Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ύστερα από μια καταστροφική οικονομική κρίση, αναζητεί και πάλι το δρόμο προς την ανάπτυξη, την ώρα που συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές στο διεθνές τραπεζικό σκηνικό, υπό την επίδραση των νέων τεχνολογιών.
Ένα είναι βέβαιο: ότι αυτός ο δρόμος προς την ανάπτυξη δεν πρέπει να περάσει μέσα από νέα συρρίκνωση της απασχόλησης, ούτε και μέσα από τη σύγκρουση των τραπεζικών διοικήσεων με τους εργαζομένους. Ανάπτυξη στο τραπεζικό σύστημα χωρίς εργασιακή ειρήνη δεν νοείται!
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διεκδικεί ένα θλιβερό παγκόσμιο ρεκόρ. Ήταν αυτό που υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε διεθνώς το 2008.
Τα πλήγματα στις ελληνικές τράπεζες ήλθαν από πολλές πλευρές και ήταν καταστροφικά: τεράστιες απώλειες από τα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων, που εξανέμισαν τα κεφάλαια των τραπεζών, εξίσου σοβαρές απώλειες από τα χαρτοφυλάκια δανείων, με παγκόσμιο ρεκόρ στο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, δυσβάστακτες απώλειες καταθέσεων, που «στέγνωσαν» τη ρευστότητα του τραπεζικού μας συστήματος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, όπως αναφέρει έκθεση στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι, οι Έλληνες φορολογούμενοι πλήρωσαν το υψηλότερο τίμημα παγκοσμίως για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα.
Η καθαρή δημοσιονομική επιβάρυνση έφθασε στην Ελλάδα σχεδόν στο 20% του ΑΕΠ. Σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η καθαρή επιβάρυνση ήταν αρνητική, δηλαδή το κράτος έσωσε τις τράπεζες και βγήκε κερδισμένο, αφού πούλησε στο χρηματιστήριο τις μετοχές που είχε αποκτήσει.
Δεν πλήρωσαν, όμως, μόνο οι φορολογούμενοι ακριβά αυτή τη μεγάλη κρίση στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα. Μεγάλα θύματα υπήρξαν και, δυστυχώς, είναι ακόμη και σήμερα οι εργαζόμενοι στις τράπεζες.
Από το 2009, ως το τέλος του 2018, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας υπέστη μια συρρίκνωση που είναι ίσως δεν έχει σημειωθεί ποτέ σε άλλη χώρα σε καιρό ειρήνης: Χάθηκαν περισσότερες από 26.000 θέσεις εργασίας, περίπου τέσσερις στις δέκα και έκλεισαν περίπου 2.200 καταστήματα, δηλαδή περισσότερα από τα μισά. Διαδοχικά προγράμματα εθελουσίας εξόδου όλων των τραπεζών έχουν μειώσει θεαματικά τη δαπάνη μισθοδοσίας.
Παράλληλα, οι μισθοί έμειναν στάσιμοι, ή μειώθηκαν σε ορισμένες τράπεζες. Τις μεγαλύτερες μειώσεις, της τάξεως του 40%, υπέστη το προσωπικό της πρώην ΑΤΕ. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι ενώ η Τράπεζα Πειραιώς προτιμήθηκε για την εξαγορά της Αγροτικής ακριβώς επειδή δεσμεύθηκε ότι θα διατηρήσει το προσωπικό της, τελικά μεθοδεύθηκε η απομάκρυνση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων, μέσω της μεταφοράς τους στη νέα εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων Intrum Hellas.
Ακόμη και το α’ εξάμηνο του 2019, όταν πια οι τράπεζες είχαν ξεπεράσει τις μεγαλύτερες δυσκολίες, οι δαπάνες προσωπικού μειώθηκαν κατά 13,4%, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ή κατά 161 εκατ. ευρώ. Χωρίς αυτή τη μείωση, τα κέρδη του κλάδου θα ήταν αμελητέα.
Δυστυχώς, το άγχος των τραπεζικών διοικήσεων για βελτίωση των οικονομικών μεγεθών τις οδηγεί σε εσφαλμένες, αν όχι επικίνδυνες, επιλογές. Σήμερα, δυστυχώς, βλέπουμε να τίθεται σε αμφισβήτηση, με ευθύνη των τραπεζικών διοικήσεων και όχι των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων, ένα μεγάλο επίτευγμα της περιόδου της κρίσης: η διατήρηση εργασιακής ειρήνης στον τραπεζικό τομέα.
Πρέπει να τονισθεί ότι, παρά το γεγονός ότι χάθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας και οι αμοιβές συμπιέσθηκαν, διοικήσεις και εργαζόμενοι συνεργάσθηκαν ώστε η μείωση του προσωπικού να γίνει μέσα από προγράμματα εθελουσίας εξόδου, ενώ διατηρήθηκε σε ισχύ η συλλογική σύμβαση εργασίας για τους εργαζομένους του τραπεζικού τομέα.
Αυτό επέτρεψε στις τραπεζικές διοικήσεις να χαράξουν και να εφαρμόσουν την πολιτική τους για έξοδο από την κρίση χωρίς διαταραχές από αντιπαραθέσεις με τους εργαζομένους, ενώ σε ένα βαθμό προστατεύθηκαν από ακραίες αρνητικές συνέπειες όσοι εργαζόμενοι αποχώρησαν από τις τράπεζες.
Το τελευταίο διάστημα, όμως, με αφορμή τις διαδικασίες απόσχισης των τομέων διαχείρισης προβληματικών δανείων και ενσωμάτωσής τους σε νέες εταιρείες, που ελέγχονται από ξένους ομίλους διαχείρισης απαιτήσεων, καταγράφηκαν, δυστυχώς, οι πρώτες απολύσεις τραπεζοϋπαλλήλων, οι οποίες έχουν δημιουργήσει εντελώς αχρείαστες εντάσεις και απειλούν το κεκτημένο της εργασιακής ειρήνης.
Ουδείς αμφισβητεί την αναγκαιότητα αυτών των μετασχηματισμών. Η διαχείριση απαιτήσεων φεύγει από τις τράπεζες και μεταφέρεται σε αυτοτελείς και ανεξάρτητες εταιρείες, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής», μέσω του οποίου θα τιτλοποιηθούν σχεδόν τα μισά προβληματικά δάνεια των ελληνικών τραπεζών. Αυτό απαιτεί η κοινοτική νομοθεσία για τον ανταγωνισμό και οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να προχωρήσουν στο διαχωρισμό.
Άλλωστε, και λειτουργικά είναι καλύτερο για τις τράπεζες να φύγουν από τη διαχείριση προβληματικών δανείων, που θα κρατήσει αρκετά χρόνια, για να αφιερώσουν τους πόρους τους στη βασική τους δραστηριότητα, δηλαδή στη χορήγηση νέων δανείων στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Όμως, οι τράπεζες οφείλουν, κινούμενες σε αυτό το πλαίσιο, να σεβαστούν μια βασική αρχή, επί της οποίας, άλλωστε, έχουν συμφωνήσει με την ΟΤΟΕ: ότι η μεταφορά προσωπικού στις νέες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων πρέπει να γίνει με πραγματικά εθελοντικό τρόπο.
Αλίμονο αν αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού των τραπεζών, που μόλις τώρα άρχισε και έχει ακόμη μπροστά αρκετά στάδια, μετατραπεί σε μια διαδικασία εκβιαστικού «ξεφορτώματος» υπαλλήλων υπό την απειλή απολύσεων.
Την ίδια στιγμή, από τις τραπεζικές διοικήσεις τίθεται σε αμφισβήτηση (όχι για πρώτη φορά) ο θεσμός της εθελουσίας εξόδου. Διοίκηση συστημικής τράπεζας ενημερώνει το προσωπικό ότι η επόμενη διαδικασία εθελουσίας εξόδου θα είναι η τελευταία που θα γίνει με ικανοποιητικούς όρους, αφήνοντας να εννοηθεί στο μέλλον οι αντίστοιχες διαδικασίες θα έχουν περισσότερο χαρακτήρα ομαδικών απολύσεων, παρά εθελουσίας εξόδου.
Οι τραπεζικές διοικήσεις οφείλουν να κατανοήσουν ότι ο σεβασμός στο προσωπικό και η αποφυγή άγονων συγκρούσεων είναι αναγκαία προϋπόθεση για να επανέλθει ο κλάδος στην ανάπτυξη. Ούτε οι επιχειρησιακοί μετασχηματισμοί, ούτε η τεχνολογική εξέλιξη, ούτε και η ανάγκη για βελτίωση της κερδοφορίας επιτρέπεται να δώσουν προσχήματα για επιθετικές πρακτικές προς τους τραπεζοϋπαλλήλους, που υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι ο πιο σταθερός πυλώνας στήριξης του τραπεζικού μας συστήματος.
Οι τράπεζες έχουν φθάσει πλέον να έχουν πολύ χαμηλότερες λειτουργικές δαπάνες από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Δεν θα πρέπει να αναζητήσουν στην περαιτέρω μείωση των αμοιβών και της απασχόλησης το αντίδοτο στη χαμηλή τους κερδοφορία.
Αντίθετα, είναι ώρα να επιστρατεύσουν το προσωπικό σε μια πραγματική αναπτυξιακή προσπάθεια. Μόνο με την υγιή ανάπτυξη των τραπεζικών εργασιών, δηλαδή με τη χορήγηση νέων δανείων και με εργασίες που θα φέρουν προμήθειες, μπορεί ο κλάδος να βγει πραγματικά από την πολυετή κρίση, σταματώντας οριστικά την πορεία συρρίκνωσης.
Σε αυτό πλαίσιο, οι εργαζόμενοι είναι το ισχυρότερο «όπλο» των τραπεζών. Ακόμη και στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής, μόνο οι εργαζόμενοι μπορούν να αναπτύξουν την τραπεζική δραστηριότητα. Αυτοί χορηγούν δάνεια και διαθέτουν τις υπηρεσίες που φέρνουν προμήθειες, όχι τα ρομπότ και τα συστήματα πληροφορικής! Είναι ολέθριο λάθος να αντιμετωπίζονται σαν βάρος, μόνο υπό το πρίσμα του κόστους, και να καλλιεργείται ένα συγκρουσιακό κλίμα, που διαταράσσει την αναπτυξιακή προσπάθεια.
Η πρόοδος στις τράπεζες δεν θα έλθει με απολύσεις, περικοπές και καταπάτηση κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων. Θα έλθει μόνο με τη σωστή αξιοποίηση των εργαζομένων, σε συνθήκες εργασιακής ειρήνης. Αν δεν το κατανοήσουν οι διοικήσεις, θα διαπράξουν ένα μεγάλο λάθος. Και οι εργαζόμενοι δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αγωνιστούν για τα δίκαιά τους.
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών