Όπως κάθε Αύγουστο κυκλοφορώ στην Κρήτη. Στα Χανιά, με ορμητήριο το μικρό μου χωριουδάκι και το σπιτάκι που έφτιαξε ο πατέρας μου με το εφάπαξ της πυροσβεστικής. Σε πόσες φωτιές όρμησε ο συγχωρεμένος για να μπορέσει να σηκώσει αυτά τα παμπάλαια πια ντουβάρια των 75 τετραγωνικών κι εκείνα σιγά-σιγά, χρόνο με τον χρόνο, καθότι (τότε όπως και τώρα) οι πόροι ήταν περιορισμένοι και οι ανάγκες πολλές.
Πάω σε καφενεία, σε παραλίες, σε ταβέρνες, σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, σε πανηγύρια και σε γιορτές. Κι έχουμε πολλές γιορτές τον Αύγουστο εδώ. Του κρασιού, του μελιού, του παξιμαδιού, του λαδιού, του καλιτσουνιού, του χοχλιού, του πιλαφιού. του μάραθου, της σφακιανόπιτας, της σαρδέλας, του ριφιού, του φουριάρικου και πάει λέγοντας. Μισές τουριστικές (λόγω κόσμου αυτό το μήνα) αλλά και σημαντικά μπολιασμένες με την ντόπια αυθεντικότητα, κάνουν έξαλλο τον τοπικό δεσπότη που διαρκώς φωνάζει ότι δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν οι λαμαρίνες με τα τσιγαριαστά και τα ψητά κατά την διάρκεια της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου.
Εμείς φιλάμε το χέρι του Δέσποτα στα ξωκλήσια, αλλά τα βράδια πάμε στις γιορτές. Κι εκεί παίρνουμε μυρωδιά από τις διαθέσεις των ανθρώπων, μόνιμων και καλοκαιρινών επισκεπτών -δικών μας Ελλήνων στην συντριπτική πλειοψηφία τους- καθότι οι ξένοι τουρίστες στριμώχνονται στα all inclusive πεντάστερα και στα στενά με σουβενιρατζίδικα. Οι δικοί μας την βγάζουν στα χωριά, δεν πολυξοδεύουν γιατί δεν έχουν. Κατεβαίνουν στην πατρίδα βέβαια, αλλά η τσέπη τους δεν αντέχει πολλά-πολλά. Μόνο τα εισιτήρια για όλη την οικογένεια φτάνουν για να τους ξεπαραδιάσουν.
Σ' αυτές τις γιορτές γνωριζόμαστε όλοι σαν κάλπικες δεκάρες. Και το κέφι που αναπτύσσεται ή δεν αναπτύσσεται πάνω στο γλέντι είναι ακτινογραφία (για να μην πω μαγνητική τομογραφία) της ψυχολογικής φάσης που είναι η μεγάλη μάζα του κόσμου. Τα θυμάμαι σαν τώρα τα τελευταία χρόνια. Το 2010 και 2011 δεν είχαμε πάρει ακόμα χαμπάρι τι μας περίμενε. Είχαν έρθει τα μνημόνια, αλλά θαρρούσαμε πως ήταν κάτι περαστικό που δεν θα μας αγγίξει. Το 2012-13-14, οι γιορτές και τα πανηγύρια ήταν σκέτες κηδείες. Μαυρίλα, κατήφεια και υποβόσκουσα οργή. Το καλοκαίρι του 2015 ήταν ένα ξέσπασμα χαράς. Είχε έρθει ο Αλέξης με τις υψηλές προσδοκίες και γιορτάζαμε την επανάσταση μας.
Το 2016 που είχε γίνει η ΣΥΡΙΖΑική κωλοτούμπα, είχε πέσει στις πλατείες μια ησυχία που όμοια της μόνο στην εκκλησία την ώρα της ανάγνωσης του Ευαγγελίου βρίσκεις. Σαν ο κόσμος να μην πίστευε αυτό που συνέβαινε γύρω του, σαν να μην μπορούσε να δεχτεί αυτή την διάψευση των ελπίδων του. Πέρυσι, ήδη είχε αρχίσει να παίρνει ο διάολος τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά εδώ κι εκεί έβρισκες και κανέναν φιλοκυβερνητικό αντίλογο. Κυρίως για τα ''μαγικά'' που θα κάνει την τελευταία στιγμή ο Αλέξης και θα ξανακερδίσει την παρτίδα. Φαινόταν ότι είχε γυρίσει το κλίμα.
Φέτος καλύτερα να μην σας περιγράψω τι γίνεται. Οι τύποι έχουν φύγει από την εξουσία και δεν το ξέρουν. Μιλάμε για πανηγύρι χλευασμού των κυβερνητικών μας. Ονομαστικά όμως, όχι γενικώς αορίστως. Λένε ονόματα υπουργών και γελάνε. Λένε το όνομα του πρωθυπουργού και φτύνουν τον κόρφο τους. Μεγάλη πλάκα. Δεν είναι υπέρ του Κυριάκου ή της Φώφης ή του Μήτσου του Κουτσούμπα, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλουν ούτε να τον ακούσουν. Η κατάσταση μου θυμίζει μια παλιά ρήση της Μελίνας Μερκούρη. Το 1989 ο Ανδρέας είχε συγκαλέσει σύσκεψη κορυφαίων στελεχών του για να αναλύσουν την διαφαινόμενη ραγδαία πτώση της δημοτικότητας του ΠΑΣΟΚ. Είπαν τα στελέχη τα βαθυστόχαστα τους κι όταν ήρθε η στιγμή της Μελίνας συμπύκνωσε το κλίμα με μια απλή (και βαθιά γυναικεία) φράση: «Δεν αρέσουμε πια Πρόεδρε». Το ίδιο συμβαίνει και τώρα.