Βασίλης Μοναστηριώτης: Δεν υπάρχει αυτοδύναμη έξοδος από το Μνημόνιο, λάθος να μη ζητάμε προληπτική γραμμή

Βασίλης Μοναστηριώτης: Δεν υπάρχει αυτοδύναμη έξοδος από το Μνημόνιο, λάθος να μη ζητάμε προληπτική γραμμή

Επικίνδυνη η έξοδος από το μνημόνιο χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης, λέει στο liberal ο Βασίλης Μοναστηριώτης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics (LSE).

Σχολιάζοντας τη προσπάθεια της κυβέρνησης που για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης επιμένει να μιλά για «αυτοδύναμη» έξοδο από το πρόγραμμα, ο καθηγητής του LSE εξηγεί γιατί είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να διασφαλίσει μια προληπτική γραμμή χρηματοδότησης, ανεξάρτητα του πως θα την ονομάσει, προκειμένου να μην βρεθούμε ξανά προ εκπλήξεων, εφόσον προκύψει κάποιο νέο «στραβοπάτημα».

Σε αυτό το σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται ξανά η οικονομία, μιλά για την ανάγκη εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων, εξηγεί ότι φταίει το δαιδαλώδες ελληνικό σύστημα, και όχι το εργατικό κόστος που δεν προσελκύουμε επενδύσεις, και πιστεύει ότι κάποια κομμάτια του κράτους "θέλουν γενική επισκευή και πέταμα".

Αλλά επειδή, βίαιες μεταρρυθμίσεις συχνά φέρνουν εντάσεις και άρα το αντίθετο αποτέλεσμα, επιμένει ότι τα βήματα αλλαγών στους θεσμούς, όπως η δημόσια διοίκηση, δεν πρέπει να είναι απότομα, αλλά μικρά και προσεγμένα μέσα από ένα πρόγραμμα, δικής μας επιτέλους, ιδιοκτησίας.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

– Η κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι τελειώνει σιγά-σιγά η επιτροπεία, τον Αύγουστο βγαίνουμε από το μνημόνιο, και μπαίνουμε επιτέλους στην τελική ευθεία. Άραγε ποια τελική ευθεία εννοεί, όταν η χώρα θα παραμείνει υπό την επιτήρηση των πιστωτών μέχρι να αποπληρώσει και το τελευταίο δάνειο, τουλάχιστον μέχρι και το 2059;

Οι δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα – και η κυβέρνηση – τόσο σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις όσο και σε σχέση με τη δημοσιονομική πολιτική είναι φυσικά πολύ αυστηρές και έχουν μακροχρόνιο ορίζοντα.

Επιπλέον, πολλές από αυτές τις δεσμεύσεις συνδέονται και με μηχανισμούς επιτήρησης μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (European Semester, SGP, κλπ). Κατά συνέπεια, μία μορφή επιτήρησης θα παραμείνει για τη χώρα όχι μόνο μετά τον Αύγουστο του 2018 αλλά και στη μακροπερίοδο.

Από την άλλη, η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής και η «έξοδος από το μνημόνιο» αποτελούν αδιαμφισβήτητα μια θετική εξέλιξη που δίνει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στο σχεδιασμό των κυβερνητικών πολιτικών και στον καθορισμό των προτεραιοτήτων της πολιτικής.

Από αυτή την άποψη, η «τελική ευθεία» αφορά κυρίως στην αποδέσμευση της χώρας από τη συνεχή συζήτηση περί μνημονίων και «μνημονιακών υποχρεώσεων» που δίνει τη δυνατότητα – και, κυρίως, την ευθύνη – στη χώρα να συνεχίσει τη δημοσιονομική της προσαρμογή και να πάρει στα χέρια της με περισσότερη «ιδιοκτησία» την αναπτυξιακή της ανασυγκρότηση.

– Σύμφωνοι, αλλά σε μια στιγμή που οι πάντες μας στέλνουν το μήνυμα, άμεσα ή έμμεσα, ότι προφανώς και δεν μπορεί να υπάρξει καθαρή έξοδος της Ελλάδας δίχως ένα light μνημόνιο ή μια προληπτική πιστωτική γραμμή, εμείς επιμένουμε να μιλάμε για «αυτοδύναμη» έξοδο…

Η έξοδος από το μνημόνιο χωρίς κάποια προληπτική γραμμή χρηματοδότησης είναι μάλλον επικίνδυνη και είναι στο συμφέρον της Ελλάδας να διασφαλίσει ότι κάποια τέτοια γραμμή θα υπάρχει, ανεξάρτητα με το πώς θα ονομάζεται.

Όπως παρατηρείτε, παρά τη βελτίωση κάποιων οικονομικών δεικτών, πολλές αδυναμίες και αβεβαιότητες παραμένουν. Και, σίγουρα, οι νέες παρεμβάσεις (στη φορολογία, τις συντάξεις, κλπ) μέσα στο 2018 και ίσως και αργότερα, θα έχουν περαιτέρω αρνητική επίδραση στην εσωτερική ζήτηση και στην οικονομία γενικότερα.

