Της Μαρίας Μουρελάτου
Αυτό ήταν το καλοκαίρι που, για πρώτη φορά, όταν πια τέλειωσαν οι διακοπές, οι καινούριοι φίλοι από το νησί δεν μπήκαν μαζί μας στο πλοίο επιστροφής για Πειραιά. Θα έφευγαν όλοι αεροπορικώς για Ευρώπη, εκεί όπου είναι η βάση τους, τα σπίτια και οι δουλειές τους. Κάπως έτσι, νιώσαμε στο πετσί μας το brain drain που έχει συντελεστεί στη χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια.
Πίσω στην πόλη, συνειδητοποιήσαμε πώς μοιάζει τελικά στην πράξη να λείπουν από εδώ, από τις παρέες, από το ελληνικό εργατικό δυναμικό και από τις οικογένειές τους, τόσοι νέοι άνθρωποι, με τόσα πτυχία, τόση όρεξη για δημιουργία, τόσα ταλέντα, λόγω μιας παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης που έχει επηρεάσει σημαντικά και αυτούς που έμειναν αλλά και τα παιδιά που αναγκάστηκαν να φύγουν. Μερικά από αυτά τα παιδιά, του λεγόμενου brain drain, που οι Έλληνες πολιτικοί φιλοδοξούν να επαναπατρίσουν, αρχικά δια της ψήφου τους και στη συνέχεια μέσω της πολυπόθητης ανάπτυξης, είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα τις λίγες μέρες που πέρασαν εδώ, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, το μοναδικό διάστημα που επισκέπτονται πλέον τη γενέτειρά τους.
Στην αρχή ήταν ο Χρήστος και η Κωνσταντίνα, το ζευγάρι που ξενυχτούσε πιο πολύ από όλους και ήταν έξω καρδιά. Γρήγορα έγιναν γνωστοί ως “οι Βαρκελωνέζοι”, αφού έμεναν και εργάζονταν στη Βαρκελώνη και ήδη αρκετοί στο νησί είχαν αυτοπροσκληθεί για μερικές μέρες στην καταλανική πρωτεύουσα με τις υπαίθριες θεματικές γιορτές. Η Κωνσταντίνα, όταν διηγήθηκε την ιστορία της φάνηκε ότι ήταν από τις περιπτώσεις που βρήκε “έτοιμο”έδαφος από το πρώτο κύμα brain drain (κάτι που διευκόλυνε την απόφασή της να δοκιμάσει την τύχη της εκτός Ελλάδας) στην αρχή της κρίσης, το 2008-2009, όταν άρχιζαν τα πρώτα λουκέτα στον ιδιωτικό τομέα. “Το 2010 ήμουν 22 χρονών και είχα μόλις τελειώσει τις σπουδές μου στην ΑΣΟΕΕ στο Τμ. Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής. Έστελνα βιογραφικά, καθώς, όμως, ήμουν από επαρχία, γρήγορα διαπίστωσα ότι για να βρω δουλειά χρειάζομαι διασυνδέσεις τις οποίες δεν είχα. Η αδερφή μου ήταν ήδη 2 χρόνια στην Ισπανία, οπότε ταυτόχρονα έστελνα κι εκεί. Μια Πέμπτη με κάλεσαν από μια τεχνολογική εταιρεία με έδρα τη Βαρκελώνη και τη Δευτέρα αναλάμβανα καθήκοντα. Ακόμα δεν μιλούσα τη γλώσσα αλλά η θέση απαιτούσε γνώση ελληνικών και αγγλικών. Με τον Χρήστο βγαίναμε δύο χρόνια τότε, ετοιμαζόταν να μπει φαντάρος και μου φάνηκε η τέλεια ευκαιρία. Όταν κι εκείνος τέλειωσε με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ήρθε να μείνει μαζί μας. Είχε τελειώσει το Τμ. Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων της ΑΣΟΕΕ και μέσα σε ένα μήνα βρήκε δουλειά. Τρεις μήνες μετά την άφιξή του μετακομίσαμε σε διαμέρισμα μόνοι μας. Πάντα μας λείπει η Ελλάδα, ειδικά σε εμάς που τη ζούμε μόνο καλοκαίρι στις ομορφιές της, αλλά δεν ξέρω αν θα γύριζα ακόμη. Η Βαρκελώνη εκτός από υψηλότερες αμοιβές, μας προσφέρει και καλύτερη ποιότητα ζωής, προς το παρόν. Όμως, και οι δύο θα θέλαμε να μπορούμε να ψηφίζουμε για την Ελλάδα από εδώ που βρεθήκαμε. Ξέρεις, εμείς “τα παιδιά της ξενιτιάς” είμαστε σαν περιπλανώμενες ψυχές, δεν μπορούμε να ψηφίσουμε ούτε εδώ που ζούμε, ούτε εκεί που γεννηθήκαμε και περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Είναι σαν να μην έχουμε διακίωμα ψήφου σε καμία χώρα”.
Μετά ήταν ο Αποστόλης, ο παλιός στο νησί. Ένα εστιατόριο με ζωντανή μουσική τού διέθετε έναν χώρο να μένει κι εκείνος έπαιρνε το μπουζούκι του κάποιες βραδιές και συνόδευε την κομπανία. Γεννημένος το 1991, κάτοικος βορείων προαστίων και Καθηγητής Φυσικής σε Λύκειο. Στις συζητήσεις, ξεχώριζε η καθαρή του ματιά πάνω στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις της χώρας. Όλοι τον ρωτούσαν πώς είναι να δουλεύει με εφήβους όντας ο ίδιος τόσο νέος. Τότε ήταν που εξομολογήθηκε ότι η επαφή με τους μαθητές ήταν αυτό που τον είχε κρατήσει στο επάγγελμα στην Ελλάδα ενώ οι πολλές ώρες που χρειαζόταν να δουλεύει τη μέρα σε συνδυασμό με τα λίγα χρήματα που έβγαζε ήταν αυτό που τον είχε κάνει να πάρει την απόφαση να μεταναστεύσει μόλις θα έμπαινε το φθινόπωρο για Γερμανία, όπου θα συνέχιζε τις σπουδές του και θα έψαχνε να βρει δουλειά στο αντικέιμενό του. “Είναι οι τελευταίες μου μέρες στην Ελλάδα και θέλω να τις περάσω όσο πιο όμορφα γίνεται”, είπε στην παρέα. Όταν ένα ξημέρωμα, μας ζήτησε να πάμε στο λιμάνι να φέρουμε τον φίλο του που ερχόταν από Νότιγχαμ για λίγες μέρες, είδαμε ότι η κατάσταση “χειροτερεύει” και ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά.
Ο Χρήστος, φίλος του Αποστόλη από το σχολείο, μάθαμε την επόμενη μέρα στη θάλασσα ότι του αρέσουν οι βουτιές από ψηλούς βράχους και ότι είναι μηχανικός αεροσκαφών στο Νότιγχαμ της Αγγλίας. Κάθε Τρίτη τους ζεστούς μήνες στις 18.30 παίζει μπιτς βόλεϋ με άλλους Έλληνες και Ελληνίδες, παιδιά του brain drain στην αγγλική πόλη, και έχει συγκάτοικο έναν Άγγλο. “Ήρθα Αγγλία στα 24 μου. Έχω τελειώσει το Πολυτεχνείο, το Τμ. Μηχανολόγων Μηχανικών και αρχικά ήταν μόνο για ένα χρόνο, για να κάνω πρακτική. Τελικά έμεινα. Η πατρίδα και τα αγαπημένα πρόσωπα μού λείπουν, κακά τα ψέματα, όσο καλύτερες και να είναι οι συνθήκες εδώ. Ίσως μια μέρα γυρίσω, ακόμα είναι νωρίς βέβαια. Θυμάμαι όταν πρωτοήρθα δεν κατάφερα να ψηφίσω για το δημοψήφισμα του 2015, αφού δεν γινόταν να ταξιδέψω για μία μέρα πίσω και να γυρίσω για δουλειά. Με ενδιαφέρει σίγουρα να μπορώ να ψηφίζω από εδώ”.
Το πρωινό που έσκασε η είδηση ότι οι άρτι αφιχθείσες στο νησί Εύα και Νεφέλη κατοικούν και δουλεύουν κι αυτές στο εξωτερικό, στο Ανατολικό Βερολίνο, έγινε σαφές ότι θα πέσει πολύ κλάμα όταν οι μέρες τελειώσουν. Τα κορίτσια γνωρίζονταν από Αθήνα κι εκεί “στα ξένα” αποφάσισαν να συγκατοικήσουν. Και οι δύο παραδέχτηκαν ότι στην αρχή είναι δύσκολα έξω γιατί μένεις σε μικρά και κακής ποιότητας διαμερίσματα τα οποία, για λόγους οικονομίας, μοιράζεσαι με ξένους ανθρώπους και ότι χρειάζεται υπομονή κι ένα ικανό χρονικό διάστημα για να τακτοποιηθεί κάποιος πραγματικά και να νιώσει φιλόξενα. Η Εύα, με σπουδές στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης της Αθήνας, κι έχοντας περάσει ένα φεγγάρι κι από το Ισραήλ, σήμερα είναι καθηγήτρια χορού σε κρατικό γερμανικό οργανισμό και συμμετέχει σε παραστάσεις που ταξίδεύουν σε πόλεις της Ευρώπης. Η Νεφέλη, σπούδασε Φιλόλογος κι αφού στην Ελλάδα δεν έβρισκε δουλειά που να πληρώνει καλά, το 2015, στα 24 της, αποφάσισε να πάει Βερολίνο για ένα μεταπτυχιακό. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, αφού ήξερε τη γλώσσα – η μαμά της είναι μισή Γερμανίδα- και είχε ήδη μια φίλη εκεί να την περιμένει. Σήμερα εργάζεται σε σταρτ απ, στο Τμ. Ανθρώπινου Δυναμικού, και κλείνει 5 χρόνια στη γερμανική πρωτεύουσα. “Τα πρώτα 2-3 χρόνια αρχίζεις να σκέφτεσαι μήπως γυρίσεις πίσω στην πατρίδα. Μετά μπαίνεις σε άλλη λογική, το παίρνεις απόφαση. Οι γονείς μου είναι περήφανοι για μένα, αλλα ακούω και για γονείς παιδιών εδώ που τα πιέζουν να γυρίσουν πίσω. Νομίζω σε αυτό παίζει ρόλο η ηλικία των γονιών, όσο μεγαλύτεροι, τόσο περισσότερο σε ζητάνε κοντά τους. Δεν γίνεται να ταξιδεύουμε συχνά, για πολλούς λόγους, οπότε θα ήθελα να μπορώ να ψηφίζω για την Ελλάδα από εδώ που βρίσκομαι”.
Με "το ζευγάρι", τους Βαρκελωνέζους, φεύγαμε ίδια μέρα από το νησί. Περιμένοντας το καράβι, η Κωνσταντίνα έβαλε ένα τραγούδι που είχε προτείνει ο Αποστόλης ο Φυσικός, για όταν θα ερχόταν αυτή η στιγμή του αποχωρισμού. Το τραγούδι είχε τίτλο “Μην κατέβεις στο λιμάνι”, ήταν του Άκη Πάνου, γραμμένο τη δεκαετία του ''60. Τότε που η Ελλάδα και πάλι “αιμορραγούσε” από νέους που έφευγαν για Αμερική, Αυστραλία και Ευρώπη για ένα καλύτερο αύριο, για να επιβιώσουν οι ίδιοι και να στείλουν λεφτά πίσω στις οικογένειές τους, στην πατρίδα. Ποιος φανταζόταν ότι αυτό το είδος τραγουδιών, "της ξενιτιάς", θα γινόταν ξανά επίκαιρο και ότι, μάλιστα, θα αφορούσε τις ζωές των “μιλένιαλς”.
“Μην κατέβεις στο λιμάνι, άσε με να φύγω μόνος, άγκυρα μπορεί να γίνει του ξενιτεμού ο πόνος. Όταν σφυρίζει το καράβι στα χείλη πνίγεται η μιλιά κι είναι πικρά, είναι φαρμάκι τα τελευταία τα φιλιά...”, έλεγε το τραγούδι. Ενώ το καράβι πλησίαζε πια για να δέσει, δόθηκε υπόσχεση συνάντησης στο ίδιο μέρος σε έναν χρόνο, μέσα στον οποίο θα έχουν μεσολαβήσει πολλά. Ένα από αυτά ίσως τελικά να είναι ότι θα μπορέσουν η Νεφέλη, η Εύα, ο Αποστόλης, ο Χρήστος και "το ζευγάρι" να ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές, από Βαρκελώνη, Νότιγχαμ ή Βερολίνο, για μια πατρίδα που τους γέννησε, τους μεγάλωσε αλλά δεν μπόρεσε να τους κρατήσει.
Ο 32χρονος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Κυρανάκης, ο οποίος έχει σηκώσει πολύ ψηλά στις τοποθετήσεις του το ζήτημα του επαναπατρισμού των παιδιών του brain drain κι έχει ταχθεί εξαρχής υπέρ του νομοσχεδίου για την ψήφο των αποδήμων, που η κυβέρνηση φιλοδοξεί να είναι το πρώτο που θα ψηφιστεί και από τους 300, σχολίασε στο Liberal.gr σχετικά με τη σημασία που έχει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, ειδικά για αυτήν τη γενιά των παιδιών: ”Η γενιά του brain drain αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα στα χρόνια της κρίσης, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό. Στην πλειοψηφία τους, όμως, αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αυτό που ζητούν είναι να αποκτήσουν φωνή και ισότιμη ψήφο από τον τόπο διαμονής τους, ασκώντας το συνταγματικό τους δικαίωμα. Mε αυτό τον τρόπο θα τους δοθεί η δυνατότητα να συνδιαμορφώσουν τις πολιτικές που εφαρμόζονται στη χώρα που γεννήθηκαν και αγαπούν. Έτσι, οι δεσμοί με την πατρίδα θα γίνουν ακόμη πιο ισχυροί, θα ενισχυθεί σημαντικά η δύναμη και η επιρροή τους, και το κίνητρο για να πάρουν την απόφαση της επιστροφής θα γίνει ακόμη μεγαλύτερο”.