Της Μαίρης Βενέτη*
Μετά από 40 χρόνια κοινού βίου – αν και σε ξεχωριστά «νομισματικά κρεβάτια» - οι οικονομίες της ΕΕ και της Μ.Βρετανίας είναι πολύ στενά συνδεδεμένες και από τις δύο πλευρές του καναλιού της Μάγχης.
Το γεγονός ότι πλησιάζει η 29η Μαρτίου και ακόμα δεν έχουμε μια επικυρωμένη συμφωνία εξόδου, δημιουργεί έντονη αβεβαιότητα και για τις δύο πλευρές.
Αν σκεφτούμε βέβαια ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εισάγει το 53% των αναγκών του από την ΕΕ, ενώ ταυτόχρονα το 44% των εξαγωγών του κατευθύνονται επίσης στην ΕΕ, κατανοούμε ότι τα πράγματα θα είναι εξαιρετικά δύσκολα για την οικονομία που εγκαταλείπει τη συζυγική στέγη, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο και μέχρι η Μ.Βρετανία να επισυνάψει συμφωνίες με τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ακόμα και υπέρμαχοι του Brexit διασφαλίζουν τα νώτα τους με αλλαγή έδρας.
Λαμπρό παράδειγμα ο σερ Τζέιμς Ντάισον, της ομώνυμης αλυσίδας καταστημάτων ηλεκτρικών συσκευών, ο οποίος αγωνίστηκε για την αποχώρηση της Μ.Βρετανίας ακόμα και χωρίς συμφωνία. Εντούτοις ανακοίνωσε ότι μεταφέρει τα κεντρικά της εταιρείας του από τη Βρετανία στη Σιγκαπούρη.
Προφανώς η κυβίστηση είναι ένα διεθνές σπορ.
Με ή χωρίς κυβίστηση, γεγονός παραμένει ότι μια στις τρεις βρετανικές επιχειρήσεις σκοπεύουν να μεταφέρουν κάποιες από τις λειτουργίες τους στο εξωτερικό ή το έχουν ήδη κάνει, σύμφωνα με έρευνα που ανακοίνωσε το Ινστιτούτο Διευθυντών IoD.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα διεξήχθη σε 1200 επιχειρήσεις με το 11% να έχει ήδη προχωρήσει σε μετεγκατάσταση, το 5% να προετοιμάζει σχετικές κινήσεις άμεσα και το 13% να εξετάζει ενεργά το ενδεχόμενο.
Όσον αφορά τις αμιγώς εξαγωγικές επιχειρήσεις, τα 2/3 αυτών επιδιώκουν ήδη μετακίνηση σε μια χώρα της ΕΕ, με το συντριπτικό ποσοστό να αφορά αμερικανικές επιχειρήσεις.
Εξέλιξη απόλυτα λογική, μιας και η Μ. Βρετανία αποτελούσε για τις αμερικανικές επιχειρήσεις την βασική πύλη για την Ευρώπη.
Οι κλάδοι που θα δεχτούν πρώτοι το ωστικό κύμα
Οι πρώτοι που θα βρεθούν αντιμέτωποι με νέα ήθη και έθιμα είναι οι αλυσίδες εφοδιασμού. Ειδικά όσον αφορά την αεροπλοΐα, την αυτοκινητοβιομηχανία και την αμυντική βιομηχανία, η προσαρμογή θα είναι ιδιαίτερα δαπανηρή και όχι μόνο για τις αμιγώς βρετανικές επιχειρήσεις.
Πολλοί κατασκευαστές πραγματοποίησαν τεράστιες επενδύσεις στη Μ.Βρετανία έναντι να ωφεληθούν από την πρόσβαση στην ΕΕ, αλλά και τη φιλελεύθερη αγορά εργασίας της.
Τα ονόματα είναι πάμπολλα, από την Airbus, τη Nissan, την BMW και την Toyota έως την Sony, την Mitsubishi, τη Mizuho κ.α.
Αν τελικά οι εταιρίες δεν θα έχουν πρόσβαση στην εσωτερική αγορά της ΕΕ μέσω κάποιου είδους τελωνειακής ένωσης και δεν υπάρξει συμφωνία για τους όρους της αποχώρησης, οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στη Βρετανία και τις υπόλοιπες 27 χώρες μέλη της ΕΕ, θα υπαχθούν αυτόματα στους κανόνες και τους δασμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου –ΠΟΕ- ύψους 10%.
Μόνο για την βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία, αυτό σημαίνει κόστος 5,7 δισ. ευρώ το χρόνο.
Επιπλέον θα επιβραδυνθούν σημαντικά οι διαδικασίες διέλευσης των συνόρων τόσο για τις επιχειρήσεις που εξάγουν προς την ΕΕ, όσο και για αυτές που εισάγουν από την ΕΕ.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι Κάτω Χώρες- ο βασικός εμπορικός εταίρος της Βρετανίας στην ηπειρωτική Ευρώπη -έχουν προσλάβει περίπου χίλιους επιπλέον εκτελωνιστές, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζουν τεράστια parking.
Η Γαλλία επίσης κατασκευάζει δρόμους, αποθήκες και σημεία ελέγχου κοντά στα λιμάνια της για την προετοιμασία των νέων τελωνειακών ελέγχων.
Οι Ιρλανδοί νομοθέτες από την άλλη, έχουν εκπονήσει 45 νομοθετήματα έκτακτης ανάγκης όσον αφορά το Brexit.
Πώς μεταφράζονται όλα τα παραπάνω σε χρήμα;
Σύμφωνα με την έκθεση της εταιρείας συμβούλων Oliver Wyman και της δικηγορικής εταιρείας Clifford Chance, το κόστος από τις επιπρόσθετες επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις θα είναι τουλάχιστον 65 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με σχεδόν ισόποσο επιμερισμό ανάμεσα στην Μ.Βρετανία και τους «υπόλοιπους 27».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, αν η Βρετανία παραμείνει σε κάποιας μορφής τελωνειακή ένωση, τα επιπρόσθετα κόστη για τις δύο πλευρές θα μειωθούν σχεδόν στο μισό, ενώ προς το παρόν δεν εξετάζονται οι παράπλευρες απώλειες ,όπως το γεγονός ότι τα αυξημένα κόστη και η αβεβαιότητα θα μειώσουν την κερδοφορία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν είναι σε θέση να προετοιμαστούν επαρκώς.
Επιπλέον πρόσθετος πονοκέφαλος είναι η στερλίνα, που έχει ήδη υποτιμηθεί πάνω από 10% έναντι του ευρώ από την ημερομηνία του δημοψηφίσματος.
Εξέλιξη που μπορεί να έχει αποβεί προς όφελος των εξαγωγών, αλλά έχει αυξήσει τον πληθωρισμό, εξαιτίας του υψηλού κόστους των εισαγωγών.
Ταυτόχρονα λοιπόν μειώνεται η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και πλήττονται οι έμποροι λιανικής.
Οι κλάδοι με τις μεγαλύτερες απώλειες
Ο χρηματοοικονομικός κλάδος θα αντιμετωπίσει τα υψηλότερα κόστη διότι, σε αντίθεση με τις αυτοκινητοβιομηχανίες ή κατασκευάστριες αεροσκαφών που θα αντισταθμίσουν τουλάχιστον το σκέλος των εισαγωγών με στροφή στους εγχώριους προμηθευτές, οι χρηματοοικονομικές εταιρείες θα είναι αναγκασμένες να μεταφέρουν μέρος της δραστηριότητάς τους σε άλλες χώρες της ΕΕ, προκειμένου να είναι σε θέση να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τους πελάτες τους.
Το City του Λονδίνου, αποτελεί το χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης.
Εάν χάσει το δικαίωμα της διεξαγωγής των συναλλαγών σε ευρώ (Pass porting Rights) θα του κοστίσει σταδιακά το 10% του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου. Αν συμπεριλάβουμε και τις παράπλευρες απώλειες, όπως αυτές των νομικών υπηρεσιών, ίσως το κόστος να είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Υπό αυτούς τους φόβους, οι πέντε από τις μεγαλύτερες τράπεζες με έδρα το Λονδίνο όπως η RBS για παράδειγμα, έχουν ξεκινήσει διαδικασίες ώστε να εξακολουθήσουν να δραστηριοποιούνται στην ΕΕ.
Για να πάρουν την έγκριση της ΕΕ όμως, προϋπόθεση αποτελεί η μεταφορά κεφαλαίων εντός της επικράτειας της.
Έτσι ήδη έχουν μεταφερθεί στη Φρανκφούρτη κεφάλαια ύψους 750 δισ. ευρώ ,ενώ και οι διεθνείς τράπεζες όπως η Goldman Sachs και η UBS ακολουθούν την ίδια πρακτική.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα χρηματιστήρια, που μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Ο όμιλος CME Group έχει μεταφέρει για παράδειγμα στο Άμστερνταμ τις υπηρεσίες του για την ευρωπαϊκή αγορά. Πρόκειται για συναλλαγές της τάξης των 240 δισ. ευρώ την ημέρα.
Αξιολογώντας όλα αυτά, η Τράπεζα της Αγγλίας προειδοποιεί ότι η Βρετανία ενδέχεται να χάσει το λιγότερο 10.000 θέσεις εργασίας μέχρι το τέλος χρονιάς, αν και μέχρι σήμερα οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η μετεγκατάσταση τραπεζιτών είναι περιορισμένη και οι σημαντικότερες αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες σχεδιάζουν το τρέχον διάστημα πολύ περισσότερες προσλήψεις στο Λονδίνο από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη.
Άλλος ένας κλάδος που θα αλλάξει κυριολεκτικά τοπίο είναι ο φαρμακευτικός.
Αρκεί να αξιολογήσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων που βρισκόταν επί 22 χρόνια στο Λονδίνο μεταφέρθηκε στο Άμστερνταμ. Η συγκεκριμμένη υπηρεσία εποπτεύει την αγορά φαρμάκων για περίπου 500 εκατ. άτομα και έχει σταματήσει πλέον να αναθέτει καθήκοντα στη βρετανική υπηρεσία φαρμάκων, καθώς δεν είναι σαφές αν θα μπορούν να συνεργάζονται οι δυο υπηρεσίες στο μέλλον.
Για μια χώρα σαν την Βρετανία με τόσο μεγάλο background στην φαρμακευτική έρευνα, οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν ένα σοβαρό πλήγμα.
Ποιοί κλάδοι θίγονται από τη μείωση μεταναστών από ΕΕ
Η μείωση του αριθμού των μεταναστών από την Ε.Ε στη Βρετανία θα πλήξει τους τομείς της βρετανικής οικονομίας που βασίζονται επί πολλά χρόνια σε προσωπικό από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο αγροτικός τομέας, ο κλάδος της εστίασης, τα ξενοδοχεία, ο κατασκευαστικός κλάδος αλλά και το σύστημα υγείας, βασίζονται σε πολυάριθμο προσωπικό ειδικά από χώρες όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία κ.α.
Μεγάλη απώλεια θα είναι και η μείωση των ξένων φοιτητών στα πανεπιστήμια, καθώς και των ξένων που συμμετείχαν σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών.
Ήδη από το 2017 το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου προχώρησε σε μειώσεις προσωπικού λόγω της μείωσης των ξένων φοιτητών, ενώ το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ επικαλέστηκε την αβεβαιότητα γύρω από το Brexit για την απόφαση του να μειώσει το κόστος.
Τι γίνεται με τον τραπεζικό και στεγαστικό τομέα
Στους τομείς αυτούς τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα.
Καταρχήν, έχουν επιδεινωθεί οι συνθήκες χρηματοδότησης των βρετανικών τραπεζών, εντείνοντας τις πιέσεις στην κερδοφορία και τις τιμές των μετοχών τους.
Το κόστος έκδοσης ομολόγων με εξασφάλιση για τις βρετανικές τράπεζες έχει φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο από το δημοψήφισμα στις 23 Ιουνίου του 2016.
Ο κίνδυνος μιας άτακτης αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε είναι ο συνήθης ύποπτος.
Οι επενδυτές φοβούνται μήπως η οικονομία οδηγηθεί σε ύφεση και ζητούν ολοένα και υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με τα τραπεζικά ομόλογα της Γερμανίας και της Γαλλίας. Το αποτέλεσμα είναι –ειδικά όσο πλησιάζει η καταληκτική ημερομηνία για το Brexit- οι τράπεζες να δέχονται ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις στην χρηματοδότηση τους.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος. Ο τερματισμός του προγράμματος φθηνών δανείων της Τράπεζας της Αγγλίας τον περασμένο Φεβρουάριο, έχει αρχίσει να γίνεται αισθητός.Θυμίζουμε ότι ο στόχος του προγράμματος συνολικού ύψους 127 δισ. στερλινών που ετέθει σε εφαρμογή αμέσως μετά το δημοψήφισμα, ήταν να στηριχθεί ο δανεισμός των επιχειρήσεων, αλλά και των καταναλωτών.
Όπερ και εγένετο. Ειδικά τα μικρότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Metro Bank και η Virgin Money στηρίχθηκαν ιδιαίτερα από τη φθηνή χρηματοδότηση που παρείχε η Τράπεζα της Αγγλίας.
Με τη λήξη του προγράμματος όμως, οι τράπεζες στράφηκαν στην έκδοση ομολόγων με εξασφάλιση ή αποπειράθηκαν να προσελκύσουν περισσότερες καταθέσεις. Όμως αυτές οι πηγές χρηματοδότησης είναι πολύ πιο δαπανηρές, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος να υποστούν πτώση της κερδοφορίας τους από 10%-20%.
Θυμηθείτε τι έγινε 20 Νοεμβρίου όταν οι μετοχές της CYBG υποχώρησαν 17%, αφού η διοίκηση υπονόησε πως τα περιθώρια κέρδους μπορεί να συρρικνωθούν το 2019. Είναι πιθανότατο να έχουμε συχνές επαναλήψεις του ίδιου σκηνικού από πολλά μικρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα φέτος.
Μάλιστα, παράγοντες του τραπεζικού χώρου θεωρούν πως ορισμένα ιδρύματα μπορεί να αναγκαστούν να διακόψουν την παροχή στεγαστικών δανείων.
Όχι καλή εξέλιξη για την αγορά κατοικίας στη Βρετανία, η οποία ήδη βάλλεται από μια σειρά φορολογικών αυξήσεων, όπως ο ετήσιος φόρος ATED, ο φόρος κεφαλαιουχικών κερδών για τους μη μόνιμους κατοίκους, η πρόσθετη επιβάρυνση ύψους 3% για τα τέλη χαρτοσήμου και φυσικά οι περιορισμοί φορολογικών ελαφρύνσεων για τους επενδυτές που αγοράζουν.
Η απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την ΕΕ ούτως ή άλλως έχει ήδη πλήξει την εμπιστοσύνη στην στεγαστική αγορά του Λονδίνου. Ο αριθμός των κατοικιών που ολοκληρώθηκαν, αλλά δεν πουλήθηκαν στο Λονδίνο, ήταν 2374 το Σεπτέμβριο του 2018, από 1595 στο τέλος του 2017. Η μέση τιμή κατοικίας στο Λονδίνο παρουσίασε επιδείνωση 0,9% το Q4 του 2018, από την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Ποιες χώρες θα καλύψουν το κενό
Απώλειες φυσικά έχει και η ΕΕ, όμως δεν είναι οι ίδιες για όλα τα κράτη μέλη.
Για τη Γερμανία και την Ολλανδία το νόμισμα έχει δύο όψεις, καθώς αποτελούν τους δύο κύριους προορισμούς των επιχειρήσεων που μετακομίζουν από το Η.Βασίλειο.
Σύμφωνα με τον οργανισμό Germany Trade & Invest (GTAI) περίπου 152 εταιρίες μετακινήθηκαν από τη Βρετανία στη Γερμανία πέρυσι, με τον αριθμό τους να είναι αυξημένος κατά περισσότερο από 20% σε σχέση με το 2016.
Μέχρι στιγμής, οι περισσότερες επενδύσεις αφορούν τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, τον κλάδο υπηρεσιών, την τεχνολογία της πληροφορίας και τις εταιρίες λογισμικού, ενώ έχει ενδιαφέρον αν θα δούμε στη συνέχεια και μετακίνηση μέρους παραγωγής από τη Βρετανία στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Για την Ολλανδία, τo Brexit αντιπροσωπεύει επίσης ένα παράθυρο ευκαιριών, παρά τους δασμούς στις εξαγωγές και τα αυξημένα τέλη διοικητικών συναλλαγών έναντι να συνεχίσουν οι ολλανδικές επιχειρήσεις τις συναλλαγές τους με το Η.Β.
Καθώς αυξάνεται το κόστος συναλλαγών μεταξύ ΕΕ και Η.Β, οι Κάτω Χώρες θα γίνουν αυτομάτως ένας πιο ελκυστικός εταίρος για άλλα μέλη της ΕΕ, αλλά και για τις αμερικανικές επιχειρήσεις.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εκείνα τα προϊόντα που παρέχονται επί του παρόντος από το Η.Β στην ΕΕ και οι Κάτω Χώρες αποτελούν σημαντικό παραγωγό, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών υπηρεσιών, της βιομηχανίας και των χημικών.
Την Ολλανδία φαίνεται να προτιμούν και πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως η RBA ή το CME Group που προαναφέραμε. Παρόμοιες κινήσεις μετεγκατάστασης εξετάζονται από την Mitsubishi Financial Group, την Tradeweb και την MarketAxess από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ας μην ξεχνάμε τις πρόσφατες αποφάσεις της Unilever για το Ρότερνταμ.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πιο ολοκληρωμένη πληροφόρηση για μια οικονομία μετά το Brexit ,παρέχεται από το Ολλανδικό Γραφείο Ανάλυσης Οικονομικής Πολιτικής (CRB).
*Η κ. Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο, της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου