Ήταν υπερβολικές οι προσδοκίες της Αθήνας ότι θα μειωθεί η ένταση στα ελληνοτουρκικά έπειτα από τη συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν, τονίζει στο Liberal.gr ο Κώστας Υφαντής με αφορμή την συνεχιζόμενη οξεία ρητορική της Άγκυρας.
Σχολιάζοντας τις συχνές δηλώσεις βουλευτών και στελεχών της κυβέρνησης για «λύση αλά Πρέσπες» και στο Αιγαίο, ο καθηγητής του Παντείου που διδάσκει και στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωσταντινούπολης, απαντά ότι η εθνική στρατηγική δεν μπορεί να υπακούει σε προσωπικές αξιολογήσεις, ούτε σε δήθεν «πρωτοποριακές» αντιλήψεις που αγνοούν το επί δεκαετίες δόγμα διαχείρισης των εθνικών θεμάτων.
Στην εξωτερική πολιτική, όπως λέει, δεν υπάρχει ένα γενικό υπόδειγμα επίλυσης διεθνών διαφορών, προσθετοντας ότι «ακόμη και αν δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα, είναι μάλλον αφελές να θεωρείται ότι η μεθοδολογία των Πρεσπών θα μπορούσε ποτέ να έχει εφαρμογή στα ελληνοτουρκικά, ένα ζήτημα που αρχίζει και τελειώνει με την αναθεωρητική επιδίωξη της Τουρκίας και το casus belli».
Σχετικά με τις δηλώσεις Κοτζιά ότι «δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες» στη διαχείριση του φυσικού πλούτου, σημειώνει ότι αυτές είναι και θέσεις της κυβέρνησης, τότε πολύ απλά «η Αθήνα είναι έτοιμη για μια διαπραγματευτική αυτοχειρία».
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
Πως εκλαμβάνετε τη συνεχιζόμενη προκλητική ρητορική της Άγκυρας, παρά τις προσδοκίες που καλλιεργούσε η Αθήνα ότι αυτή θα χαμηλώσει, μετά και τη συνάντηση Τσιπρα - Ερντογάν; Αναφέρομαι στα όσα είπε πρόσφατα ο Ερντογάν, πως η Ελλάδα «φοβήθηκε από την άσκηση Γαλάζια Πατρίδα», αλλά και για την έκδοση Navtex με την οποία δεσμεύονται περιοχές για ασκήσεις τόσο αύριο, όσο και ανήμερα της 25ης Μαρτίου...
Όντως υπήρξε η προσδοκία ότι θα μειωθεί η ένταση μετά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού. Τελικά η προσδοκία ήταν μάλλον υπερβολική. Η οξεία ρητορική που εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια χρησιμοποιεί ο Πρόεδρος Ερντογάν αλλά και πλήθος υψηλόβαθμων Τούρκων κυβερνητικών αξιωματούχων δεν εξαρτάται τόσο από την ποιότητα της επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών όσο από τις σκοπιμότητες που εξυπηρετεί στο εσωτερικό της Τουρκίας για τις πολιτικές ανάγκες του Τούρκου Προέδρου.
Οι αυτοδικοιητικές εκλογές της 31 Μαρτίου έχουν πολιτικοποιηθεί όσο ποτέ στο παρελθόν και οι δημοσκοπήσεις – στο βαθμό που είναι αξιόπιστες – δεν είναι ενθαρρυντικές για το κόμμα του Προέδρου.
Σε ένα τέτοιο τοπίο έντονης πόλωσης, το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει ανάγκη τις ψήφους των εθνικιστών, ιδιαίτερα από την στιγμή που το φιλοκουρδικό HDP αποφάσισε να μην κατεβάσει υποψήφιους στα μεγάλα αστικά κέντρα. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι μετά τις εκλογές θα πέσουν οι τόνοι. Αν και η Τουρκία από την 1 Απριλίου εισέρχεται σε μία μακρά περίοδο χωρίς εκλογικές αναμετρήσεις, η προκλητική ρητορική θα συνεχιστεί όσο τα προβλήματα που παράγει η αναθεωρητική στρατηγική της Άγκυρας παραμένουν άλυτα.
Πως εκλαμβάνετε τις συχνές δηλώσεις βουλευτών και στελεχών της κυβέρνησης για «λύση αλά Πρέσπες» στα ελληνοτουρκικά;
Κατά την άποψή μου είναι εξόχως αντιπαραγωγικό να θεωρούν κάποιοι ότι είναι δυνατόν να υφίσταται ένα γενικό υπόδειγμα επίλυσης διεθνών διαφορών. Δυστυχώς για όλους μας, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει ούτε στην θεωρία της επίλυσης συγκρούσεων και προφανώς δεν υπάρχει ούτε στην πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής.
Αλλά ακόμη και αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, είναι μάλλον αφελές να θεωρείται ότι η μεθοδολογία των Πρεσπών θα μπορούσε ποτέ να έχει εφαρμογή στο πεδίο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, σε ένα ζήτημα που αρχίζει και τελειώνει με την αναθεωρητική επιδίωξη της Τουρκίας και το casus belli.
Τι μήνυμα στέλνουν δηλώσεις σαν αυτή του κ. Κοτζιά ότι «δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες» αναφορικά με τη προοπτική συμμετοχής της Τουρκίας στις ενεργειακές ανακαλύψεις της Μεσογείου;
Ο κύριος Κοτζιάς βεβαίως εκφράζει προσωπικές απόψεις. Αν δεν ισχύει αυτό, τότε το μήνυμα που εκπέμπει μια τέτοια τοποθέτηση είναι ότι η Αθήνα είναι έτοιμη να δεχθεί a priori τις πάγιες αιτιάσεις της Άγκυρας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Αθήνα ξεκινά την προσέγγιση της στο Αιγαίο αναγνωρίζοντας ότι οι κατά καιρούς εκπεφρασμένες τουρκικές θέσεις είναι θεμιτές και νομιμοποιημένες.
Δεχόμαστε, εντελώς ξαφνικά, ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι το sine qua non πλαίσιο εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού; Σε κάθε περίπτωση, μου είναι δύσκολο να αντιληφθώ την Ελλάδα και την Κύπρο ως «μοναχοφάηδες» απέναντι στην Τουρκία των κατεχομένων, των γκρίζων ζωνών και της «γαλάζιας πατρίδας».
Σχολιάστε μας και την έτερη δήλωση Κοτζιά για το Καστελόριζο ότι αυτό δεν μπορεί να έχει πλήρη ΑΟΖ, όταν η Τουρκία διαθέτει χιλιάδες μίλια ακτών. Δεν απέχει από την αφετηριακή διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας, που βάσει του Δικαίου της Θάλασσας υποστηρίζει ότι όλα τα νησιά έχουν θαλάσσιες ζώνες;
Θα επαναλάβω ότι ό κύριος Κοτζιάς δεν εκπροσωπεί πλέον την ελληνική διπλωματία. Σε διαφορετική περίπτωση το ζήτημα θα ήταν πολύ σοβαρό, αφού η όποια προσπάθεια διαπραγμάτευσης θα ξεκινούσε με την Αθήνα να αποδέχεται τις Τουρκικές θέσεις. Αυτό ισοδυναμεί με διαπραγματευτική αυτοχειρία. Η αρχική θέση της χώρας να είναι και η αποδοχή των θέσεων της άλλης πλευράς! Αν αυτό είναι το υπόδειγμα των Πρεσπών τότε ίσως έχουν δίκιο αυτοί που το επικαλούνται ως οδηγό.
Τελικά μήπως η πρόσφατη συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν για την οποία ποτέ δεν μάθαμε τι ακριβώς ειπώθηκε, δεν αφορούσε μόνο τα ΜΟΕ, αλλά κάτι ευρύτερο;
Είναι σίγουρο ότι η συζήτηση δεν περιορίστηκε στα ΜΟΕ. Τα ΜΟΕ έχουν σαφώς μια πολιτική διάσταση αλλά δεν μπορεί να αποτελούν αντικείμενο μακράς συζήτησης σε αυτό το επίπεδο. Προφανώς και συζητήθηκε το παρόν και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το Κυπριακό.
Επί της αρχής, θα μπορούσε να είναι επιθυμητή μια τέτοια συζήτηση αρκεί να είναι καλά προετοιμασμένη. Η προοπτική πλήρους εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων είναι πάγια θέση της Αθήνας αλλά πάντοτε στο πλαίσιο της ικανοποίησης των εθνικών συμφερόντων και όχι υπό το κράτος απειλών. Η λογική ότι το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης πρέπει να αφήνει ικανοποιημένα και τα δύο μέρη είναι σωστή αλλά οφείλουμε να διεκδικούμε τα υψηλότερα δυνατά οφέλη γιατί το ίδιο θα κάνει και η άλλη πλευρά.
Εντέλει μήπως ο Αλ. Τσίπρας θεωρεί ότι έχει μια ευκαιρία να λύσει όλα τα εκκρεμή εθνικά θέματα μέσα από την δική του αντίληψη των πραγμάτων και δεν θέλει αυτή την ευκαιρία να την αφήσει να πάει χαμένη;
Ο κάθε ηγέτης κουβαλά το δικό του κώδικα αξιών και ερμηνευτικών εργαλείων για τον κόσμο. Σε μία δημοκρατική πολιτεία όμως το εθνικό συμφέρον και οι εθνικές προτιμήσεις για την θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα είναι προϊόν της εθνικής ιστορικής εμπειρίας, των εκάστοτε δημοκρατικών πλειοψηφιών και του διεθνούς καταμερισμού ισχύος. Η εθνική στρατηγική δεν μπορεί να υπακούει σε προσωπικές αξιολογήσεις.
Στην χώρα υφίσταται εδώ και δεκαετίες ένα δόγμα διαχείρισης των ζητημάτων εθνικής ασφάλειας. Δεν γνωρίζω να έχει αλλάξει. Δεν έχω αντιληφθεί καμία συζήτηση περί επαναπροσδιορισμού του εθνικού συμφέροντος να έχει γίνει συντεταγμένα και όπως αρμόζει σε μια δημοκρατία. Στην εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να υπάρχουν δήθεν «πρωτοπορίες» που να αγνοούν το συλλογικά προσδιορισμένο εθνικό συμφέρον.