Η ύπαρξη μιας προληπτικής γραμμής, ενός «μαξιλαριού», θα μειώσει το επενδυτικό ρίσκο και θα διασφαλίσει ότι η αναχρηματοδότηση του δημοσίου θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, ακόμα και αν υπάρξει κάποιο «στραβοπάτημα» στην οικονομία. Εντούτοις, η αίσθησή μου είναι ότι η χώρα έχει πλέον μπει σε μια ασφαλή τροχιά ανάπτυξης και ότι η επιτυχής και χωρίς-απρόοπτα ολοκλήρωση του προγράμματος θα δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα θετικό κλίμα που δυνητικά μπορεί να συμβάλει με επιταχυνόμενο ρυθμό στην αύξηση των επενδύσεων και στη μείωση της ανεργίας.

– Όλοι μιλούν για την ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων. Τελικά τι κοιτούν οι επενδυτές πριν έρθουν στην Ελλάδα; Το χαμηλό εργατικό κόστος (μα το έχουμε ήδη), τους φορολογικούς συντελεστές στις επιχειρήσεις, την πολιτική σταθερότητα ή κάτι άλλο;

Η ελληνική οικονομία έχει γενικά χαμηλή συγκέντρωση κεφαλαίου, θύλακες υψηλής ποιότητας εργατικού δυναμικού και ένα μεγάλο εύρος φυσικών πόρων και «πλεονεκτημάτων θέσης» – παράγοντες οι οποίοι ευνοούν την προσέλκυση επενδύσεων.

Η αποτυχία – ακόμα και πριν την κρίση – προσέλκυσης ξένων (αλλά και ντόπιων) επενδύσεων οφείλεται εν πολλοίς στο δαιδαλώδες και δύστροπο κανονιστικό σύστημα, στην έλλειψη υποδομών, στις συχνές αλλαγές στη φορολογία και – κατά την περίοδο της κρίσης – στην πολιτική και οικονομική αστάθεια.

Το εργατικό κόστος δεν αποτελεί – και δεν αποτελούσε ούτε πριν από την κρίση – σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα, και το ίδιο θα έλεγα, αν και σε μικρότερο βαθμό, για το ύψος της φορολογίας καθεαυτής.

Στο βαθμό που η ολοκλήρωση του προγράμματος οδηγήσει σε άρση της πολιτικής αβεβαιότητας και των ερωτηματικών περί «Grexit», και με δεδομένες τις – έστω και μικρές – βελτιώσεις στο κανονιστικό πλαίσιο (περί επενδύσεων, φορολογίας, ιδιωτικοποιήσεων, επαναπατρισμού κερδών, κλπ), νομίζω ότι επενδυτικό ενδιαφέρον υπάρχει και θα μετουσιωθεί σε άμεσες ξένες επενδύσεις σχετικά γρήγορα.

Για να οδηγήσει όμως αυτό σε μια σημαντική ανάπλαση της ελληνικής οικονομίας και, κυρίως, στη διασφάλιση της βιωσιμότητας της χώρας μέσα στην Ευρωζώνη, χρειάζεται ακόμα πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια, με στοχευμένες πολιτικές μέσα στα πλαίσια μιας στρατηγικής ανάπτυξης που θα εντοπίζει και θα προσπαθεί να αναπτύσσει νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα για τη χώρα, σε νέους κλάδους ή/ και σε νέες δραστηριότητες σε υπάρχοντες κλάδους.

 – Πρόσφατα είχατε κάνει μια μελέτη για τις άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό. Ισχύει π.χ. ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα είναι στοχευμένες σε εξαιρετικά παραγωγικές περιοχές, και αν ναι, ποιες είναι αυτές;

Οι μελέτες μου για την Ελλάδα (κάποιες από αυτές υπάρχουν σε ελεύθερη μορφή στη σειρά κειμένων εργασίας του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE) έχουν δείξει όντως ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Ελλάδα έχουν μεγάλο βαθμό γεωγραφικής συγκέντρωσης, κυρίως σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας και κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας.

Από την άλλη, βλέπουμε ότι η επίδραση των ΑΞΕ στην παραγωγικότητα των τοπικών επιχειρήσεων είναι επίσης πολύ εντοπισμένη γεωγραφικά (localised) και είναι περισσότερο θετική σε περιοχές υψηλής συγκέντρωσης επιχειρήσεων (agglomeration) και σε επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους (SMEs) αλλά σχετικά υψηλής τεχνολογίας εκτός βιομηχανίας (high-tech sectors outside manufacturing).

Αυτά τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζουν, φυσικά, την πραγματικότητα των ΑΞΕ του παρελθόντος. Το γεγονός ότι οι ΑΞΕ μπορεί να έχουν θετικά αλλά και αρνητικά αποτελέσματα στις τοπικές οικονομίες και να εντείνουν, δυνητικά, τις περιφερειακές ανισότητες, τονίζει τη σημασία της προηγούμενης παρατήρησής μου, ότι η οικονομική ανάπτυξη – συμπεριλαμβανομένου μέσω των ΑΞΕ – απαιτεί προσεκτική ανάλυση (π.χ., των διαφόρων κλαδικών προβλημάτων και πλεονεκτημάτων) και γενικότερο αναπτυξιακό στρατηγικό σχεδιασμό.

– Ζείτε στο εξωτερικό, και έχετε μια εικόνα για το πως αντιμετωπίζουν άλλες χώρες το σκέλος των μεταρρυθμίσεων. Πείτε μας κάποιες ριζοσπαστικές ιδέες για μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν στη Βρετανία ή αλλού, (π.χ. στον τομέα της εκπαίδευσης, του ασφαλιστικού, της υγείας ή όπου εσείς κρίνετε) και θα μπορούσαν κατ' αναλογία να εφαρμοσθούν και στην Ελλάδα…

Δεν πιστεύω στη «μετεμφύτευση» πολιτικών από χώρα σε χώρα. Η κάθε πολιτική μπορεί να έχει πολύ διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τις τοπικές συνήθειες, την οργάνωση της κοινωνίας, τη δομή της οικονομίας, τη λειτουργία του κράτους και των θεσμών, κλπ, κλπ.

Αυτό που μπορώ να φέρω όμως ως παράδειγμα προς μίμηση από τη Βρετανία – όπου ζω – είναι ότι οι πολιτικές σχεδιάζονται (συνήθως!) με εκτενή και εστιασμένη αναφορά σε αυτό που ονομάζουμε evidence base και με σαφή διαχωρισμό μεταξύ πολιτικής καθοδήγησης (π.χ., από τον/την αρμόδιο/α υπουργό) και τεχνικού σχεδιασμού της πολιτικής (από το τεχνικό επιτελείο του υπουργείου). Αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα το οποίο φοβάμαι ότι δεν έχει ακόμα κερδιθεί.

– Μήπως πρέπει να επανασχεδιάσουμε από το μηδέν τους θεσμούς μας, όπως π.χ. το δικαστικό σύστημα ή τη δημόσια διοίκηση;

Σίγουρα, κάποια κομμάτια του συστήματος μοιάζουν να θέλουν αυτό που λέγαμε παλιά «γενική επισκευή και πέταμα»…

Όμως οι θεσμοί και τα συστήματα δεν αλλάζουν μονοκονδυλιά. Σε αυτό το θέμα είμαι πολύ σύμφωνος με τις ιδέες του Dani Rodrik – με τον οποίο είχα την ευκαιρία να συζητήσω σχετικά, για την περίπτωση της Ελλάδας, πρόσφατα κατά την ερευνητική μου επίσκεψη στο Harvard – που δίνει έμφαση στις μικρές αλλαγές που μπορούν να κάνουν τη μεγάλη διαφορά, κυρίως εντοπίζοντας «pockets of excellence» και «the best of the rest», ιδίως στη δημόσια διοίκηση, που μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς αλλαγής.

Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις συχνά οδηγούν σε νέες και εν πολλοίς απρόβλεπτες στρεβλώσεις όπως επίσης και σε αντιπαλότητες και ενστάσεις.

– Εντέλει, πόσο μακρύς είναι ακόμη ο δρόμος της Ελλάδας; Μπορείτε να φανταστείτε πως θα είναι σε δέκα χρόνια από σήμερα;

Δεν νομίζω να ωφελεί η ρητορική του «δρόμου» – ή και της «τελικής ευθείας». Η σύγχρονη παγκόσμια οικονομία και η Ευρωπαϊκή ενοποίηση δημιουργούν ένα πλαίσιο συνεχώς εντεινόμενου και μεταβαλλόμενου ανταγωνισμού που σημαίνει ότι η κάθε οικονομία/ κράτος/ κοινωνία θα πρέπει συνέχεια να εξελίσσεται και να βελτιώνεται.

Από αυτή την άποψη το σημαντικό είναι η χώρα να ξεφύγει από τα λάθη, τα προβλήματα και τα διλήμματα του παρελθόντος και να κοιτάξει μπροστά σκεφτόμενη το τι είδους οικονομία επιθυμούμε, τι είδους θυσίες ή συμβιβασμούς επιθυμούμε να κάνουμε για αυτή μας την επιλογή και πώς μπορούμε να κάνουμε την κάθε επιλογή όσο το δυνατόν πιο επωφελή.

Από εκεί και πέρα, η επιστροφή στα επίπεδα απασχόλησης και οικονομικής ευμάρειας της προ-κρίσης εποχής θα πάρει σίγουρα πολλά χρόνια. Εξαρτάται από τις επιλογές μας πόσο πολλά.

* Ο κ. Βασίλης Μοναστηριώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics (LSE).