Βότσαλα στα λιμνάζοντα

Βότσαλα στα λιμνάζοντα

Του Κώστα Μποτόπουλου*

Ενώ ο Trump απειλεί κάθε μέρα και περισσότερο την παγκόσμια τάξη, ενώ το Brexit αναδεικνύεται ως αυτό που από την αρχή ήταν –κόλαφος για τη Βρετανία και συγκολλητικό υλικό για την Ευρώπη- και παρά το ότι ο γερμανικός κυβερνητικός μετεωρισμός αρχίζει να προσθέτει σύννεφα σε ένα μάλλον θετικό, από εκλογική τουλάχιστον άποψη, 2017, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αργά αλλά με μια νέα, σαν κερδισμένη, αποφασιστικότητα, κάνει βήματα προς τα εμπρός. Ίσως να είναι και ιστορικά –αλλά αυτό μένει να αποδειχτεί και η αυτοσυγκράτηση είναι αναγκαία.

Στις 13 Νοεμβρίου υπογράφηκε, χωρίς πολλές φανφάρες (στην Ελλάδα σχεδόν δεν το μάθαμε), η ενεργοποίηση της προβλεπόμενης στη Συνθήκη της Λισαβόνας Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας στον τομέα της Άμυνας (PeSCo). 23 χώρες της Ένωσης –η Βρετανία και η Δανία είχαν ήδη αυτό-εξαιρεθεί (opt-out) από την κοινή πολιτική ασφάλειας, ενώ Μάλτα, Ιρλανδία και Πορτογαλία αντιμετώπισαν κοινοβουλευτικές αντιδράσεις και δεν προχώρησαν- αποφάσισαν να προχωρήσουν σε δύο ειδών κοινές δράσεις: αύξηση των ετήσιων δαπανών για την άμυνα (500 εκατομμύρια ευρώ από κοινό ταμείο και 5 δις από εθνικές συνεισφορές στις οποίες θα συμμετάσχουν όλα τα κράτη-μέλη, ακόμα και αυτά, όπως η Ελλάδα, που διαθέτουν μεγαλύτερους από το μέσο όρο αμυντικούς προϋπολογισμούς)'  και συντονισμό για ενδεχόμενη ανάληψη κοινών επιχειρησιακών δράσεων (στις οποίες θα συμμετάσχει ακόμα και η Γερμανία, παρά το ότι θα χρειάζεται κάθε φορά έγκριση από το Κοινοβούλιο της).  

Παρά τον περισσότερο «λειτουργικό» παρά πολιτικό χαρακτήρα της PeSCo –θεωρείται ότι θα επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας, ενώ οι «κοινές αποστολές», τις οποίες θα ήθελε η Γαλλία, προς το παρόν μένουν σε εθελοντική βάση (opt-in)- η ενεργοποίηση της, ιδίως τη συγκεκριμένη στιγμή, δίνει ένα ισχυρό σήμα: ότι, ακόμα και στον τομέα με τη λιγότερη ως τώρα βούληση συμπόρευσης, κάτι κινείται. Η αποκλειστικά «εθνική» άμυνα ίσως είναι ένα ταμπού που σπάει, συμπαρασύροντας πιθανότατα το γενικότερο διεθνές προφίλ της Ένωσης. Το πιο σημαντικό είναι ότι η συνεργασία είναι «μόνιμη», δηλαδή από τη στιγμή που ενεργοποιήθηκε θα ισχύει στο διηνεκές (προβλέπεται δυνατότητα αποχώρησης κάποιας χώρας αλλά όχι αναστολής της ίδιας της PeSCo ). Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, μοναδική σχεδόν εντός της ΕΕ με «πρόβλημα συνόρων», αυτή είναι μια κρίσιμη εξέλιξη –αλλά βέβαια το Υπουργείο Άμυνας έχει άλλες ασχολίες αυτόν τον καιρό για να την προβάλει ή να την εκμεταλλευτεί.

Ακόμα περισσότερο διακηρυκτική, αλλά ίσως και με μεγαλύτερη συμβολική σημασία, υπήρξε η ανάδυση, στις 17 Νοεμβρίου στο Γκέτεμποργκ, του «Κοινωνικού Πυλώνα» της Ένωσης. Μέσα από 20 γενικές αρχές που επιχειρούν να διασφαλίσουν την πρόσβαση και καλύτερες συνθήκες στην αγορά εργασίας, καθώς και ευρύτερη και αποτελεσματικότερη κοινωνική προστασία, οι ηγέτες της Ένωσης (ίσως συμπεριλαμβανομένης της Καγκελαρίου Merkel, που δε συμμετείχε μεν στο Γκέτεμποργκ, έχει όμως στην ατζέντα της και στην πρακτική της ανάλογα θέματα) ενέταξαν επιτέλους την «κοινωνική διάσταση» στον πυρήνα των ενωσιακών αρχών. Το στοίχημα είναι από τις αρχές να περάσουμε στα πολιτικά μέτρα και το Γκέτεμποργκ να αποτελέσει την πυξίδα για ανάληψη ευρύτερου ρόλου από την Ένωση και για σύγκλιση των κρατών μελών. Η ιδέα πάντως ότι, δίπλα στην «ευελιξία» (προς χάριν της οικονομικής ανάπτυξης), είναι εξίσου απαραίτητη η «σταθερότητα» (η μη διάλυση του Κοινωνικού Κράτους), φαίνεται να αποκτά επίσημη έκφραση –και αυτό, όσο κι αν δεν είναι αρκετό, δεν είναι καθόλου λίγο.

Τη μέρα, τέλος, που γράφονται αυτές οι γραμμές (6 Δεκεμβρίου), η Επιτροπή ετοιμάζεται να ανακοινώσει, έχοντάς την προαναγγείλει, επίσημη δέσμη προτάσεων για τη βελτίωση της «αρχιτεκτονικής» της Ευρωζώνης, ξεκινώντας από τη μετατροπή του ESM σε «ευρωπαϊκό ΔΝΤ». Με έτοιμο απόθεμα 500 εκατομμυρίων ευρώ και δυνατότητα αύξησης κατά 5 έως 20%, θα πρόκειται για ένα ταμείο όχι μόνο διάσωσης προβληματικών οικονομιών με αποκλειστικά ευρωπαϊκά μέσα, αλλά και «απόσβεσης» οικονομικών πυρκαγιών πριν εκδηλωθούν. Θα υπάρχει πιθανότατα και μια γενική μνεία περί μελλοντικής συγκρότησης ενός όχι ιδιαίτερα υψηλού «προϋπολογισμού κατά της κρίσης», η τύχη πάντως του οποίου θα κριθεί μετά το σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης και της δεκτικότητας της έναντι των προτάσεων Μακρόν, στις οποίες το εν λόγω σχέδιο κατέχει περίοπτη θέση. Τα «μαθήματα εκ της κρίσης» δείχνουν κι εδώ να οδηγούν σε θεσμικά αποτελέσματα –παρόλο που απέχουν ακόμα πολύ από το είναι στο ύψος των περιστάσεων.

Γιατί πέρα από «αλλαγές στα υδραυλικά» ή ακόμα και στη «διακόσμηση» της Ευρωζώνης (η ιδέα για έναν «Υπουργό Οικονομικών» δεν έχει εγκαταλειφθεί και δεν αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τη Γερμανία, ιδίως εάν «κρατήσει» στα πιο κρίσιμα για εκείνην ζητήματα, όπως της μη αμοιβαιοποίησης χρεών), είναι εμφανές, στα μάτια τουλάχιστον των μη φανατικών της «λιτότητας για τη λιτότητα», ότι κάποιες βαθύτερες συγκλίσεις είναι απαραίτητες: προστασία των εργαζομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (άρα μετατροπή του «Κοινωνικού Πυλώνα» σε δέσμη πολιτικών μέτρων)΄ αύξηση των κοινών πόρων και των κοινών δράσεων (με κρίσιμη και επείγουσα τη συζήτηση σε νέες βάσεις για έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, αλλά και για τον προϋπολογισμό του «Ευρωπαϊκού ΔΝΤ», καθώς και για τη μετατροπή του «Σχεδίου Γιουνκέρ» σε πραγματικό «Ευρωπαϊκό αναπτυξιακό Σχέδιο»)΄ και εξισορρόπηση του διπόλου «μείωση κινδύνων – μοίρασμα βαρών» (μέσω ιδίως της άμεσης προώθησης του Κοινού Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων – EDIS- στο οποίο, παρότι θεωρητικά αποτελεί τον ήδη συμφωνημένο «Τρίτο Πυλώνα» της Τραπεζικής Ένωσης, αντιτίθεται σθεναρά η Γερμανία, καθώς και αντιμετώπισης με πιο κριτική ματιά του «Συμφώνου Σταθερότητας» -Fiscal Compact-, για την ενσωμάτωση ή όχι του οποίου εντός των Συνθηκών τα ευρωπαϊκά όργανα οφείλουν να αποφασίσουν μέχρι το τέλος της χρονιάς).

Αν γίνουν όλα αυτά –πολλά αν, όχι όμως πλέον αδύνατα- τότε μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να πάρει μιαν ανάσα, ώστε να ξεκινήσει, αμέσως μετά, την πιο κρίσιμη συζήτηση: πώς θα αλλάξει σε βάθος, ιδίως από πλευράς νοοτροπίας και φιλοσοφίας, ώστε να μη βυθιστεί στα λιμνάζοντα ύδατα μιας γκρίζας εποχής.  

*Ο Κ. Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής, πρ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς