Της Έλενας Συρμαλή*
Κατά καιρούς υπάρχει προβληματισμός από τους φορείς του επίσημου και ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου, για τα εργαλεία σωφρονισμού όσων με την εγκληματική τους συμπεριφορά προκάλεσαν βλάβη στο κοινωνικό σύνολο και για τους τρόπους βελτίωσης αυτών των εργαλείων.
Ο στόχος σε κάθε περίπτωση είναι ο σωφρονισμός, η αποτροπή συνέχισης της εγκληματικής συμπεριφοράς, η επανένταξη και η κοινωνική ειρήνη. Σημαντική διάσταση της συζήτησης αυτής κατέχουν και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις του σωφρονιστικού συστήματος.
Αυτή ακριβώς είναι και η θεματική του Σεμιναρίου Έγκλημα & Κιν/φος, Δ'' κύκλος «Κοινωνικές Αναπαραστάσεις του Σωφρονιστικού Συστήματος» που συνδιοργανώνει το Εργαστήριο Αστεακής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου με το Εργαστήριο Κοινωνικής Πληροφορικής του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδος. Αποστολή του Εργαστηρίου Αστεακής Εγκληματολογίας είναι η κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών, στα γνωστικά αντικείμενα του Εργαστηρίου, η διεξαγωγή ερευνητικών προγραμμάτων, η διοργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων, η πραγματοποι?ηση δημοσιευ?σεων και εκδο?σεων, η συνεργασία με άλλα συναφή ελληνικά και ξένα ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, η συνεργασία με δημόσιες υπηρεσίες, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Περιφερειών/Αντιπεριφερειών, καθώς και άλλους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς στο πλαίσιο μελέτης και υποβολής προτάσεων για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο δραστηριοποίησης του Εργαστηρίου, η ανα?πτυξη προι?ο?ντων και παροχη? υπηρεσιω?ν καθώς και η ενίσχυση υποψηφίων διδακτόρων των οποίων το θέμα της διατριβής τους εμπίπτει στα γνωστικά αντικείμενα του Εργαστηρίου, με δυνατότητα πρότασης για χορήγηση υποτροφίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. To ΕΑστΕ ιδρύθηκε με απόφαση της Συγκλήτου το 2015 και βρίσκεται υπό τη διεύθυνση της Καθηγήτριας Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστήμιου κ. Ζαραφωνίτου Χριστίνας.
Μια από τις εισηγήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του σεμιναρίου ήταν και της γραφούσης και αφορούσε το διάσημο πείραμα του Zimbardo, καθώς και την προβολή της ταινίας «Das Experiment».
Ποινή και Σωφρονισμός
Το ζητούμενο της ποινικής καταστολής είναι η αποτελεσματική καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Σύμφωνα με τον J. Bentham οι ποινικές στοχεύσεις είναι η πρόληψη κινδύνου-αποτροπή της εγκληματικής πράξης και η αποκατάσταση της ζημιάς που προκάλεσε το έγκλημα. Θα πρέπει να αποφεύγονται οι αβάσιμες ποινές, οι αναποτελεσματικές, οι μη κερδοφόρες ποινές (δηλαδή αυτές που έχουν υψηλότερη ποινή απαξίας από την αντίστοιχη του εγκλήματος) και οι μη αναγκαίες ποινές. Το Ποινικό Δίκαιο ως μέρος του Δικαίου είναι «το σύνολο των εξαναγκαστικών κανόνων που θεσπίζονται από την Πολιτεία στο πνεύμα πάντα της Δικαιοσύνης και που προσδιορίζουν ποίες πράξεις έχουν ποινικό ενδιαφέρον και ποια ποινική κύρωση πρέπει να επιβληθεί στον δράστη τους… είναι αυτό που ονομάζουμε Κυρίως Ποινικό Δίκαιο ή Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο». Οι ποινικές κυρώσεις αναφέρονται στα σοβαρότερα αγαθά του ατόμου: της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της τιμής και της περιουσίας. Το Ποινικό Δίκαιο έχει μια διπλή κοινωνική λειτουργία: 1. Προστατεύει τα έννομα αγαθά του κοινωνικού συνόλου. 2. Προστατεύει το άτομο από την αυθαίρετη και καταπιεστική χρήση της ποινικής εξουσίας. Δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρηση των ποινικών κυρώσεων ενώ η ποινή θα πρέπει να διέπεται από αναλογικότητα σε σχέση με τη βλάβη που έχει προκαλέσει η εγκληματική πράξη. Όταν π.χ. η ποινική κύρωση αφορά την στέρηση της προσωπική ελευθερίας θα πρέπει να ισχύει αυτό ακριβώς και μόνο.
Το πείραμα
Τη δεκαετία του 1970, ο Κοινωνικός Ψυχολόγος, ο Philip Zimbardo, ήθελε να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι εσωτερικεύουν ρόλους που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Πραγματοποίησε λοιπόν ένα πείραμα με 24 «ψυχολογικά ευσταθείς» φοιτητές του Πανεπιστημίου του Stanford, σε έναν χώρο του πανεπιστημίου, μια προσομοίωση φυλακής (στο υπόγειο του Τμήματος Ψυχολογίας). Ο επιστήμονας αναγκάστηκε να διακόψει το πείραμα μετά από 6 ημέρες. Τα πειραματικά υποκείμενα χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες και φορούσαν ανάλογες στολές: Οι «φύλακες» και οι «κρατούμενοι». Οι «φύλακες» μετά από λίγο ταπείνωναν και παρενοχλούσαν τους «κρατουμένους». Οι τελευταίοι αρχικά επαναστάτησαν αλλά σταδιακά έγιναν πειθήνια όργανα. Κάποιοι «κρατούμενοι» παρουσίασαν σημάδια οξείας συναισθηματικής διαταραχής (αποδιοργανωμένη σκέψη, ανεξέλεγκτο κλάμα και κραυγές).
Το 2006 οι Reicher και Haslam επανέλαβαν την έρευνα του Zimbardo (στο πλαίσιο μιας μελέτης του BBC) υποστηρίζοντας ότι τα φαινόμενα που παρουσιάζονται σε αυτές τις περιπτώσεις, οφείλονται στο γεγονός ότι το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας και αναγκάζεται να ενσωματώσει έναν Ρόλο για να ισορροπήσει. Ενώ υποστήριξαν ότι αν οι «κρατούμενοι» αποκτούσαν κοινή «κοινωνική ταυτότητα» τα αποτελέσματα θα ήταν άλλα. Ο Zimbardo διαφώνησε με την άποψη αυτή πράγμα που προκάλεσε τη συγγραφή άρθρων αντιπαράθεσης. O Zimbardo ανέπτυξε τη θεωρία της απεξατομίκευσης (dehumanization). Πίστευε ότι η συμμετοχή σε μια μεγάλη ομάδα παρέχει στους ανθρώπους έναν μανδύα ανωνυμίας που διαχέει την προσωπική ευθύνη. Η ατομική συμπεριφορά δεν υπόκειται σε προσωπικούς και κοινωνικούς ελέγχους. Εκτός από τον Zimbardo έρευνες για αυτό το θέμα έχουν κάνει και άλλοι επιστήμονες. Τα πειραματικά υποκείμενα σε άλλες περιπτώσεις φορούσαν εργαστηριακές ρόμπες ή άλλου είδους στολές. Γενικότερα η στολή οδηγούσε πολλές φορές μια ομάδα σε λεκτική ή σωματική επιθετικότητα π.χ. να κάνει περισσότερο άσεμνα σχόλια σε μία συζήτηση, να κάνει πιο δεικτικά σχόλια για διάφορα θέματα κ.α.. Γενικά η απεξατομίκευση φάνηκε ότι αυξάνει την επιθετική συμπεριφορά σε συνδυασμό με τους ρόλους που τα μέλη μιας ομάδας υιοθετούν. Οι ρόλοι που υιοθετούνται δεν αντιστοιχούν σε άτομα αλλά σε προδιαγραφές συμπεριφοράς που ανατίθενται σε ανθρώπους. Είναι ιδιαίτερα ισχυροί στη διαδικασία τροποποίησης της συμπεριφοράς, επηρεάζουν το ποιοι είμαστε, την ταυτότητά μας και την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Επηρεάζουν επίσης την αλληλεπίδραση που έχουμε με τους άλλους καθώς προκαλούν κοινωνικές προσδοκίες. Η σύγκριση πρώτα γίνεται μεταξύ των ρόλων των μελών της ενδοομάδας και κατόπιν με τα μέλη της εξω-ομάδας.
