Της Χριστιάννας Δ. Λιούντρη*
Πολύς λόγος έχει γίνει και συνεχίζει να γίνεται για αυτό το θέμα. Συνήθως εστιάζουμε σε αποσπασματικές εξελίξεις και αποτυγχάνουμε να εντοπίσουμε τη μεγάλη εικόνα πίσω από αυτή τη μείζονα εξέλιξη για το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό μέλλον της Ευρωπαϊκής Ηπείρου.
Γιατί οι Βρετανοί; Γιατί τώρα;
Αυτά είναι δύο ερωτήματα που μας απασχολούν από τότε που η Μεγάλη Βρετανία, ένα κράτος που δεν εμφάνιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με λειτουργικές δομές και αξιοζήλευτη ισχύ -όσο κι αν αρεσκόμαστε να την υποτιμούμε- στο διεθνές στερέωμα αποφάσιζε να θέσει εαυτόν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η βρετανική κοινή γνώμη, ενδεχομένως ενστικτωδώς, αποφάσισε την έξοδο. Θα μπορούσε απλοϊκά να υποστηριχθεί ότι η βρετανική ψήφος ήταν τιμωρητικήκαι αντισυστημική, αποτέλεσμα μίας παραπλανητικής, λαϊκιστικής προπαγάνδας του ΝάιτζελΦάρατζ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν πολιτικά εσφαλμένη ή ότι συνέβη στο κενό.
Ας δούμε το διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο ελήφθη αυτή η απόφαση.
Βρισκόμαστε σε μία περίοδο γενικευμένης ανασφάλειας, πολιτικής αστάθειας και φόβου, αποτέλεσμα των κοινωνικών μεταβολών που επέφεραν η παγκοσμιοποίηση και η 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Το παραδοσιακό έθνος – κράτος είναι ανυπεράσπιστο μπροστά στις νέες προκλήσεις. Το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο όπως αυτό εδραιώθηκε και αναπτύχθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει τελειώσει. Δεν υπάρχουν οι πόροι, οικονομικοί και υλικοί, για να υποστηριχθεί.
Περαιτέρω, οι ΗΠΑ αμφισβητούνται από την Κίνα και στρέφουν την προσοχή τους στον Ειρηνικό. Είναι δεδομένο ότι η σημασία της Ευρώπης βαίνει μειούμενη στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Πρόκειται για μία ήπειρο που γηράσκει, επομένως δεν μπορεί να παράγει και να καταναλώσει, σε αντίθεση με την Κίνα, που έχει μαζικές δομές παραγωγής και τον μεγαλύτερο πληθυσμό παγκοσμίως. Τι σημαίνει αυτό; Είναι βέβαιο ότι η Ευρώπη θα βρεθεί ευθέως να ανταποκριθεί σεστρατιωτικά ζητήματα - ενδεικτικά: Συρία, Λιβύη, Ρωσία – τα οποία δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Ο Πρόεδρος Τραμπ, μέσα στον όλο παραλογισμό ( ; ) της διακυβέρνησής του, έχει δίκιο όταν λοιδορεί τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους του και απαιτεί την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών εκ μέρους τους, οι οποίες συνήθως είναι χαμηλότερες και από το κατώτερο προβλεπόμενο όριο στη συμφωνία. Η Γερμανική ηγεσία είναι μυωπική (και) ως προς αυτό το θέμα: αρνείται πεισματικά να ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία και να αναλάβει ηγετικό ρόλο εκ μέρους της Ευρώπης στο διεθνές σύστημα. Πρόκειται για ένα ακμαίο μεταπολεμικό ταμπού, που είναι άκρως επικίνδυνο. Για άλλη μία φορά, θα είναι πολλαπλώς υπαίτια για τις αρνητικές εξελίξεις στην Ήπειρο. Η πρόταση Μακρόν για τη σύσταση ευρωπαϊκού στρατού είναι προς την σωστή κατεύθυνση, γιατί αναγνωρίζει το διακύβευμα και προτείνει μία ευρωπαϊκή λύση μεν, ανεδαφική στην τρέχουσα συγκυρία δε. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο προσφυγικό και στην ανυπαρξία ρεαλιστικής, σοβαρής και οργανωμένης διαχείρισης. Η ισχύς της ΕΕ στο διεθνές στερέωμα είναι συναρτώμενη της οικονομικής της δύναμης και της αποτελεσματικότητάς της στην προώθηση της ευημερίας και της ασφάλειας. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ΕΕ θα ανακάμψει μετά την κρίση.
Και πού βρίσκεται η Βρετανία;
Οι Βρετανοί σε 800 χρόνια ιστορίας δεν είχαν αιματηρή επανάσταση. Απορρόφησαν τις κρίσεις και έδωσαν λύσεις μέσα από τις δομές και τους θεσμούς τους. Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο David Landesστο βιβλίο του «Ο πλούτος και η φτώχεια των εθνών», η Βρετανία (με την Βιομηχανική Επανάσταση) αυτοδημιουργήθηκε και σε αυτό συνέβαλαν τόσο τα υλικά πλεονεκτήματα, όσο και οι άυλες αξίες (η κουλτούρα) και οι θεσμοί. Οι Βρετανοί έχουν βαθιά πίστη στο (παραδειγματικό) Κοινοβουλευτικό τους σύστημα και στην κυριαρχία του κράτους δικαίου. Αντιλαμβάνονται τα δύο αυτά ως εχέγγυα της ιστορικής και κοινωνικής τους συνέχειας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει την ενοποίηση μέσω του δικαίου. Όμως αυτό το δίκαιο προκύπτει από απρόσωπα κέντρα και φορείς, τα οποία δεν χαίρουν δημοκρατικής νομιμοποίησης και τα οποία εν πολλοίς δρουν ανέλεγκτα και αδιαφανώς. Γενικευμένη είναι η αντίληψη ότι οι ευρωπαϊκές ρυθμίσεις αποτελούν αφενός έναν συγκερασμό αντίρροπων και ανταγωνιστικών εθνικών οικονομικών συμφερόντων, αφετέρου μία άκριτη ενίσχυση της καπιταλιστικής αγοράς, όπως αυτή εδραιώθηκε με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια αναδιανεμητικής πολιτικής και εξομάλυνσης κοινωνικών αδικιών. Εν τέλει, η ΕΕ δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, καθώς δεν μπορεί να δημιουργήσει δίχτυ ασφαλείας για τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες και περιορίζει σημαντικά τα κρατικά περιθώρια ανάληψης δράσης προκειμένου να χρηματοδοτηθούν και να ενισχυθούν σχετικές δομές και πρωτοβουλίες.
Το ερώτημα για τους Βρετανούς έχει λοιπόν βαθύτατα υπαρξιακή διάσταση. Δεν έχουν λόγους να εμπιστευτούν έναν απομακρυσμένο νομοθέτη, μη δημοκρατικά εκλεγμένο, που δεν μπορεί να εγγυηθεί την αποτελεσματικότητά του. Είναι πιθανόν οι Βρετανοί να αναγνωρίζουν στην ΕΕ μία πηγή συστημικής κρίσης, από την οποία θέλουν να απομακρυνθούν ώστε να μπορέσουν να αφοσιωθούν στην θεσμική και οικονομική προετοιμασία για την νέα εποχή, στην οποία προετοιμασία οι αρτηριοσκληρωτικοί και βραδυκίνητοι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί λειτουργούν ως τροχοπέδη. Αντιλαμβάνονται ότι η ΕΕ δεν έχει να τους δώσει λύσεις και αποχωρούν.
Υπάρχει σαφώς το αντεπιχείρημα ότι οι προκλήσεις αυτής της εποχής είναι πολύ μεγάλες και σύνθετες για να μπορέσει ένα κράτος να τις αντιμετωπίσει μόνο του(τρομοκρατία, διεθνικό έγκλημα, διαδίκτυο…). Υπάρχει το ενδεχόμενο οι Βρετανοί να τέλεσαν ύβρη, εμπιστευόμενοι πέραν του δέοντος τις ικανότητές τους να ανταπεξέλθουν και να τιμωρηθούν μακροπρόθεσμα για αυτή τους την επιλογή.Μένει να δούμε αν τελικά θα αποφασίσει την αποχώρηση, καθώς διαφαίνεται μία προσπάθεια να ακυρωθεί η όλη διαδικασία, ιδίως μετά την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία αναγνωρίζει δικαίωμα ελεύθερης ανάκλησης της δήλωσης αποχώρησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να προδικάσουμε το αποτέλεσμα της πορείας της Βρετανίας εκτός ΕΕ, γιατί πρόκειται για ένα θεσμικά σοβαρό κράτος, με ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα και ειδικό βάρος διεθνώς.
Το σίγουρο είναι ότι ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Δύσκολους μεν, ενδιαφέροντες δε.
*Η Χριστιάννα Δ. Λιούντρη είναι πτυχιούχος Διεθνών Σχέσεων και τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών.