Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Όταν είχε παρουσιαστεί η διάταξη για το υποχρεωτικό ύψος των δαπανών μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών, είχαμε αντιδράσει. Και αυτό, διότι κατά πρώτον, θεωρούμε ότι η υποχρεωτική χρήση πλαστικού χρήματος βάλει κατά της ελευθερίας των πολιτών και κατά δεύτερον, ο πολίτης αποφασίζει για το ύψος του ποσού, που θα δαπανήσει από το εισόδημά του.
Ο τιμωρητικός χαρακτήρας της θέσπισης αυτού του μέτρου είναι απαράδεκτος, διότι στη ουσία εξαναγκάζει τον φορολογούμενο να προβεί σε πράξεις που ίδιος δεν επιθυμεί. Και παράλληλα είναι παράλογος, διότι δεν επιτυγχάνει τον σκοπό του, που είναι η αύξηση της φορολογητέας ύλης. Εκατοντάδες φορές έχουν επαναλάβει όλοι όσοι έχουν έστω και μια αμυδρή επαφή με την οικονομική πραγματικότητα, πως το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι η μη έκδοση παραστατικών και όχι ο τρόπος πληρωμής των εκδιδόμενων αποδείξεων και τιμολογίων.
Το ζητούμενο στην μάχη κατά της φοροδιαφυγής, δεν είναι ο εξαναγκασμός του πολίτη να εξοφλήσει μέσω ηλεκτρονικής συναλλαγής ή μέσω πλαστικού χρήματος, μια συναλλαγή για την οποία έχει ήδη εκδοθεί τιμολόγιο ή απόδειξη. Αντίθετα το ζητούμενο είναι, οι φορολογικές αρχές να παρέχουν κίνητρα φοροελάφρυνσης στον πολίτη, ώστε να ωθείται στο να ζητά την έκδοση παραστατικού. Και φυσικά το κίνητρο αυτό, θα πρέπει να κινείται ποσοστιαία πάνω από τον ΦΠΑ, για να έχει νόημα για τον φορολογούμενο πολίτη. Αλλιώς, η αποφυγή της πληρωμής του ΦΠΑ από τον καταναλωτή και η αποφυγή την καταβολής του ΦΠΑ στην εφορία από τον επιχειρηματία, αποτελούν μονόδρομο για μια συναλλαγή στην οποία κερδίζουν και οι δυο πλευρές. Είναι αυτό που ονομάζουμε “win-win situation”.
Κι ενώ όλοι εμείς, τα αναλύαμε και τα γράφαμε μέσα από το πρίσμα της αγοράς, έρχεται τώρα το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής να κρίνει ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις που αναφέρονται στις δαπάνες με "πλαστικό χρήμα" και στην πρόσθετη τιμωρητική επιβολή φορολόγησης 22%, για όσους δεν ξοδεύουν το 30% του εισοδήματος τους, μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών ή μέσω χρήσης πλαστικού χρήματος.
Στη έκθεση του, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής εκτιμά ότι οι σχετικές διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου δεν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ούτε συμβάλλουν αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Επισημαίνει ότι δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο φορολόγησης η "μη διενέργεια δαπάνης". Η επισήμανση αφορά στη διάταξη που προβλέπει επιβολή φόρου 22% επί του ποσού που υπολείπεται από τις αναγκαστικές ηλεκτρονικές δαπάνες, που θα πρέπει να καλύπτουν το 30% του ατομικού εισοδήματος του φορολογούμενου.
Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής, κάνει αναφορά στο άρθρο 78 του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, το αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι μόνο το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογούμενου. Στην συγκεκριμένη διάταξη που κρίνεται ως αντισυνταγματική, σύμφωνα με την έκθεση, η επιβαλλόμενη φορολογική επιβάρυνση του 22% δεν επιβάλλεται επί του εισοδήματος ή της δαπάνης ή της περιουσίας, αλλά επί της μη διενέργειας δαπάνης, η οποία δεν μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος να αποτελεί αντικείμενο φορολόγησης.
Είναι καιρός οι φορολογικές αρχές να σχεδιάσουν ένα απλό, κατανοητό και φιλικό προς τον φορολογούμενο, φορολογικό περιβάλλον, ώστε να συλλάβουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κομμάτι φορολογητέας ύλης. Στην μάχη κατά της φοροδιαφυγής, οι πολίτες είναι αυτοί που πρώτοι και καλύτεροι θα ευνοηθούν και θα συνεργασθούν, διότι θα υπάρξει ελάφρυνση της δικής τους φορολογικής συμμετοχής. Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι αυτές οι απλές σκέψεις, δεν αγγίζουν τους μανδαρίνους του Δημοσίου, που κάνουν τα πράγματα ολοένα και πιο σύνθετα, ολοένα πιο εχθρικά και ολοένα πιο αναποτελεσματικά.
* Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
** Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.