Οι αποκαλύψεις του Σταύρου Κοντονή σχετικά με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Χρυσής Αυγής σήκωσαν το χαλί κάτω από το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας κρύβει τα προβλήματα και την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο κόμμα του μετά τις τρεις συνεχόμενες εκλογικές ήττες του 2019. Η εσωστρέφεια και οι έριδες επανέρχονται στο προσκήνιο την ώρα που στην ηγετική ομάδα επικρατεί πανικός, με εμφανή την αδυναμία να διαχειριστεί την νέα εσωκομματική κρίση.
Οι φωνές για την έλλειψη προγραμματικού λόγου και προτάσεων πληθαίνουν με τον Αλέξη Τσίπρα να επιχειρεί να «μαζέψει» την υπόθεση με την Χρυσή Αυγή και να αποδώσει στη Ν.Δ. σχέσεις συνεργασίας. Μόνο που στην περίπτωση αυτή ένα εκ των κορυφαίων στελεχών του, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου δείχνοντας με το δάχτυλο την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώσεις που έρχονται να προστεθούν σε αναφορές για επιχείρηση «ξεπλύματος» της νεοναζιστικής οργάνωσης που είχαν γίνει από την ίδια την νεολαία του κόμματος.
Το βίντεο που ανάρτησε στην ιστοσελίδα του ο Αλέξης Τσίπρας επιβεβαιώνει τον πανικό που επικρατεί στο κόμμα. Οπως και το γεγονός πως προχώρησε σε μια «μη διαγραφή – διαγραφή» του Σταύρου Κοντονή κατηγορώντας τον μάλιστα και για «εχθρικότητα απέναντι στην αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ». Φράση που θυμίζει τις κατηγορίες για «εχθρούς του κόμματος» που επικαλούνταν στην σταλινική περίοδο της σοβιετικής ένωσης.
Οι σχέσεις Τσίπρα Κοντονή ουδόλως απασχολούν τους πολίτες. Ο πρώην υπουργός έθεσε ένα θέμα σχετικά με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, ο οποίος ψηφίστηκε άρον-άρον δύο ημέρες πριν κλείσει η Βουλή για τις εκλογές. Και μπορεί η προσοχή να επικεντρώθηκε στην δίκη της Χρυσής Αυγής εν τούτοις αφορούσε και άλλες περιπτώσεις, όπως οι εξελίξεις στην σκευωρία της Novartis αλλά και στις τραγωδίες της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και των πλημμυρών στην Μάνδρα.
Η σφοδρή αντίδραση, πέραν των δικαιολογιών ότι έπληξε επικοινωνιακά τον ΣΥΡΊΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα προσωπικά, δείχνει πως άγγιξε ευαίσθητες χορδές στην Κουμουνδούρου. Είναι ενδεικτικό άλλωστε ότι, όπως και στην περίπτωση που ο Ευκλείδης Τσκαλώτος αμφισβήτησε την πολιτική των ύβρεων, παρενέβη η αδελφή του πρώην πρωθυπουργού, Ζανέτ Τσίπρα για να στείλει μήνυμα πως υπάρχουν και όρια.
Ως μέλος άλλωστε της ομάδας των Προεδρικών έχει αναλάβει ρόλο υποστήριξης διαπιστώνοντας και αυτή πως οι φυλές του ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμες να ανοίξουν και πάλι τον χορό των εσωτερικών συγκρούσεων στο πλαίσιο της εσωστρέφειας που και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης κατήγγειλε όταν αποφάσισε να παραιτηθεί από τα όργανα του κόμματος πριν τον «διαγράψουν» για τις δηλώσεις του.
Εσωστρέφεια που ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική του ομάδα θέλουν να αντιμετωπίσουν διά της επιβολής σιωπητηρίου στα στελέχη αδυνατώντας να αρθρώσουν αντιπολιτευτικό λόγο που να μην περιλαμβάνει υψηλούς τόνους αλλά και ύβρεις και κυρίως να θέσουν ένα προγραμματικό σχέδιο μέσου του οποίου θα απευθυνθούν εκ νέου στους πολίτες.
Η παρέμβαση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιου Κούλογλου, ο οποίος τον Σεπτέμβριο κατηγόρησε την Κουμουνδούρου πως έκοψε το site του από την συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη εξ αιτίας της κριτικής που ασκεί, είναι χαρακτηριστική. Και αυτό διότι κάνει λόγο ακριβώς για κλίμα εσωστρέφειας και απουσία προγράμματος και προτάσεων.
Δεν είναι ο μόνος. Όλο και περισσότερα στελέχη ζητούν να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα κρίνοντας πως δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιπολιτεύεται καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ως ανίκανη και να αναμένει την πανδημία και την επερχόμενη ύφεση να λειτουργήσουν ως το κύμα που θα τον επαναφέρει στην εξουσία.
Παραπέμπουν δε στις δημοσκοπήσεις από τις οποίες προκύπτει ότι το «σκληρό ροκ» δεν βρίσκει ανταπόκριση και οι πολίτες, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, γυρίζουν την πλάτη στον λαϊκισμό και τον νέο διχασμό
Γνωρίζουν άλλωστε πως ο λαϊκισμός ήταν αυτός που έφερε και την Χρυσή Αυγή στο προσκήνιο καθιστώντας το ένα από τα δύο άκρα που επένδυσαν στον διχαστικό λόγο και το μίσος των ετών της περιόδους «μνημόνιο αντιμνημόνιο». Σε κάθε περίπτωση πάντως οι φυλές του ΣΥΡΙΖΑ ξαναπιάνουν δουλειά και ετοιμάζονται για την επόμενη περίοδο που αναμένεται εξίσου δύσκολη για την «κυβερνώσα αριστερά»