Σύμφωνα με τον Diener (1980), ένα απεξατομικευμένο άτομο δεν έχει αυτεπίγνωση. Επίγνωση δηλαδή του εαυτού του ως ξεχωριστού ατόμου. Μάλιστα είχε παρατηρηθεί σε κάποιες παραλλαγές του πειράματος του Milligram, για την υποταγή στην αυθεντία, ότι το πειραματικό υποκείμενο την ώρα που «βασάνιζε» τον πειραματικό συνεργό, άλλαζε συμπεριφορά όταν μπορούσε να δει τον εαυτό του σε καθρέφτη. Χαμηλή αυτεπίγνωση υπάρχει και στις μάζες. Ωστόσο διαφέρουν οι αποφάσεις της μάζας από αυτές των ομάδων. Οι πρώτες λειτουργούν βάσει νορμών, εικόνων και συναισθήματος. Χωρίς κανονιστικές προσδοκίες. Δεν υπάρχει η ιεραρχία. Κυριαρχεί ο εκάστοτε Αρχηγός. Θα πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι σε πολλές περιπτώσεις η στολή, αν και προκαλεί απεξατομίκευση, αντί να οδηγεί σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, καθορίζει κοινωνικές υποχρεώσεις ή ρόλους των ανθρώπων που συμμετέχουν στην ομάδα, οδηγώντας τα μέλη σε φιλοκοινωνικές συμπεριφορές.
Με αυτά τα δεδομένα τίθεται το ερώτημα τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα επιθετικής συμπεριφοράς.
1. Θα πρέπει να υπάρχει αυστηρός εποπτικός έλεγχος της συμπεριφοράς των μελών της ομάδας.
2. Θα πρέπει ο στόχος της ομάδας και η εργασία της να είναι ξεκάθαρα θέματα και να επικαιροποιούνται συχνά ώστε όλα τα μέλη να λειτουργούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.
3. Η στήριξη ειδικού επιστημονικού προσωπικού θα πρέπει να είναι μόνιμη, συνεχής και υποχρεωτική και όχι αποσπασματική (όταν υπάρχουν δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά).
4. Στόχος είναι να στρέφεται η προσοχή και προς τον ιδιωτικό εαυτό, την εικόνα του, ώστε να αποφεύγεται η όποια αντικοινωνική συμπεριφορά προκύψει.
Η φυλακή όπως και κάθε ποινικός θεσμός, αποτελεί ένα «οργανωμένο δομικό όλο» στους κόλπους του οποίου ασκούνται συγκεκριμένες σωφρονιστικές λειτουργίες, οι οποίες διέπονται από κανόνες. Κατά την εφαρμογή αυτών των κανόνων παρατηρείται να δημιουργούνται πρακτικές οι οποίες δεν συνάδουν με τη θεσμική λειτουργία της ποινής. Έτσι δημιουργείται στην ουσία εντός της φυλακής ένας ουσιαστικά «αντισωφρονιστικός πολιτισμός». Παρουσιάζονται υποπολιτισμικές αξίες και άγραφοι κανόνες που στην ουσία έρχονται σε αντίθεση με τον στόχο της ποινής σύμφωνα με ό,τι ορίζεται. Οι αξίες αυτές διαμορφώνουν στάσεις, συναισθήματα και αξιολογικές κρίσεις για την ποιότητα των ατόμων. Ας μη ξεχνάμε ότι οι αξίες καθορίζουν τις ηθικές αρχές οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε ορθολογική ή μη ορθολογική συμπεριφορά. Να σημειωθεί ότι ο βαθμός εξάρτησης από την ομάδα και η ομοιομορφία στην εκδήλωση της συμπεριφοράς ποικίλει. Μερικά άτομα είναι πιο ευάλωτα στις «κοινές αποφάσεις» ενώ άλλα άτομα είναι λιγότερο. Αυτό σχετίζεται με τον τρόπο κοινωνικοποίησης των ατόμων και παράγοντες που σχετίζονται με το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν, τις εμπειρίες τους κλπ Η συμμόρφωση ενός ατόμου έχει σχέση από τη μια μεριά με τα χαρακτηριστικά της ομάδας (π.χ. μέγεθος, αυστηρή διάρθρωση ή όχι) και από την άλλη με τα ατομικά χαρακτηριστικά των μελών (π.χ. αυτόνομα ή ετερόνομα άτομα). Αρκεί ένα μέλος να διαφοροποιηθεί από μία κοινή απόφαση για να υπάρξει ρωγμή στη δομή της ομάδας. Η συμμόρφωση στις επιταγές της ομάδας λειτουργεί ως εξάρτηση διπλής διαδικασίας: δύναμη που έχει η ομάδα για «αμοιβές και ποινές» (π.χ. αποκλεισμός κάποιου μέλους και ανάγκη/ επιθυμία του ατόμου να γίνει αποδεκτό και να μην περιθωριοποιηθεί.
Η κοινή μοίρα
Πέρα από όσα αναφέρθηκαν για επικαιροποίηση των κανόνων, ξεκάθαρο πλαίσιο και εκπαίδευση, θα πρέπει να αναλυθεί και η θεωρία του Rabbie. Όταν έχουμε δύο ομάδες με διαφορετικό status και διαφορετικούς ρόλους είναι σημαντικό να υπάρχει ένας κοινός στόχος. Μια κοινή μοίρα. Όταν στόχος ενός συστήματος, όπως το σωφρονιστικό, είναι ο σωφρονισμός τον ατόμων που με την εγκληματική τους συμπεριφορά προκάλεσαν βλάβη στο κοινωνικό σύνολο, ο στόχος αυτός θα πρέπει να είναι ξεκάθαρος χωρίς εκπτώσεις. Αν Πολιτεία μέσω των δομών της (κατάσταση φυλακών) και μέσω της εκπαίδευσης των οργάνων της, καθιστά σαφές ότι σκοπός της είναι ο σωφρονισμός και η επανένταξη και όχι η τιμωρία των καταδικασθέντων, αυτό θα γίνει συνείδηση και των σωφρονιστικών υπαλλήλων και ολόκληρης της κοινωνίας. Έτσι μόνο θα αποφευχθεί και η δευτερογενής εγκληματοποίηση των ατόμων. Η προσαρμογή των ατομικών, ενδοομαδικών και διο-ομαδικών επιδιώξεων επιτυγχάνεται μόνον με ξεκάθαρη στόχευση.
Το 2007, ο Zimbardo δημοσίευσε το «The Lucifer Effect», στο οποίο αναλύει τους παράγοντες που οδηγούν τα άτομα σε απάνθρωπες πράξεις και στην αποκτήνωση. Το βασικό στοιχείο είναι η διαδικασία που την ονόμασε «dehumanization». Ο Lucifer ήταν ο αγαπημένος άγγελος του Θεού που εξέπεσε (…fell from His grace…). Μοιάζει με την απανθρωποποίηση του πλάσματος που δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν του δημιουργού του.
Πηγές:
ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΗΣ Α.,« ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ» ΓΕΩΡΓΑΣ Δ., «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ» ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Χ., «Η Μεταχείριση των επικίνδυνων κρατουμένων» ΜΑΓΚΑΚΗΣ Γ.Α., «ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Ν., «Ψυχολογία- Σύγχρονη Πειραματική» DOISE W. ,«Η εξήγηση στην Κοινωνική Ψυχολογία» DIENER E., «Psychology of group influence» PEPITONE A., «Lessons from the history of social psychology, American Psychologist» HOGG & VAUGHAN, «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ» ZANDEN VANDER J.W., «Social Psychology»
Περισσότερα για το ΕΑστΕ εδώ.
* Η κα Έλενα Συρμαλή είναι Εγκληματολόγος, ΜΔΕ Εγκληματολογίας, Επιστημονικός συνεργάτης Εργαστηρίου Αστεκής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου.