Οι ποιητές είναι και προφήτες και παρηγορητές- απαρηγόρητοι παρηγορητές του Κόσμου, όπως συνήθιζε να λέει ο Γιάννης Ρίτσος. Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης σήμερα, αναζητούμε μέσα από τους στίχους μεγάλων Ελλήνων Ποιητών τη ματιά τους σε δύσκολους καιρούς. Τα ποιήματά τους γράφτηκαν για άλλες εποχές και άλλα γεγονότα, ωστόσο εάν κάνουμε προβολή στην παρούσα κατάσταση θα διαπιστώσουμε για μια ακόμη φορά πως τα έχουν πει όλα.
«Τελειωμένα» τιτλοφορείται το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη που δημοσιεύουμε σήμερα, και, παρότι έχει γραφτεί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (1910, 1911) είναι σαν να γράφτηκε μόλις χθες. Ο ποιητής περιγράφει έναν ζόφο, καταφανώς διαφορετικής αιτιολογίας. Ωστόσο, ως βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής αλλά και άνθρωπος με ενόραση, ο μέγας Αλεξανδρινός μας έδωσε ένα ακόμα ποίημα με οικουμενική διάσταση.
Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν' αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν' αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ' ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθα,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει.
Ο εθνικός μας Διονύσιος Σολωμός στην σύνθεσή του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», που έγραψε για το πολιορκημένο από τις εχθρικές δυνάμεις Μεσολόγγι, μας έδωσε με τον πλέον αριστουργηματικό τρόπο τη «μέσα όψη» εκείνων που ενώ πολιορκούνται, μέσα τους είναι εντελώς ελεύθεροι. Και αντιδρούν. Και μάχονται. Και δεν έχουν κανένα σκοπό να κάνουν πίσω, να διαπράξουν δειλία. Ακόμα και οι γυναίκες (που τον 19ο αιώνα, οπότε και γράφεται η ποιητική σύνθεση, θεωρούνται πλάσματα αδύναμα).
Ετούτες τις μέρες βλέποντας τον ηρωικό αγώνα των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, μου έρχεται συχνά στο μυαλό ο περίφημος σολωμικός στίχος «Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους». Για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, επιλέξαμε από το Γ’ σχεδίασμα το ποίημα «Ο Πειρασμός» γιατί δείχνει την ομορφιά της φύσης, σε σκληρή αντίθεση με την πραγματικότητα. Αυτή η ομορφιά είναι που κάνει την πολιορκία ακόμα πιο αβάσταχτη.
Ο Πειρασμός
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Δεκαετία του ’40, η Ελλάδα ζει μέσα στη βαριά γερμανική κατοχή με τη μπότα του κατακτητή να τσακίζει ελευθερίες και όνειρα. Όμως ο φύσει αισιόδοξος Γιάννης Ρίτσος, εκείνος που από τα νιάτα του είχε ενστερνιστεί το «Να λες: ουρανός∙ και ας μην είναι» (Μονόχορδα) κρατάει μέσα του το πείσμα πως ο εχθρός θα νικηθεί. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, μεταφέρει αυτό το κλίμα στη «Ρωμιoσύνη».
Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης
Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι
Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα
θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα
καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο καταμεσὶς στὴν τάπια
καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν τὰ νησιώτικα μπαλκόνια
ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.
Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ
στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.
Στο κορυφαίο «Αξιον εστί» ο Οδυσσέας Ελύτης έχει επίσης τους δικούς του μαγικούς τρόπους να φτάσουμε στην φωτεινή έξοδο. Τη βρύση του Μαυρογένη, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Οι στίχοι του, γραμμένοι μετά τον σαρωτικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επηρεασμένοι από αυτόν, είναι άκρως ιαματικοί.
ΙΑ'
Όπου, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί
όπου και να πατεί το πόδι σας
ανοίξετε μια βρύση
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Δροσερός ο κρουνός θ' αγαλλιάσω.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
μεγαλόφωνα το νου μου ν' απαγγείλει
ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.
Δεν μπορώ
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω
ανοίξετε, αδελφοί
μια βρύση ανοίξετε
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!
Ο Γιώργος Σεφέρης δεν έχει ακόμα ζήσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν γράφει το «Μυθιστόρημα» (1933- 34). Εχει ζήσει ωστόσο την καταστροφή της Σμύρνης, της γενέτειράς του, που τον έχει σημαδέψει βαθιά. Η ποίησή του είναι συνήθως αυστηρή, σε οδηγεί να μελετήσεις καλύτερα τον εαυτό σου, ώστε έτσι να εξαγνιστείς και να πολεμήσεις τους δαίμονές σου. Αλλά δεν λείπουν και οι στιγμές που υπαινίσσεται πως ναι, θα υπάρξει μια ανάταση.
ΚΓ'
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος κάνει συχνά διάλογο με τον Θεό στην ποίησή του και συνήθως βλέπει τα πάντα κάτω από την ευλογία των δικών Του χεριών. Ευγνώμων προς τη ζωή, μας δίνει στην «Εκκρεμή δωρεά» (1986) τόσο φωτεινές εικόνες, ώστε αξίζει να κλείσουμε το κείμενο με αυτές.
Εὐφορία
Ἀνέβηκε ἀπόψε ἡ ψυχή μου σάν μι’ ἀνατολή
πανσελήνου. Καί εἶπα: Δέν βλέπω τέλος.
Θαρρῶ πώς ἀέναα τά χέρια μου αὐτά
θά θωπεύουν τά νέα φύλλα τῶν δέντρων,
θά συλλέγουν τό φῶς, θά τό γράφουν,
θά δίνονται.
Ξυπνώντας αὐγή,
ἀνεβαίνω ψηλότερα. Κοιτάω
τόν ὁρίζοντα. Δέν βλέπω τέλος.
Εν κατακλείδι: βάλτε ένα ποίημα σήμερα στη ζωή σας. Θα σας βοηθήσει όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε.