Δεν αρκεί η αποτελεσματική διακυβέρνηση

Δεν αρκεί η αποτελεσματική διακυβέρνηση

Στην ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει τη διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση παραμένει πιστή στο πρόγραμμά της για μείωση των εισφορών, των φόρων αλλά και του κράτους. 

Έπραξε άριστα. 

Φαίνεται ότι τουλάχιστον εκείνος άκουσε τις φωνές ανησυχίας και διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση που δεν προχωρεί με ταχύτερους ρυθμούς στην υλοποίηση του οικονομικού της προγράμματος και την ίδια στιγμή δεν ξεριζώνει την δεισιδαιμονία του κρατισμού. 

Στη συνέντευξη στο ΒΗΜΑ λοιπόν ο κ.Σκυλακάκης υποσχέθηκε  ότι όταν θα διαφαίνεται το τέλος ή έστω ο πλήρης έλεγχος της πανδημίας η κυβέρνηση θα επιταχύνει προς της σωστή κατεύθυνση. Είναι λογικό.

Υπάρχει όμως κάτι που στο μεταξύ η κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει ώστε να εκπέμπει διαρκώς το σήμα ότι δεν έχει παρεκκλίνει του προεκλογικού προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας;

Φυσικά και υπάρχει.

Η κυβέρνηση παράλληλα προς το πολύ δύσκολο έργο της διαχείρισης της πανδημίας σε υγειονομικό και οικονομικό επίπεδο έχει μια χρυσή ευκαιρία: να ενσωματώσει τους κεντρώους και φιλελεύθερους ψηφοφόρους που ψήφισαν Νέα Δημοκρατία το 2019 στο χώρο της κεντροδεξιάς, περιβάλλοντας κάθε ενέργειά της με στιβαρό ιδεολογικό πλαίσιο.

Η κυβέρνηση μέχρι σήμερα αδικεί τον εαυτό της όταν προβάλλει το έργο της μονάχα ως «αποτελεσματική διακυβέρνηση». Τι σημαίνει αποτελεσματική διακυβέρνηση; Και ο Στάλιν κυβερνούσε απερίσπαστος επειδή ήταν αποτελεσματικός στη διατήρηση της ηγεμονίας του.  

Δεν έχει αμβλύνει δα και τόσο πολύ την κρίση μας η τετραετία ΣΥΡΙΖΑ ώστε να έχουμε ως μέτρο αποτίμησης της πραγματικότητας την απόλυτη ανικανότητα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και να έχουμε υιοθετήσει ως αίτημα την αποτελεσματική διακυβέρνηση. 

Να φέρουμε μερικά παραδείγματα.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι απλώς προϊόν μιας αποτελεσματικής διακυβέρνησης; Όχι βέβαια. Είναι μια ιδεολογική επιλογή την οποία ασπάζονται πολλοί πολίτες από την κεντροδεξιά μέχρι και την κεντροαριστερά. Μια ιδεολογική επιλογή που εκδημοκρατικοποιεί την πρόσβαση στις κρατικές υπηρεσίες καταλύοντας τα πελατειακά δίκτυα που ήθελαν τις κρατικές υπηρεσίες να εξυπηρετούν μόνο μετά από τηλεφώνημα κυβερνητικού βουλευτή. Αν αυτό δεν είναι ιδεολογική επιλογή και μάλιστα απέναντι σε μια  ριζοσπαστική αριστερά που ρητορεύει περί «τεχνοφασισμού» τότε τι συνιστά ιδεολογία; 

Γιατί λοιπόν να μην απευθυνθεί στο πλήθος των ψηφοφόρων της με ιδεολογικούς όρους που ενώνουν το ετερόκλητο πλήθος που αυτή τη στιγμή στεγάζεται στη Νέα Δημοκρατία; Γιατί να μην δηλώσει στο εκλογικό σώμα ότι η ψήφος της 7ης Ιουλίου 2019 δεν ήταν απλώς μια ψήφος τακτικής αλλά μια ψήφος ουσίας;

Και δεν είναι μόνο τα μεγάλα που πηγάζουν από μια συγκεκριμένη πολιτική φιλοσοφία. Υπάρχουν και τα πιο μικρά, της καθημερινότητας. Η πλατφόρμα που έφτιαξε ο υφυπουργός Εσωτερικών Θοδωρής Λιβάνιος για τα αδέσποτα ζώα, για παράδειγμα. Αυτό το θέμα που δείχνει μικρό είναι σημείο συνάντησης για πλήθος Ελλήνων σε όλη τη χώρα. Η δημιουργία αυτής της πλατφόρμας είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την πολιτική και την οργάνωση της κοινωνίας, μιας πολιτικής φιλοσοφίας που βρίσκει ανταπόκριση και εκτός των ορίων του Κέντρου. 

Γιατί δεν επικοινωνείται έτσι;

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε απαριθμώντας όλα τα σημαντικά έργα που η κυβέρνηση έχει «μικρύνει» στην επικοινωνίας της εμφανίζοντάς τα απλώς ως αποτέλεσμα μιας αποτελεσματικής διαχείρισης αλλά πατάνε σε στιβαρή ιδεολογία, μια ιδεολογία που ενώνει πλήθος κόσμου.

Γιατί η κυβέρνηση αλλά και η Νέα Δημοκρατία δεν επιθυμούν να απευθυνθούν με όρους πολιτικής στο ετερόκλητο πλήθος που τους ψήφισε; 

Γιατί η κυβέρνηση φοβάται να μιλήσει με όρους ιδεολογικούς;

Πώς είναι δυνατόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης που εξελέγη πρωθυπουργός μιλώντας εντός ενός σαφούς ιδεολογικού πλαισίου, πέρα από το ξεπερασμένο σχήμα δεξιά-αριστερά, να έχει εγκαταλείψει το στιβαρό πολιτικό λόγο που είναι το δυνατό του σημείο λόγω και της μεγάλης του θεωρητικής επάρκειας και να αρκείται σε πυροτεχνήματα για τον Ελευθέριο Βενιζέλο ή ακόμα χειρότερα για τον Κέινς;

Μετά  η κυβέρνηση αναρωτιέται γιατί οι φιλελεύθεροι και οι κεντρώοι γκρινιάζουν. Ο λόγος που οι φιλελεύθεροι και οι κεντρώοι γκρινιάζουν  είναι γιατί αισθάνονται απειλούμενοι (και προσβεβλημένοι) από τους εκπροσώπους των παραδοσιακών κοινών της ΝΔ (το θέτουμε κομψά…) που είναι πιο vocal και λαϊκίζοντας καταλαμβάνουν όλη τη δημόσια σφαίρα και αποξενώνουν τους νέους ψηφοφόρους που αισθάνονται κορόιδα ότι τους πήραν την ψήφο και δεν βλέπουν να εκπροσωπούνται ουσιωδώς. 

Τόσο μεγάλο σεβασμό τρέφει στη πελατειακή λαϊκοδεξιά του κόμματός του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αυτούς που δεν ντρέπονται τον 21ο αιώνα να μας λένε ότι θα ψήφιζαν Νέα Δημοκρατία ακόμα κι αν είχε για πρόεδρο μια καρέκλα και τους κανακεύει με τόση σπουδή αγνοώντας επιδεικτικά τις ευαισθησίες αυτών που έδωσαν την αυτοδυναμία; 

Ο φιλελευθερισμός δεν είναι οικονομικό μοντέλο και το πολιτικό Κέντρο δεν είναι ένα σημείο στο μέσον μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Ο φιλελευθερισμός είναι μια πολιτική θεωρία, μια ολιστική αντίληψη για την οργάνωση της κοινωνίας και την καθημερινότητα, με αιτήματα που λειτουργούν ως ηθική πυξίδα για ένα ιδιωτικό βίο που λογίζεται «ενάρετος» μόνον αν είναι δημοκρατικός. 

Τα προοδευτικά αιτήματα είναι πολιτικά και ζητούν να μετασχηματίσουν τις κοινωνίες, δεν είναι συνταγή, τρόπος διακυβέρνησης. 

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Για όσα πρέπει να κάνει το προσεχές διάστημα θα χρειαστεί στήριξη κυρίως από τους μη παραδοσιακούς της ψηφοφόρους. Ας δείξει ότι τους υπολογίζει μιλώντας τη γλώσσα τους που δεν είναι άλλη από τη γλώσσα της πολιτικής, τη γλώσσα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.