Του Αθανάσιου Σαββάκη*
Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος σε παλιότερες επισημάνσεις του είχε επισημάνει ότι, αν όχι κανένας, τουλάχιστον πολύ λίγοι ενδιαφέρονταν για το Brexit. Επιπλέον, σε σχετικές παρεμβάσεις του είχε διαπιστώσει το έλλειμμα της Ελλάδας στο σχεδιασμό των κατάλληλων πολιτικών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του Brexit ανάλογα με τα εναλλακτικά σενάρια. Στο τέλος του 2018 είχε προταθεί από το Σύνδεσμό μας η υιοθέτηση του «γαλλικού μοντέλου» για την αντιμετώπιση του Brexit, κατά το οποίο η Γαλλία, προετοιμαζόμενη κατάλληλα, είχε καταρτίσει σχέδιο νόμου αποτελούμενο από 70 άρθρα, μέσω του οποίου αντιμετωπιζόταν η περίπτωση να υπάρξει χάος, είτε σε Brexit με συμφωνία, είτε σε Brexit χωρίς συμφωνία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι το Brexit μάς αφορά όλους, και μάλιστα πολύ, γιατί αν λάβουμε υπόψη μας το διμερές εμπόριο, το οποίο είναι αρκετά σημαντικό, θα διαπιστώσουμε ότι η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου είναι από τις πλέον σημαντικές για τα ελληνικά εξαγόμενα προϊόντα.
Συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα των προορισμών ελληνικών προϊόντων προς εξαγωγή, και μάλιστα διαχρονικά. Για το 2018 το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν στην 8η θέση. Για την πενταετία 2014 – 2018 έχει καταγραφεί αύξηση 5,4% των εξαγωγών της χώρας μας προς το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από την άλλη μεριά, στο πεδίο δηλαδή των εισαγωγών προϊόντων, το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην 13η θέση των χωρών από τις οποίες η Ελλάδα εισάγει προϊόντα. Το διμερές εμπόριο κινείται σταθερά γύρω από την περιοχή των €2,5 δισ., με τις ελληνικές εξαγωγές να κινούνται γύρω στο €1,2 δισ., ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για μια οικονομία όπως η ελληνική και μάλιστα σε περίοδο κρίσης.
Οπότε, το ερώτημα που τίθεται κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο για ακόμη μια φορά, αλλά είναι εντονότερο εξαιτίας των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων στη Μεγάλη Βρετανία, είναι τι «μέλλει γενέσθαι» για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά προϊόντα στην περίπτωση του Brexit χωρίς συμφωνία τον ερχόμενο Οκτώβριο.
Αυτό θα συνεπαγόταν για τα Ευρωπαϊκά προϊόντα προς εξαγωγή στο ΗΒ –την ίδια μέρα μάλιστα– την ισχύ του δασμολογίου που επιβάλλει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου στα προϊόντα προς εξαγωγή σε «τρίτες» χώρες. Δηλαδή με απλά λόγια, επαναφορά ελέγχων, δασμοί, ποσοτικοί περιορισμοί και άλλα μη δασμολογικά εμπόδια, παντού και σε όλα τα προϊόντα. Αφού δεν θα υπάρχει κάποια διμερής εμπορική συμφωνία η οποία να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές Ελλάδας Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι εμπορικές συναλλαγές να διέπονται από τους σχετικούς κανόνες που επιβάλλει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή εθνικών δασμών και επιπρόσθετων διατυπώσεων οι οποίες θα αφορούσαν τελωνειακές διαδικασίες και διαδικασίες εισαγωγής προϊόντων. Συνεπώς είναι κρίσιμη η απόφαση που θα ληφθεί για την εμπορική πολιτική που θα επιλέξει η χώρα, για την απρόσκοπτη και επ' ωφελεία της χώρα μας συνέχιση των έντονων εμπορικών συναλλαγών με το Ηνωμένο Βασίλειο. Σ' αυτή την περίπτωση, οι επιλογές είναι δύο: από τη μια η προστατευτική πολιτική και από την άλλη η πιο ανοιχτή εμπορική πολιτική, και φυσικά η απόφαση για επιλεκτική ή όχι αντιμετώπιση συγκεκριμένων τομέων και προϊόντων.
Σε κάθε περίπτωση ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος επιδιώκει μέσω των παρεμβάσεών του να ελαχιστοποιήσει τις αρνητ8ικές επιπτώσεις που πιθανόν να έχει για τη χώρα μας μια άτακτη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι προφανές, κι αυτό πρέπει να αποφευχθεί, ότι το πρόβλημα τελικά να μην κληθούν να το επιλύσουν, δυστυχώς για άλλη μια φορά, οι εγχώριες εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, κι εξυπηρετούν την πολύ δύσκολη αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου. Με ακριβότερα προϊόντα, λόγω των αυξημένων δασμών, ελλοχεύει ο (ρεαλιστικός) κίνδυνος της απώλειας ανταγωνιστικότητας με όρους τιμών και η συρρίκνωση της παρουσίας των προϊόντων μας στη συγκεκριμένη αγορά. Οι ελληνικές εξαγωγές με βεβαιότητα θα πληγούν, σε μια εποχή που αποτελεί αδήριτη ανάγκη η διεύρυνση, και όχι η συρρίκνωση, της παρουσίας μας σε αγορές που «πληρώνουν καλά», όπως αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στο παραπάνω πλαίσιο, θεωρούμε εξαιρετική την πρωτοβουλία του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών και αρμόδιου για το Brexit, κ. Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, να θέσει δύο προτεραιότητες στην πολιτική για την αντιμετώπιση του θέματος:
A. την εντατικοποίηση προετοιμασίας της Ελλάδας με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας μας και την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων του Brexit σε επιχειρήσεις και πολίτες, και,
B. την περαιτέρω ενίσχυση των διμερών μας σχέσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι και στη μετά Brexit εποχή οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών θα διευρυνθούν, αντί να συρρικνωθούν.
Τέλος, θέλω να επισημάνω αυτό που ο Σύνδεσμος υποστηρίζει εξαρχής: ίσως κάποιοι εντός Ελλάδος να έχουν στο μυαλό τους τις πολύ σοβαρές επιπτώσεις ενός «Σκληρού Brexit» σε χώρες κολοσσούς στο εξαγωγικό εμπόριο όπως η Γερμανία, οπότε εφησυχάζουν ή/και αδιαφορούν… Ειδικά για την περίπτωση της Γερμανίας το «κακό» σενάριο του «Σκληρού Brexit» θα στείλει έναν «λογαριασμό» άνω των €3 δισ. ετησίως στις γερμανικές επιχειρήσεις από την αύξηση των δασμών.
Σ' αυτή την περίπτωση, μήπως όσοι εφησυχάζουν θεωρούν ότι «κάποιοι άλλοι» εν τέλει θα διαπραγματευθούν στη θέση μας, κι εμείς απλώς θα ωφεληθούμε από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης;
Επειδή το «έργο» της «μη διαπραγμάτευσης» το έχουμε ξαναδεί, πρέπει να αφυπνιστούμε ταχύτατα και να ενεργοποιηθούμε με τη δέουσα σοβαρότητα για το θέμα.
Διαφορετικά, η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι σίγουρα «χαμένη από χέρι…».
* Ο Αθανάσιος Σαββάκης είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος.