Βαρύ το τίμημα από τις ανακολουθίες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην ενέργεια

Βαρύ το τίμημα από τις ανακολουθίες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην ενέργεια

Του Κώστα Μαθιουδάκη

. Τα όσα αποφασίσθηκαν και υλοποιήθηκαν τον περασμένο χρόνο στη χώρα μας, συμβάλουν άραγε στην επιθυμητή εξέλιξη και ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα;

Ας ξεκινήσουμε με το θέμα της εξοικονόμησης ενέργειας. Έγιναν κάποια βήματα, χωρίς όμως να προστεθεί τίποτε καινούργιο στα όσα είχαν ξεκινήσει και προχωρήσει από τους προκατόχους των σημερινών κυβερνώντων. Είδαμε μικρής έκτασης και αποσπασματικού χαρακτήρα παρεμβάσεις για τη συνέχιση του πετυχημένου προγράμματος «Εξοικονόμηση Κατ' Οίκον». Μόλις στις αρχές του Δεκέμβρη εκδόθηκε απόφαση για τη συγκρότηση του «Ταμείου Εξοικονομώ ΙΙ», που παρουσιάστηκε μάλιστα σαν «νέο», παρ' ότι αποτελεί ένα εκσυγχρονισμένο αντίγραφο του Ταμείου που συστάθηκε για πρώτη φορά  6,5 χρόνια πριν. Με προβλεπόμενο προϋπολογισμό 500 εκατ., σήμερα, στην ιδρυτική πράξη διατίθενται μόλις 68 εκατομμύρια.

Παρά τα δυο χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας και παρ' ότι παρέλαβαν έτοιμο σχεδιασμό για παρεμβάσεις εξοικονόμησης ύψους 1,2 δισ., γίνεται καταφανές πώς δεν υπάρχει η ικανότητα για να αξιοποιηθούν οι σημαντικοί διαθέσιμοι πόροι του πακέτου Junker, που άλλες ευρωπαϊκές χώρες από πολλού αξιοποιούν. Μήπως προέκυψε κάτι νεώτερο από τις μελέτες για την εξοικονόμηση, που αποτελεί «αιρεσιμότητα» για την εκχώρηση των σχετικών κοινοτικών πόρων; Όταν ανέλαβαν οι σημερινοί κυβερνώντες, η εκπόνησή τους βρισκόταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο. Ωστόσο και απ' ότι γνωρίζουμε, προκαταλήψεις και συντεχνιακές σκοπιμότητες στάθηκαν εμπόδιο στην έγκαιρη ολοκλήρωση τους.

Εν τω μεταξύ, η χειμαζόμενη οικονομία της χώρας είναι σε αναμονή πόρων που είναι σημαντικοί για τον ενεργειακό τομέα, αλλά συμβάλλουν και πολλαπλασιαστικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην οικονομική ανάπτυξη. Η υλοποίηση του αρχικού «Εξοικονόμηση Κατ' Οίκον» το απέδειξε με χειροπιαστά και μετρήσιμα αποτελέσματα, που δικαιολογούν και θεμελιώνουν την ανάγκη συνέχισης της υλοποίησής του Η αποτελεσματικότητα, όμως, της κυβέρνησης είναι απογοητευτική. Άλλωστε τι μπορεί να περιμένει κανείς, όταν χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο για να δημοσιεύσει την Υπουργική Απόφαση με την έκθεση μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την ανακαίνιση του εθνικού κτιριακού αποθέματος, σε αυτούσια μορφή, όπως αυτή είχε παραδοθεί έναν χρόνο πριν αναλάβει την εξουσία (και, παρεμπιπτόντως, είχε κριθεί ως η δεύτερη καλλίτερη στην ΕΕ);

Τον χρόνο πού πέρασε, υπήρξαν θετικές εξελίξεις στον τομέα των ΑΠΕ. Νομοθετήθηκε το νέο πλαίσιο, που παρ' ότι είναι άτολμο και σε σημαντικό βαθμό δεν λαμβάνει υπόψη του τα «παθήματα και μαθήματα» του παρελθόντος, δρομολογεί διαδικασία ορθολογικής προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Ο επιμερισμός μέρους του κόστους των ΑΠΕ στους προμηθευτές ηλεκτρισμού, παρ' ότι προσθέτει στα οικονομικά βάρη της ΔΕΗ, φαίνεται να είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, είναι κρίμα που τολμηρές ρυθμίσεις του παρελθόντος, όπως η θέσπιση του τέλους διακράτησης αδειών, ατονούν με τις παρατάσεις που έδωσε πρόσφατη τροπολογία. Την ίδια ώρα, μεταφέρονται σε μελλοντικό χρόνο προθεσμίες εφαρμογής προβλέψεων του νόμου, κάνοντας έκδηλη την ανικανότητα αποτελεσματικής νομοθέτησης και διοίκησης.

Αν και το μέλλον του ενεργειακού τομέα βρίσκεται στις ΑΠΕ, οι ορυκτές ενεργειακές πρώτες ύλες αποτελούν ακόμη τη βασική πηγή πρωτογενούς ενέργειας στην Ελλάδα και είναι γνωστές οι πρωτοβουλίες που είχαν ληφθεί για τη διερεύνηση της ύπαρξης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη χώρα μας. Σημειώθηκε, όμως, κάποια πρόοδος την τελευταία διετία; Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι οι διαδικασίες προχωρούν με ρυθμό χελώνας. Συγκεκριμένα, χρειάστηκε ένα εξάμηνο για να πληρωθεί η θέση του προέδρου της ΕΔΕΥ μετά την κένωσή της, και ενάμιση χρόνο αυτή του αντιπροέδρου. Περίπου, δυο χρόνια μετά την αρχική προκήρυξη του διαγωνισμού για τα θαλάσσια «οικόπεδα», μόλις προ ολίγων ημερών ανακοινώθηκε η ανακήρυξη αναδόχου για το δεύτερο απ' αυτά, ενώ ακόμη δεν έχει γίνει η επιλογή για το τρίτο. Επίσης, καμιά νέα σύμβαση δεν έχει ακόμη υπογραφεί με τους ανακηρυχθέντες αναδόχους για τις χερσαίες ή θαλάσσιες περιοχές, παρ' ότι η πρώτη επιλογή έχει ανακοινωθεί από το Φεβρουάριο του 2016.

Αυτές οι εξαιρετικά περιορισμένες εξελίξεις στον τομέα, βασίζονται σε  διαγωνισμούς που προκηρύχθηκαν και σε πείρα που αποκτήθηκε από διαδικασίες που για πρώτη φορά θέσπισε η προηγούμενη  κυβέρνηση. Αυτή τη στιγμή, οι μόνες συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ είναι εκείνες που συνάφθηκαν και κυρώθηκαν από τη Βουλή χωρίς την υποστήριξη των σημερινών κυβερνώντων. Ευτυχώς, οι Ελληνικές εταιρίες που τις ανέλαβαν προχωρούν τις εργασίες τους με συνέπεια, δείχνουν μάλιστα ιδιαίτερο δυναμισμό αναλαμβάνοντας και δραστηριότητες εκτός του Ελληνικού χώρου. Κάποιοι από μας, που δουλέψαμε σκληρά για να πετύχουμε τις ουσιαστικές εξελίξεις της τελευταίας επταετίας στον τομέα αυτό, μελαγχολούμε, ιδιαίτερα όταν βλέπουμε άλλες χώρες όπως η Κύπρος να προχωρούν γοργά και αποτελεσματικά, αποκομίζοντας οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη. Δυστυχώς τα δικά μας βήματα φαίνονται να είναι μετέωρα. Τουλάχιστο, το σχέδιο νόμου για την «ασφάλεια στις υπεράκτιες εργασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων», που η σημερινή κυβέρνηση βρήκε σχεδόν έτοιμο, έγινε νόμος του κράτους, έστω και μετά από ενάμιση περίπου χρόνο.

Σχετικά με το φυσικό αέριο και στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, καταγράφηκε μια πραγματικά δυσμενής εξέλιξη το 2016. Την ώρα που η χώρα αναζητά διακαώς επενδύσεις και ενίσχυση των κρατικών εσόδων, ακυρώθηκε η διαδικασία μεταβίβασης μέρους της εταιρείας ΔΕΣΦΑ στην κρατική εταιρεία του Αζερμπαϊτζάν. Η εξέλιξη αποτέλεσε απόρροια της απρόσμενης παρέμβασης της κυβέρνησης στο θέμα της ρυθμιζόμενης περιουσιακής βάσης του ΔΕΣΦΑ, αλλάζοντας τους όρους της σχετικής συμφωνίας με το πρόσχημα της προστασίας των καταναλωτών αερίου. Στη συνέχεια, νέα τροπολογία επανέφερε στην ΡΑΕ τις σχετικές αρμοδιότητές της που χωρίς προφανή λόγο της είχαν, λίγο πριν, αφαιρεθεί, και πάντα με τροπολογίες εξπρές. Όμως, φαίνεται πώς η βλάβη που στο μεταξύ επήλθε ήταν ανήκεστος. Η αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους διεθνείς επενδυτές δέχθηκε καίριο πλήγμα με την ακύρωση αυτή, επιβαρύνοντας παράλληλα τον κρατικό προϋπολογισμό, σε μια περίοδο που τα ελλείμματα οδηγούν σε επώδυνα για την κοινωνία μέτρα.

