Του Δημήτρη Δημητράκου
Η αντιπαράθεση στη Βουλή των Κοινοτήτων αυτές τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 2019 ήταν μοναδική στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Βρετανίας. Έφερε στην επιφάνεια μια σειρά από προβλήματα, όχι μόνο όσον αφορά το Brexit -την απόφαση να εγκαταλείψει η Βρετανία την Ε.Ε., αλλά, ευρύτερα, των θεσμών της, της εδαφικής της ενότητας, ακόμα και την εθνικής της ταυτότητας.
Η Βρετανία βρίσκεται σε ένα πολλαπλό αδιέξοδο: πολιτικό, θεσμικό, ίσως και υπαρξιακό. Μπορεί να πει κανείς ότι είναι «αλλόκοτο», διότι δίνει την εντύπωση ότι το επέφερε το σύνολο των πολιτών στον εαυτό τους με τις επιλογές τους.
Γεγονός είναι ότι η βρετανική κοινή γνώμη είναι βαθύτατα διχασμένη. Η εμφάνιση ενός επιθετικού και αδιάλλακτου λαϊκισμού, που ανατρέπει παραδεδεγμένους κανόνες και συμβάσεις, είναι σημάδι των καιρών. Η τήρηση του βρετανικού συντάγματος βασίστηκε πάντα στον σεβασμό σ' αυτούς τους κανόνες. Και αυτούς τους κανόνες αρνούνται να δεχθούν οι πρωταγωνιστές του Brexit, αλλά και πολλοί Remainers, δηλαδή, αντίστοιχα, οι οπαδοί της εξόδου και της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε. Οι κανόνες αυτοί έχουν εσωτερικευθεί ως καθιερωμένος κώδικας συμπεριφοράς από τους πολιτικούς και τους κρατικούς λειτουργούς εν γένει.
Ο κώδικας αυτός είναι συνυφασμένος με την εμπιστοσύνη που έχουν οι Βρετανοί στους θεσμούς τους - εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία του πολιτεύματος, αλλά και για την κοινωνική ζωή ευρύτερα. Η κρίση σε αυτή την εμπιστοσύνη τα τελευταία χρόνια σημαδεύει τη στάση μεγάλου μέρους της βρετανικής κοινής γνώμης απέναντι στους θεσμούς, τη συμμετοχή τους στην Ε.Ε. και τη σχέση τους με το πολιτικό σύστημα. Σ' αυτή την κρίση εμπιστοσύνης οφείλεται και η άνοδος του λαϊκισμού παγκοσμίως και συνυφαίνεται με την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, τη φοβική αντιμετώπιση του μέλλοντος, καθώς και του νέου, του ξένου - σε μια παγκόσμια ανοιχτή κοινωνία. Στη Βρετανία η στάση αυτή συνδέεται και με μια σύνθετη, αλλά περιοριστική συνείδηση συλλογικής ταυτότητας.
Φόβους -σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογημένους- προκαλεί και η άνοδος του ισλαμισμού, μαζί με όλα τα συνοδευτικά του: φανατισμός, αξίωση επιβολής τρόπων ζωής ασύμβατων με τον δυτικό πολιτισμό και με αρχές της ανοιχτής κοινωνίας, και τρομοκρατική δράση. Η ταυτότητα της Βρετανίας φάνηκε να απειλείται. Και οι επιτήδειοι Brexiteers καλλιέργησαν αυτές τις ανησυχίες, εμπλέκοντάς τες με την ιδέα της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας έναντι των οργάνων διακυβέρνησης της Ε.Ε. - τους «γραφειοκράτες των Βρυξελλών».
Η πλειοψηφία των Βρετανών εκφράστηκε υπέρ του Brexit πριν από τρία χρόνια, αλλά δεν κατόρθωσε η κυβέρνηση να το υλοποιήσει. Η συμφερτική συμφωνία, που νόμισαν αρχικά ότι θα δεχόταν η Ε.Ε., δεν φάνηκε στον ορίζοντα. Εν γνώσει των διαφωνιών στην Αγγλία και τη Σκοτία, αλλά και με αφορμή το πρόβλημα της ασυμφωνίας με την Ιρλανδία όσον αφορά την επαναφορά συνοριακών ελέγχων, η Ε.Ε. δεν φάνηκε ιδιαίτερα υποχωρητική στις διαπραγματεύσεις με τη Βρετανία. Διαψεύσθηκε η ιδέα του Μπόρις Τζόνσον, που ήταν ανάμεσα στους κύριους εμπνευστές της εκστρατείας υπέρ του Brexit το 2016, ότι είχαν «στο χέρι» την Ε.Ε. Οπότε, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία ως «σφριγηλός» ηγέτης έναντι της «άτονης» Τερέζας Μέι, έκανε σημαία του την απειλή ενός άτακτου Brexit, που θα ζημίωνε αρκετά την Ε.Ε., αλλά πολύ περισσότερο τη Βρετανία.
Αν το να «πουλάς τρέλα» δεν πείθει ως… διαπραγματευτικό όπλο, μπορεί να τονώσει τους οπαδούς της ανευθυνότητας στο εσωτερικό. (Οι Ελληνες έχουν πικρή πείρα, από το 2015). Ο φανφαρονισμός και η προκλητικότητα είναι η τροφή του λαϊκισμού. Η εμμονή του Μπόρις Τζόνσον στο άτακτο Brexit, στην έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. χωρίς προηγούμενη συμφωνία, έγινε αυτοσκοπός: όλη του η προσπάθεια αναλώθηκε στην προετοιμασία γι'' αυτό το εγχείρημα, χωρίς να κάνει ούτε ένα βήμα στη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους, την οποία θα εξυπηρετούσε -υποτίθεται- η προετοιμασία για άτακτο Brexit.
Για να γίνει ακόμα πιο πειστική η ανένδοτη στάση του, αποφάσισε να παίξει με τους θεσμούς: να εξασφαλίσει εκβιαστικά την υπογραφή της βασίλισσας για αναστολή των εργασιών της Βουλής για 5 εβδομάδες, για να στενέψουν τα όρια κοινοβουλευτικού ελέγχου και να επιβάλει έτσι το ανεξέλεγκτο Brexit στις 31 Οκτωβρίου.
Αυτό, όμως, γύρισε μπούμερανγκ. Ο Μπόρις Τζόνσον αποδείχθηκε αναξιόπιστος και συνένωσε όλη την αντιπολίτευση εναντίον του, με αποτέλεσμα να αναλάβει πλέον το ίδιο το Κοινοβούλιο τη διαδικασία και να αποκλείσει διά νόμου το άτακτο Brexit. Πρέπει τώρα να διαπραγματευθεί έχοντας αυτή την εντολή από το Κοινοβούλιο, στο οποίο λογοδοτεί, ή να παραιτηθεί. Αλλες νόμιμες επιλογές δεν έχει. Αλλά είναι θολός ο ορίζοντας, διότι τα αδιέξοδο είναι πολλαπλό, όχι μόνο για τον Τζόνσον, αλλά για τη Βρετανία γενικότερα. Ο λαϊκισμός είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τη δημοκρατία σήμερα, και ιδιαίτερα για τη βρετανική, με το σπουδαίο, αλλά απαρχαιωμένο πια, κοινοβουλευτικό της σύστημα. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία για ριζική μεταρρύθμισή του, η οποία, δυστυχώς, θα έχει σημαντικό κόστος.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης 12 Σεπτεμβρίου 2019.