Του Δημήτρη Καμπουράκη
Έρχομαι να κλίνω ευλαβικά το γόνυ μπροστά στην διάνοια εκείνου του ανακριτή, εισαγγελέα, γραμματέα, πρακτικογράφου, αστυνομικού, χωροφύλακα, ντετέκτιβ ή όποιου κρατικού λειτουργού τέλος πάντων, σκέφτηκε να δώσει στον προστατευόμενο μάρτυρα της Novartis την μυθική επωνυμία «Μάξιμος Σαράφης».
Κατ' αρχήν ο νονός διεκδικεί διεθνές βραβείο πρωτοτυπίας, καθότι είναι παγκοίνως γνωστό ότι τα ψευδώνυμα (ή παρατσούκλια όπως τα λέγαμε στο χωριό μου) αποτελούνται πάντα και πέραν πάσης εξαιρέσεως από ένα και μόνο όνομα. Τα ψευδώνυμα δεν συνοδεύονται από επίθετα, διότι απλούστατα, τότε πρόκειται για δύο και όχι για ένα ψευδώνυμο. Σαφές; Φαντάζεστε για παράδειγμα, να φώναζαν στο αντάρτικο τον Χαρίλαο Φλωράκη καπετάν Γιώτη Παπαδόπουλο ή ο Δημήτρης Κουφοντίνας της 17Ν να είχε το ψευδώνυμο Λουκάς Λουκόπουλος; Θα ήταν και αστείο και διόλου λειτουργικό. Παρά ταύτα, ο «μάρτυρας- Νο 1» (τρίτο ψευδώνυμο αυτό) είναι και Μάξιμος και Σαράφης.
Τώρα… πούθε το «Σαράφης», θα σας γελάσω. Να είναι από το «Σαράφης στα Τρίκαλα, Σαράφης στην Αθήνα, τώρα Σαράφης και στο Παρίσι», εκείνη την παλιά διαφήμιση του κουστουμάδικου που είχε κάνει πάταγο τα χρόνια του πρώιμου ελληνικού καπιταλισμού; Τίποτα δεν αποκλείεται, καθώς εσχάτως ο πρωθυπουργός μας τάσσεται αναφανδόν υπέρ της επιχειρηματικότητας και υπέρ της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Διόλου απίθανο το λοιπόν, ο ανακριτής να σκέφτηκε να δώσει μια αναπτυξιακή χροιά στον πόλεμο κατά της διαφθοράς και της διαπλοκής. Ίσως πάλι, η έμπνευση να ήρθε από τον έτερο πυλώνα της κυβερνητικής φυσιογνωμίας που είναι η αριστερά ως ιδεολογικός, πολιτικός και ιστορικός χώρος.
Αν στο μυαλό του ανακριτή υπερίσχυσε αυτή η εκδοχή, τότε προφανώς το ψευδώνυμο «Σαράφης» προήλθε από τον μπρούτζινο έφιππο ανδριάντα του στρατηγού Στέφανου Σαράφη, γενικού αρχηγού του ΕΛΑΣ, τον οποίον κουτσουλάνε τα περιστέρια επί της παραλιακής λεωφόρου στο ύψος του Αλίμου, στο σημείο που ο στρατηγός σκοτώθηκε (κατ' άλλους δολοφονήθηκε) το 1957 με αυτοκίνητο. Τελικώς, μπορεί να μην γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη στους λαβυρίνθους του μυαλού του κυρίου ανακριτή, είναι όμως παραπάνω από σαφές ότι η όλη διαδικασία βρίθει πολιτικών, ιστορικών, οικονομικών και ιδεολογικών συμβολισμών, οι οποίοι θα αποκαλυφθούν -ελπίζω- ενώπιον των δικαστών και θα διαφωτιστούμε επιτέλους.
Όμως κατά την γνώμη μου, ακόμα σημαντικότερο του «Σαράφη» είναι το «Μάξιμος», καθότι στα διπλά ονόματα συνήθως επικρατεί το πρώτο και μ' αυτό σφραγίζεται τελικά το πρόσωπο ή η υπόθεση. Πούθε άραγε προήλθε το «Μάξιμος»; Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι επρόκειτο για ένα αδιόρατο κολακευτικό νεύμα του ανακριτή προς το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά αμέσως απέρριψα την ιδέα ως χαμερπή και κατώτερη του λειτουργήματος που διακονούν τα στελέχη της ελληνικής δικαιοσύνης. Εξάλλου, ο περί ου ο λόγος Δημήτριος Μάξιμος, ιδιοκτήτης του Μεγάρου Μαξίμου, ήταν πλούσιος και φιλότεχνος τραπεζίτης, στοιχείο που δεν συνάδει με την εν' γένει διάθεση των ΠΦΑ (Πρώτη Φορά Αριστερά). Με το που ακούνε τραπεζίτης, ο νους τους πάει στον Στουρνάρα και γεμίζουν σπυριά αναφυλαξίας, σα να έχουν φάει δώδεκα ομελέτες φτιαγμένες με αβγά από αλανιάρες χωριάτικες κότες. Προφανώς ο κύριος ανακριτής δεν θα επεδίωκε κάτι τέτοιο.
Κατέληξα λοιπόν, ότι το ψευδώνυμο «Μάξιμος» επελέγη εκ' του Πατρός Μάξιμου του Ομολογητού, μεγίστης εκκλησιαστικής προσωπικότητας του Βυζαντίου που διέπρεψε στις θεολογικές υποθέσεις της περιόδου του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Δεν θέλω να σας κουράσω με δυσνόητες λεπτομέρειες περί των λεπτεπίλεπτων φιλοσοφικών και δογματικών διαφορών ανάμεσα στην καθ' ημάς Ορθοδοξία, τον Μονοφυσιτισμό και τον Μονοθελητισμό, διαμάχες στις οποίες μετά μανίας ενεπλάκη ο Πατέρας Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως άρμοζε σ' ένα θηρίο μορφώσεως και τέρας θελήσεως σαν κι αυτόν. Αυτό που αρκεί να γνωρίζετε είναι ότι ετελεύτησε τον ταραχώδη βίο του άγρια σφαλιαρισμένος, εξορισμένος στην Τιφλίδα, μονόχειρας και δίχως γλώσσα, καθότι οι Βυζαντινοί έχαναν καμιά φορά την υπομονή τους με κάτι τέτοιους μυστήριους τύπους και τους αλλάζανε την Παναγία. Θαρρώ πως κι αυτό έχει τον ειδικό συμβολισμό του, ε;