Δεοντολογία…

Του Γιάννη Παντελάκη

Στη Γερμανία, που τόσο μας αρέσει να μισούμε, αυτές τις ημέρες συζητάνε για ένα πολιτικοδημοσιογραφικό σκάνδαλο. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle, ένας δημοσιογράφος μεγάλης εφημερίδας έχασε τη δουλειά του επειδή φέρεται να είχε παράλληλη απασχόληση ως σύμβουλος ενός πολιτικού κόμματος, του ακροδεξιού, ξενοφοβικού «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Θεωρήθηκε χονδροειδής παραβίαση των βασικών αρχών του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Δεν έχει σημασία ο πολιτικός προσανατολισμός του κόμματος. Σημασία έχει το γεγονός ότι θεωρείται ασυμβίβαστο μια δημοσιογραφική θέση με παράλληλη απασχόληση σ'' ένα κόμμα.

Τυπικά, αυτό ισχύει και στη χώρα μας. Νομίζω κάπου γράφεται και στον κώδικα δεοντολογία της Ένωσης Συντακτών. Αλλά, όπως είναι γνωστό, τι γράφεται σε νόμους και κώδικες μικρή σημασία έχει για τη χώρα μας. Είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους, όλους τους άλλους. Γιατί αυτό που θεωρείται αυτονόητο στη Γερμανία ισχύει και σε άλλες ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες. Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ουσιαστικά ισχύει και για μας. Στη δική μας χώρα, ένας δημοσιογράφος μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του με διάφορους τρόπους σ'' ένα κόμμα, με έμμεσους ή άμεσους τρόπους, και να μην συμβαίνει τίποτα. Αντίθετα, να θεωρείται φυσιολογικό.

Ο άμεσος τρόπος είναι ν'' απασχολείται κάποιος σ'' ένα κόμμα (ή μια επιχείρηση ή μια τράπεζα κ.ο.κ.) και παράλληλα να ασκεί δημοσιογραφία σ'' ένα μέσο ενημέρωσης. Συμβαίνει, οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ το γνωρίζουν. Ο έμμεσος είναι όταν συμπεριφέρεται ως υπάλληλος κόμματος χωρίς να είναι εμφανώς. Ίσως το πιο ενδεικτικό παράδειγμα της δεύτερης αυτής κατηγορίας είναι κάποια από τα τηλεοπτικά πάνελ. Εκεί συνήθως καλούνται φίλα προσκείμενοι δημοσιογράφοι του ενός ή του άλλου κόμματος. Δημοσιογράφοι, οι οποίοι ουσιαστικά παίζουν τον ρόλο εκπροσώπων κομμάτων. Αυτοί που οργανώνουν αυτά τα πάνελ τους καλούν με αυτήν τη λογική.

Δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε αρθρογράφους που δικαιούνται να έχουν άποψη και να την εκφράζουν. Αναφέρομαι σε δημοσιογράφους που κάνουν ρεπορτάζ, ασχολούνται δηλαδή με τις αλήθειες ή τα ψέμματα των κομμάτων. Και παράλληλα, ενώ καταγράφουν υποτίθεται τα γεγονότα με έναν αντικειμενικό τρόπο, εμφανίζονται και ως φορείς κομματικών απόψεων. Αυτό είναι ένα πρόβλημα το οποίο όμως στη χώρα μας δεν θεωρείται πρόβλημα, αλλά κάτι κοινά αποδεκτό.

Το φαινόμενο δεν παρατηρείται μόνο με τα κόμματα, αλλά και με επιχειρήσεις, τράπεζες και διάφορα ποικιλώνυμα συμφέροντα. Δημοσιογράφοι απασχολούνται σε μια τράπεζα και παράλληλα κάνουν ρεπορτάζ το ενδιαφέρον του οποίου μπορεί ν'' αφορά και τη συγκεκριμένη τράπεζα. Ένα παράδειγμα είναι αυτό, υπάρχουν πολλά ακόμα. Παλαιότερα, την εποχή της πλαστής ευημερίας, τα φαινόμενα αυτά ήταν απείρως περισσότερα. Τώρα, η κρίση τα έχει περιορίσει, αλλά όχι για τους λόγους που θα έπρεπε. Όχι επειδή κάτι τέτοιο είναι αντιδεοντολογικό, αλλά επειδή έχουν περιοριστεί οι οικονομικές δυνατότητες.

Τον περασμένο Οκτώβριο, δημοσιοποιήθηκε μια έρευνα του τμήματος επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου το αντικείμενο ήταν η εφαρμογή ή όχι της δημοσιογραφικής δεοντολογίας από μεγάλα τηλεοπτικά ή έντυπα μέσα ενημέρωσης την περίοδο 2013-2014. Δεν κάνει εντύπωση ότι τα αποτελέσματα της έρευνας δεν πήραν μεγάλη δημοσιότητα. Δύσκολο τα ίδια τα Μέσα να δημοσιεύσουν αποτελέσματα έρευνας που θεωρεί ότι δεν τηρούν τη δεοντολογία. Παρ'' ότι τα αποτελέσματά της θα έπρεπε να κάνουν εντύπωση. Σύμφωνα με αυτά, αναφορικά με τη διάκριση της είδησης από το σχόλιο και το διαφημιστικό μήνυμα αλλά και την αντιστοιχία τίτλου, κειμένου και φωτογραφίας, τα περισσότερα ΜΜΕ βρέθηκαν προβληματικά. Το 74,4% των εφημερίδων και το 68,6% των τηλεοπτικών σταθμών δεν τηρούν επαρκώς τον συγκεκριμένο κανόνα. Δεν διακρίνουν δηλαδή την είδηση από το σχόλιο. Το πρόβλημα αυτό συνδέεται άμεσα με τα προαναφερόμενα. Η σκοπιμότητα κυριαρχεί της αλήθειας.

Στις ημέρες της κρίσης, τα γεγονότα ήταν και εξακολουθούν να είναι έντονα, αφού επηρεάζουν καθοριστικά και με βίαιο τρόπο τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς, ωστόσο, έχουν μια λάθος εικόνα για τα αίτια αυτής της κρίσης ή τις λύσεις που πρέπει να δοθούν, για παράδειγμα. Αυτό καθορίζει και την πολιτική τους συμπεριφορά. Γι'' αυτήν τη λάθος εικόνα έχουμε ευθύνη και εμείς οι δημοσιογράφοι. Και μάλλον η ευθύνη είναι μεγαλύτερη από εκείνη των πολιτικών, των οποίων το επάγγελμα, άλλωστε, συνδέεται με τέτοιες συμπεριφορές…