Της Κωνσταντίνας Γεωργάκη*
Είναι ίσως μία από τις λίγες φορές τα τελευταία χρόνια που ένα ευρωπαϊκό πολιτικό θρίλερ μονοπωλεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον, δίχως, ωστόσο, αυτό να εκτυλίσσεται ή έστω να αφορά άμεσα στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Αντιθέτως, σήμερα τα βλέμματα όλων είναι εκ νέου στραμμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις καταιγιστικές πολιτικές εξελίξεις που πυροδότησε η πρώτη μετά από 37 χρόνια συνεδρίαση Σαββάτου της Βουλής των Κοινοτήτων.
Στις 19 Οκτωβρίου, η Βουλή των Κοινοτήτων συνήλθε εκτάκτως προκειμένου να αποφασίσει αν θα ενέκρινε ή όχι την άρτι αναθεωρημένη συμφωνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τροποποίηση των όρων της συμφωνίας επετεύχθη μετά από ένα μαραθώνιο διαπραγματεύσεων μόλις δύο εβδομάδες πριν την εκπνοή της καταληκτικής προθεσμίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Οκτωβρίου. Οι δύο πλευρές επέλεξαν να υποχωρήσουν σε ζητήματα που αποτελούσαν εκατέρωθεν κόκκινη διαπραγματευτική γραμμή, έχοντας κοινό απώτερο στόχο να αποφευχθεί με κάθε τίμημα μια άτακτη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, έστω και την τελευταία στιγμή.
Καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, τα δύο μέρη φρόντισαν να τονίσουν το πλήθος αμοιβαίων υποχωρήσεων και παραχωρήσεων στις οποίες προέβησαν καλή τη πίστει, αποφεύγοντας, ωστόσο, εσκεμμένα να αναφερθούν σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο νέας παράτασης της προθεσμίας αποχώρησης πέραν της 31ης Οκτωβρίου. O ίδιος ο Μπόρις Τζόνσον, μάλιστα, είχε καταστήσει σαφές ήδη από τη στιγμή που ανέλαβε το πρωθυπουργικό αξίωμα ότι δεν επρόκειτο να διαπραγματευτεί μια νέα παράταση της προθεσμίας αποχώρησης, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση θα ήταν βλαπτική τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για την ίδια την Ένωση. Κοινή πεποίθηση των δύο πλευρών ήταν ότι η ασφυκτική πίεση μιας άτακτης εξόδου θα δημιουργούσε τις κατάλληλες πολιτικές συνθήκες για τη λήψη οριστικών αποφάσεων σχετικά με το μέλλον του «διαζυγίου» τους. Κατ' ουσίαν, έδιναν στο βρετανικό κοινοβούλιο ένα είδει τελεσίγραφο: είτε θα ενέκρινε τη συμφωνία που τέθηκε στο τραπέζι είτε η χώρα θα βρισκόταν άμεσα αντιμέτωπη με τις εν πολλοίς απρόβλεπτες συνέπειες μιας άτακτης εξόδου.
Ωστόσο, η τελική απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων μάλλον διέψευσε τις προσδοκίες των δύο πλευρών. Με πλειοψηφία 322 προς 306 ψήφων, η Βουλή επέλεξε να υπερψηφίσει την τροπολογία του Όλιβερ Λέτγουιν και άλλων βουλευτών, σύμφωνα με την οποία η έγκριση της Βουλής στην οποιαδήποτε συμφωνία για «ρυθμισμένη» έξοδο θα δοθεί μόνο εφόσον και αφότου υπερψηφιστεί η απαραίτητη σχετική εφαρμοστική της συμφωνίας νομοθεσία. Με τον τρόπο αυτό, η Βουλή ενεργοποίησε την εφαρμογή του πρόσφατο νόμου Μπεν, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση που το κοινοβούλιο δεν ενέκρινε μια συμφωνία εξόδου ή την άτακτη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο πρωθυπουργός θα ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τρίμηνη παράταση της προθεσμίας εξόδου. Μάλιστα, ο νόμος όριζε ως καταληκτική προθεσμία για την ενέργεια αυτή την 19η Οκτωβρίου 2019.
Ενόψει της εξέλιξης αυτής, είναι προφανές ότι το τελεσίγραφο απέτυχε. Με βάση την υπερψηφισθείσα τροπολογία Λέτγουιν, ο Τζόνσον υποχρεούται, πλέον, να ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο νέα παράταση της ημερομηνίας αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου έως τις 31 Ιανουαρίου 2020. Ο νόμος Μπεν στερεί από τον Πρωθυπουργό οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια ως προς το σημείο αυτό, με αποτέλεσμα να είναι δυνατός ακόμη και ο δικαστικός εξαναγκασμός του σε (πλήρη) συμμόρφωση. Ως μη πλήρης συμμόρφωση θα μπορούσε, μάλιστα, να θεωρηθεί και η επιλογή του Πρωθυπουργού να αιτηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη χορήγηση παράτασης με ανυπόγραφη επιστολή.
Από την άλλη, το υποβληθέν αίτημα παράτασης της (ήδη δις παραταθείσας) προθεσμίας αποχώρησης απαιτείται, μεν, να εγκριθεί ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ωστόσο η έγκριση αυτή παρίσταται εξαιρετικά πιθανή, με την Ένωση, στην πραγματικότητα, να μην επιθυμεί να αντιμετωπίσει την πολιτική αβεβαιότητα μιας άτακτης αποχώρησης κράτους-μέλους.
Ωστόσο, το αποτυχημένο μεν τελεσίγραφο συνιστά, παράλληλα, και μια ακόμη χαμένη ευκαιρία. Η τροπολογία Λέτγουιν απομάκρυνε εκ νέου –έστω προσωρινά– την πιθανότητα μιας άμεσης «ρυθμισμένης» εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πέραν της διαιώνισης της πολιτικής και οικονομικής αστάθειας που επικρατεί στο Ηνωμένο Βασίλειο την τελευταία τριετία, μια νέα παράταση αλλά και η εν γένει έλλειψη μιας αυστηρής προθεσμίας εξόδου ενδέχεται να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική αναβλητικότητα της χώρας, σε μια περίοδο που η διαλλακτική στάση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το σκοπό επίτευξης συμφωνίας ίσως να μην είναι τόσο δεδομένη όσο σήμερα.
* Η Κωνσταντίνα Γεωργάκη είναι υπ. Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.