσιο ταμείο φροντίζει κάθε Δεκέμβριο (εκτός να προηγούνται εκλογές) να σκορπίζει μερικά ...καθιστικά ψίχουλα, σε μαζικά τμήματα του πληθυσμού, τα οποία ούτε την οικονομική κατάσταση τους βελτιώνουν, ούτε για το μέλλον τους επαρκούν να τα αξιοποιήσουν. Έτσι το πλεόνασμα καταλήγει ως λαμπερό πυροτέχνημα που φωτίζει στιγμιαία τον εγχώριο εορταστικό καταναλωτικό κύκλο, συνήθως ενισχύοντας την εμπορικότητα εισαγόμενων προϊόντων.
Με όλα τα κόμματα μέχρι στιγμής να ομονοούν σε αυτό και κανένα να μην διαφοροποιείται, οι ελπίδες για ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη και παραγωγική ανασυγκρότηση παραμένουν ελάχιστες. Κι αν πέρασαν 4μιση χρόνια «αριστερής» διακυβέρνησης που δεν αξιοποιήθηκαν τα πλεονάσματα για να αγοραστούν ασθενοφόρα ή θρανία ή να προσληφθούν γιατροί, νοσηλευτές, ούτε καν για να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις είναι εξίσου απογοητευτικό πως ο φετινός Δεκέμβριος θα βρει μια κυβέρνηση φιλελεύθερης αντίληψης να πράττει ακριβώς το ίδιο.
Ακόμα περισσότερο όμως γίνεται φανερή, παρά τα συνεχή πλεονάσματα, η ύπαρξη ενός διαρκούς εθνικού ελλείμματος, που αφορά την δυνατότητα αποκοπής από τις μαρμάρινες επιγραφές της μεταπολίτευσης: των άμεσων κρατικών παροχών και της πρόσκαιρης κατανάλωσης. Διαρκές έλλειμμα πρωτίστως πολιτικό, το οποίο αν δεν αντιμετωπιστεί με αποτελεσματικότητα, όπως το αντίστοιχο λογιστικό, θα οδηγήσει ξανά σε δύσκολες μέρες από αυτές που νομίζουμε ότι αφήσαμε πίσω μας.
*Ο Γιώργος Παπούλιας είναι πολιτικός επιστήμονας, συνεργάτης του ΔΙΚΤΥΟΥ για την Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη