Βίοι παράλληλοι

Βίοι παράλληλοι

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Απείχατε περί τα τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα ενός οικιστικού περιπάτου από το κέντρο της πόλης, αλλά όταν κατεβαίνατε εκεί —«κατεβαίνατε» επειδή θεωρούσατε ότι μένατε ψηλά, πράγμα που δεν ίσχυε—, δεν λέγατε ότι πηγαίνατε στο κέντρο, λέγατε, «Πηγαίνουμε στην πόλη». Έπρεπε να ξέρουν όλοι ότι εσείς δεν ήσαστε από εκεί. Όχι γιατί δεν ήσαστε πράγματι από εκεί, αλλά γιατί δεν θέλατε να είστε. Οι γονείς σας αυτά. Έπειτα, και εσείς.

Οι προσπάθειες αναζωογόνησης του κέντρου του πόλης μού φαίνονταν πάντα μάταιες. Οι άνθρωποι δεν το εγκατέλειψαν γιατί δεν υπήρχαν μοντέρνοι χώροι πολιτισμού. Οι χώροι πολιτισμού είναι που το εγκατέλειψαν γιατί στο Μίντλταουν δεν υπήρχαν πια αρκετοί καταναλωτές για να στηρίξουν αυτούς τους χώρους. Και γιατί δεν υπήρχαν αρκετοί καταναλωτές; Γιατί δεν υπήρχαν αρκετές θέσεις απασχόλησης για να εργαστούν αυτοί οι καταναλωτές. Τα προβλήματα του κέντρου του Μίντλταουν ήταν το σύμπτωμα όλων των άλλων δεινών που είχαν πλήξει τους κατοίκους του, με πιο σημαντικό την κατάρρευση και περιθωριοποίηση της Armco Kawasaki Steel, της χαλυβουργίας που είχε τόσο μεγάλη σημασία για την περιοχή.

Τις Κυριακές πηγαίνατε στο σινεμά, με τις διπλές πρωινές προβολές. Αμερικάνικες και κινέζικες ταινίες. Γεμάτες αίθουσες. Ροξ στο κυλικείο. Τα απογεύματα, πάντα τις Κυριακές —όλες οι άλλες ημέρες ήταν μία και είχαν μυρωδιά πετρογκάζ και γεύση ιδρωμένης δεκάρας που την κρατάς για ώρα στην παλάμη σου—, μπαίνατε κρυφά στο γήπεδο, από τις τρύπες. Σας κυνηγούσαν και σας έδερναν. Σας άρεσε το ξύλο, είτε σας έδερναν είτε δέρνατε εσείς. Σας άρεσε η αίσθηση της πέτρας που άνοιγε ένα κεφάλι. Ήταν σωστό, και δίκαιο. Τίμιο. Σας άρεσαν τα τίμια πράγματα.

Οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν ξοδέψει εκατομμύρια λέξεις προσπαθώντας να εξηγήσουν πώς τα Απαλάχια κι ο Νότος εξελίχθηκαν από προπύργιο των Δημοκρατικών σε προπύργιο των Ρεπουμπλικανών μέσα σε λιγότερο από μία γενιά. […] Ένα μεγάλο μέρος της εξήγησης, ωστόσο, έχει να κάνει με το ότι πολλοί λευκοί της εργατικής τάξης έβλεπαν ακριβώς αυτά που έβλεπα κι εγώ δουλεύοντας στο Dillman's. Ήδη απ' τη δεκαετία του '70, οι λευκοί της εργατικής τάξης άρχισαν να στρέφονται στον Ρίτσαρντ Νίξον λόγω της αίσθησης, όπως είπε κάποιος, ότι το κράτος «πληρώνει τους ανθρώπους που λαμβάνουν επιδόματα της πρόνοιας για να κάθονται! Κοροϊδεύουνε την κοινωνία μας! Κι όλοι εμείς δουλεύουμε σκληρά και μας κοροϊδεύουνε που πάμε και δουλεύουμε κάθε μέρα!».

Οι μαμάδες μάνταραν γυναικείες κάλτσες. Οι άντρες δούλευαν στην οικοδομή, όταν ήθελαν να δουλέψουν, ή έλειπαν μέρες ολόκληρες με τα φορτηγά, ή απλώς δεν έκαναν τίποτε. Ο κουτσός κύριος Τάκης είχε μπακάλικο και κάποια στιγμή κέρδισε ένα λαχείο και έφυγε μακριά και όλη η γειτονιά τον καταριόταν. Τις Κυριακές, πάντα τις Κυριακές, υπήρχε κοτόπουλο στο αλουμινένιο ηλεκτρικό φουρνάκι που στηριζόταν γερτό πάνω σε μια εφημερίδα στο μωσαϊκό της κουζίνας, καψαλισμένο πρώτα στο οινόπνευμα, και κάποιες φορές κοκκινιστό με μακαρόνια. Ήταν ωραίες μυρωδιές. Καμιά φορά ξεφυλλίζατε το Ντομινό ή το Ρομάντζο.

Διάβαζα βιβλία περί κοινωνικής πολιτικής και σχετικά με τους εργαζόμενους φτωχούς. Μια μελέτη του διαπρεπούς κοινωνιολόγου Γουίλιαμ Τζούλιους Γουίλσον, με τίτλο «Οι αληθινοί μη προνομιούχοι», μ' άγγιξε βαθιά. Ήμουν δεκαέξι χρονών όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο και, μολονότι δεν το κατάλαβα πλήρως, αντιλήφθηκα τη βασική του θέση. Καθώς εκατομμύρια άνθρωποι μετανάστευαν προς βορρά βρίσκοντας δουλειά στα εργοστάσια, οι κοινότητες που δημιουργούνταν γύρω απ' αυτούς τους χώρους δουλειάς ήταν δυναμικές μεν, αλλά εύθραυστες: όταν τα εργοστάσια έκλειναν, οι άνθρωποι που έμεναν πίσω ήταν παγιδευμένοι σε πόλεις και κωμοπόλεις που δεν μπορούσαν πια να στηρίξουν τόσο μεγάλους πληθυσμούς με υψηλής ποιότητας θέσεις απασχόλησης. Όσοι μπορούσαν ―κατά κανόνα όσοι είχαν καλή εκπαίδευση, κοινωνικές διασυνδέσεις και λεφτά― έφευγαν, αφήνοντας πίσω τους κοινότητες φτωχών ανθρώπων. Όσοι έμεναν πίσω ήταν οι «αληθινοί μη προνομιούχοι» ― ανήμποροι να βρουν μόνοι τους καλές δουλειές, βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σ' ένα κοινωνικό περιβάλλον που τους πρόσφερε ελάχιστα από άποψη διασυνδέσεων ή πρακτικής στήριξης.

Αγωνία για το πρώτο σου τσιγάρο στα δεκατέσσερα, ρεφενές για πακέτο, οι καφετερίες του κέντρου. Τα εντευκτήρια με το ποδοσφαιράκι και το μπιλιάρδο, οι κοπάνες, οι τσόντες, τα κυνηγητά το άτσαλο κούρεμα με την ψιλή στο μισό κεφάλι έτσι και σας πιάνανε. Τα μηχανάκια. Οι κομμένες εξατμίσεις. Η ρετσίνα, οι φτηνές κρύες μπίρες από το περίπτερο, τα ξενύχτια, ο εμετός. Τα ρούχα που σας έστελναν οι συγγενείς από τη Γερμανία. Λάθος νούμερο παντελόνια, λάθος νούμερο παπούτσια. Τα φορούσατε, ούτως ή άλλως. Καμιά φορά, σπανίως, σκοντάφτατε.

Επιλέγουμε να μη δουλέψουμε όταν θα 'πρεπε να ψάχνουμε για δουλειά. Μερικές φορές βρίσκουμε δουλειά, αλλά αυτό δεν κρατάει πολύ. Μας απολύουν επειδή πηγαίνουμε στη δουλειά καθυστερημένοι ή γιατί κλέβουμε εμπορεύματα για να τα πουλήσουμε στο eBay ή γιατί κάποιος πελάτης διαμαρτυρήθηκε ότι η ανάσα μας μύριζε οινόπνευμα ή γιατί σε κάθε βάρδια κάνουμε πέντε 30λεπτα διαλείμματα για κατούρημα. Μιλάμε διαρκώς για τη σημασία της σκληρής δουλειάς αλλά λέμε στον εαυτό μας ότι ο λόγος που δε δουλεύουμε είναι κάποια κοινωνική αδικία: ότι ο Ομπάμα έκλεισε τ' ανθρακωρυχεία ή ότι όλες οι δουλειές έχουνε πάει στους Κινέζους. Πρόκειται για ψέματα που λέμε στους εαυτούς μας για να λύσουμε τη «γνωσιακή ασυμφωνία» ― την αναντιστοιχία ανάμεσα στον κόσμο που βλέπουμε και στις αξίες που πρεσβεύουμε.

Γνωρίζεις εκατό ανθρώπους. Οι ενενήντα χαίρονται με όσα είσαι και με ό,τι θα καταλήξεις να είσαι. Από τους άλλους δέκα, ένας θα σου μιλήσει για τα βιβλία, ή για τον κινηματογράφο. Μπορεί να θελήσεις να συνεχίσεις ό,τι έκανες μέχρι τότε. Μπορεί να επιλέξεις να πάρεις μία απότομη στροφή. Δηλαδή: να εντυπωσιάζεσαι από το διαφορετικό, από το άλλο, το ανοίκειο. Να δεις πόσο ενδιαφέρουσα είναι η άλλη πλευρά. Αυτό σημαίνει όλο κι όλο η στροφή που ανοίγεται και δεν ανοίγεται μπροστά σου (αυτός ο διαφορετικός κόσμος). Μπορεί πάλι και όχι. Μπορεί να μην κάνεις τίποτε. Δεν έχει και τόση σημασία, εδώ που τα λέμε.

Η αντίθεση εντυπωσιάζει. Οι θρησκευτικοί θεσμοί παραμένουν ένας θετικός παράγοντας στη ζωή των ανθρώπων, αλλά σε μια περιοχή της χώρας που μαστίζεται απ' την παρακμή της βιομηχανίας, την ανεργία, τον εθισμό στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, και από διαλυμένες οικογένειες, οι άνθρωποι έχουν σταματήσει να πηγαίνουν στην εκκλησία. Η εκκλησία του μπαμπά πρόσφερε κάτι που οι άνθρωποι σαν εμένα το είχαμε απόλυτα ανάγκη. Στους αλκοολικούς πρόσφερε μια κοινότητα που τους έδινε στήριξη, αλλά και το αίσθημα ότι δεν πάλευαν την εξάρτησή τους μόνοι τους. Στις εγκύους πρόσφερε δωρεάν στέγη, επαγγελματική κατάρτιση και μαθήματα μητρότητας. Όταν κανείς χρειαζόταν δουλειά, οι φίλοι απ' την εκκλησία είτε θα του έδιναν δουλειά είτε θα τον σύστηναν σε κάποιον. Όταν ο μπαμπάς είχε οικονομικές δυσκολίες, η εκκλησία ενώθηκε κι όλοι μαζί αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο για την οικογένεια. Στον τσακισμένο κόσμο που έβλεπα γύρω μου ―και στους ανθρώπους που έδιναν μάχη μέσα σε τούτο τον κόσμο― η συμπαράσταση της θρησκείας ήταν χειροπιαστή: βοηθούσε τους ανθρώπους να μείνουν όρθιοι.

Πραγματικά δεν έχει μεγάλη σημασία. Οι φίλοι σου, ή άνθρωποι που θαύμαζες ή φοβόσουν, ή και τα δύο, έχουν αρχίσει να σκοτώνονται ένας-ένας. Άλλοι, πνίγηκαν μέσα σε υπόγεια γυμναστήρια. Άλλοι πήδηξαν από ταράτσες, άλλοι τα 'βαλαν με τους λάθος ανθρώπους. Κάποιοι πρόλαβαν και μπήκαν με μέσον στην αστυνομία, που τους κυνηγούσε μέχρι χτες, στα γήπεδα και παραέξω. Οι πιο πολλοί δεν τα κατάφεραν να πάρουν όσα ναρκωτικά ήθελαν και κοκάλωναν στον τόπο τους. Αγόρια οι περισσότεροι. Αλλά και τα πρώτα κορίτσια. Κάποια, τα ξέρεις καλά. Ακούγοντας για μερικούς από τους θανάτους, ανακουφίζεσαι. Με άλλους, σπαράζεις. Και συνεχίζεις να δουλεύεις μυστικά πάνω στην απόδρασή σου.

Εξίσου σημαντικό ήταν το γεγονός ότι οι πεζοναύτες άλλαξαν τις προσδοκίες που είχα από τον εαυτό μου. Στο κέντρο εκπαιδεύσεως, η ιδέα ότι θα αναρριχηθώ στην κορυφή ενός σχοινιού 9 μέτρων μου προκαλούσε τρόμο? στο τέλος του πρώτου χρόνου, μπορούσα ν' αναρριχηθώ με ένα μόνο χέρι. Πριν καταταγώ, δεν είχα ποτέ τρέξει 1.500 μέτρα χωρίς διάλειμμα. Στο τελευταίο τεστ έτρεξα 5 χιλιόμετρα σε 19 λεπτά. Στους πεζοναύτες πρωτοέμαθα να δίνω διαταγές σε ενήλικες άνδρες και τους είδα να υπακούνε· εκεί έμαθα ότι αρχηγία σημαίνει να κερδίσεις το σεβασμό των κατωτέρων σου και όχι να τους τραμπουκίζεις· εκεί έμαθα πώς να κερδίζω αυτό το σεβασμό· εκεί πρόσεξα ότι άνδρες και γυναίκες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και φυλές μπορούν να δουλέψουν ομαδικά και να δεθούν σαν οικογένεια. Οι πεζοναύτες μού έδωσαν την ευκαιρία ν' αποτύχω πραγματικά, μ' έκαναν να πάρω αυτή την ευκαιρία, κι στη συνέχεια, όταν πράγματι απέτυχα, μου έδωσαν δεύτερη και τρίτη ευκαιρία.

Μοιράζετε διαφημιστικά. Κουβαλάτε κρέατα στην αγορά και λυόμενα κρεβάτια και γραφεία στην Εστία. Στις διακοπές από το σχολείο είχατε μάθει τις αγροτικές δουλειές στις γύρω πόλεις, και τις συνεχίσατε και μετά. Ξεχέρσωμα με τα χέρια. Θερμοκήπια. Ντάνιασμα των τελάρων και φόρτωμα στις νταλίκες. Κι άλλα θερμοκήπια. Περνάτε κεραμίδια σε μια εκκλησία, αν και τρέμετε το ύψος. Δουλεύετε και στις ταβέρνες, και σε εκείνες τις καφετερίες που δεν μπορούσατε να πάτε μικροί. Τώρα πηγαίνετε, αλλά σαν γκαρσόνια. Θέλετε να φύγετε, να μετακομίσετε. Να πάτε αλλού. Κι εσύ κουβαλάς τον δίσκο και έχεις μπλαζέ ύφος. Γιατί δεν είσαι βέβαια από εκεί.

Ήμουν τόσο αποφασισμένος να πάω στη νομική σχολή του Γέιλ, ώστε ήμουν διατεθειμένος ν' αναλάβω τα περίπου 200.000 δολάρια χρέος που πίστευα ότι θα δημιουργούσε αυτή η επιλογή. Όμως το πακέτο οικονομικής βοήθειας που πρόσφερε το Γέιλ ξεπερνούσε και τα πιο τρελά μου όνειρα. Η πρώτη χρονιά ήταν σχεδόν τζάμπα. Αυτό δεν οφειλόταν σε κάποιο κατόρθωμα ή επίτευγμά μου ― οφειλόταν μονάχα στο γεγονός ότι ήμουν ένα απ' τα πιο φτωχά παιδιά στη σχολή. Το Γέιλ προσέφερε δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε οικονομική βοήθεια με βάση αντικειμενικές ανάγκες. Ήταν η πρώτη φορά που κέρδιζα τόσα πολλά από το να είμαι τόσο απένταρος. Το Γέιλ δεν ήταν μονάχα η σχολή των ονείρων μου, ήταν επίσης η φτηνότερη διαθέσιμη επιλογή.

Χρόνια μετά, θα ξαναπάς στο ίδιο μαγαζί. Πελάτης. Δεν έχεις καταλάβει πώς διάολο βρέθηκες εκεί, τα 'χεις χαμένα, μέχρι χτες κουβάλαγες ξύλα με το τσουβάλι για τη σόμπα που τα μάζευες στον δρόμο, ένα-ένα. Και μια μέρα έφαγες από κάτω μισή δαγκαμένη τυρόπιτα. Αλλά πέρυσι φορολογήθηκες για ένα εισόδημα μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ. Ειλικρινά, δεν ξέρεις. Ούτε έχεις πολλά να θυμάσαι. Μόνο ότι δούλευες, ίσως. Και ότι όλο μετακόμιζες. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά.

Όπως και να ορίσετε τις δύο αυτές ομάδες και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την έννοια της προσφοράς ―πλούσιους και φτωχούς? μορφωμένους κι αμόρφωτους? ανώτερη τάξη και εργατική τάξη― τα μέλη των δύο ομάδων έχουν καταλήξει να ζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Ως πολιτισμικός μετανάστης από τη μια ομάδα στην άλλη, αντιλαμβάνομαι πολύ καθαρά τις διαφορές. Κάποιες φορές νιώθω για τα μέλη της ελίτ μια απόρριψη σχεδόν πρωτόγονη ― πρόσφατα, ένας γνωστός μου χρησιμοποίησε τη λέξη «γογγυσμός» καθώς μιλούσε κι εγώ ήθελα να ουρλιάξω. Αλλά πρέπει να τους το αναγνωρίσω: έχουν πιο ευτυχισμένα και πιο υγιή παιδιά, παίρνουν λιγότερα διαζύγια, πηγαίνουν πιο τακτικά στην εκκλησία, έχουν ψηλότερο προσδόκιμο ζωής. Μας νικάνε στην έδρα μας, πού να πάρει ο διάολος!

Εκείνο που θυμάσαι καλά, ανάμεσα σε πολλά τέτοια, είναι ένα καλό σπίτι που επισκέφτηκες για μια δουλειά στην Αθήνα που απαιτούσε τα προσόντα σου, απέναντι από τη Βουλή, κάτι τέτοιο. Σου έφεραν πεπόνι με προσούτο και δεν ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Τι από τα δύο να φας. Και πώς διάολο να τα ξεχωρίσεις τα αναθεματισμένα.

Πριν απ' το δείπνο, μας είχαν μαζέψει σε μια ιδιωτική αίθουσα δεξιώσεων για κρασί και κουβεντούλα. Γυναίκες δέκα χρόνια μεγαλύτερες από μένα κυκλοφορούσαν με μπουκάλια κρασί στο χέρι, τυλιγμένα με όμορφα υφάσματα, ρωτώντας κάθε λίγα λεπτά αν ήθελα ένα ποτήρι διαφορετικό κρασί ή να ξαναγεμίσουν το ποτήρι που κρατούσα. Στην αρχή είχα πολύ άγχος και δεν μπορούσα να πιω. Τελικά όμως βρήκα το θάρρος να πω ναι, όταν κάποιος με ρώτησε αν ήθελα λίγο κρασί, κι αν ναι, τι κρασί. «Ένα ποτήρι λευκό, παρακαλώ», είπα, νομίζοντας ότι το ζήτημα έκλεισε. «Θα θέλατε σοβινιόν μπλαν ή σαρντονέ ;» Νόμιζα ότι η σερβιτόρα μού έκανε πλάκα. Αλλά χρησιμοποίησα τη λογική μου και κατάλαβα ότι επρόκειτο για δύο διαφορετικά είδη λευκού κρασιού. Έτσι ζήτησα ένα σαρντονέ, όχι γιατί δεν ήξερα τι ήταν το σοβινιόν μπλαν (που δεν ήξερα), αλλά γιατί ήταν πιο εύκολο να το προφέρω. Είχα γλιτώσει την πρώτη ξεφτίλα. Όμως η βραδιά είχε μόλις αρχίσει.

Ποτέ σου δεν συμπάθησες το προσούτο. Αλλά πάντα αγαπάς το πεπόνι.

ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, «Το τραγούδι του χιλμπίλη» (γενναίος, πανέξυπνος τίτλος, ωραία μετάφραση από τον Αριστείδη Μαλλιαρό, μία εξαιρετική επιλογή από τις πρότυπες Εκδόσεις Δώμα). Ένα σημαντικό βιβλίο. Ή αλλιώς, ό,τι πιο ειλικρινές, άμεσο, σοφό και συνταρακτικό μαζί θα διαβάσετε αυτό τον καιρό. Δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά διαβάζεται σαν τέτοιο. Να το πάρετε. Θα καταπίνετε τις σελίδες του. Και θα μάθετε πολλά —παραδόξως, καθώς το βιβλίο μιλά για τους λευκούς της εργατικής τάξης στην Αμερική, και κυρίως στην ευρύτερη περιοχή των Απαλαχίων— και για εμάς.