Βέβαια η ανακόλουθη πολιτική της σημερινής κυβέρνησης μπορεί να οδηγήσει και σε θετικές εξελίξεις, όπως στην περίπτωση του αγωγού ΤΑΡ. Στο παρελθόν, τον είχε σφοδρά κατακρίνει και είχε αρνηθεί να ψηφίσει ως αντιπολίτευση τη συμφωνία φιλοξενούσας χώρας στη Βουλή. Ως κυβέρνηση, όμως, όχι μόνο επέτρεψε την υλοποίηση του έργου αλλά το στήριξε διεκδικώντας τα εύσημα και αποσιωπώντας τη συμβολή της προηγούμενης κυβέρνησης μέσω αυτού στο άνοιγμα του Νοτίου Διαδρόμου.

Ωστόσο, η ανακολουθία είναι ο κανόνας, τουλάχιστο στον ενεργειακό τομέα. Πριν από λίγες μέρες, τροπολογία άλλαξε τους όρους της μεταβίβασης του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ. Το κράτος δεν πρόκειται να καταβάλει το ισοδύναμο του τιμήματος που κατέβαλε ο επενδυτής, που απέκτησε το μέρος που του μεταβιβάστηκε, όπως είχε αρχικά νομοθετηθεί, αλλά όποιο πόσο προκύψει από αξιολόγηση ανεξάρτητου εκτιμητή. Είναι προφανές ότι η αλλαγή έγινε γιατί το τίμημα που καταβλήθηκε θεωρήθηκε υψηλό και το κράτος επιθυμεί να καταβάλει μικρότερο. Εδώ προκύπτει το ερώτημα, να χαρεί κανείς που η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού θα είναι μικρότερη ή να λυπηθεί που η ΔΕΗ θα μεταβιβάσει περιουσιακό της στοιχείο με μικρότερο τίμημα, σε μια περίοδο που η οικονομική της κατάσταση είναι επικίνδυνα δεινή; Ο καταναλωτής θα ωφεληθεί άραγε ή θα ζημιωθεί μακροπρόθεσμα;

Η θέσπιση του μελλοντικού μοντέλου της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού στο πλαίσιο της εφαρμογής του «μοντέλου στόχου» της ΕΕ, ενώ ήταν ένα θετικό βήμα, είναι σχεδόν κενό γράμμα, καθώς χαρακτηρίζεται από την έλλειψη οποιουδήποτε οδικού χάρτη ή χρονοδιαγράμματος. Η ρύθμιση πλήθους σχετικών θεμάτων παραπέμπεται σε μελλοντικές Υπουργικές Αποφάσεις. Από την άλλη μεριά, η κρίση τροφοδοσίας των τελευταίων εβδομάδων κατέδειξε για άλλη μια φορά τη χρησιμότητα  απαραίτητων μέτρων για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όπως είναι το μέτρο της διακοψιμότητας, που με τόση προνοητικότητα ετοίμασε η προηγούμενη κυβέρνηση. Το δυστύχημα είναι πως, σήμερα, οι εξελίξεις στον τομέα της ηλεκτρικής αγοράς υπαγορεύονται από τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της κυβέρνησης και την ταυτόχρονη προθυμία της να ευθυγραμμιστεί άνευ όρων στις απαιτήσεις των πιστωτών.

Η κυβέρνηση παρουσιάζει ως επιτυχία της  την πραγματοποίηση των πρώτων δημοπρασιών ΝΟΜΕ, ενώ την ίδια ώρα η ΔΕΗ αναγκάζεται να διαθέσει την ενέργεια σε τιμές που θεωρεί ότι είναι κάτω του κόστους. Στο μεταξύ, ακυρώθηκαν οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τη «Μικρή ΔΕΗ», όμως παραδόξως προβλέψεις τους υλοποιούνται! Για παράδειγμα, έχει ήδη προκηρυχθεί από τη ΔΕΗ διαγωνισμός για την πρόσληψη συμβούλου που θα καθορίσει πώς θα δημιουργηθούν εταιρείες προμήθειας με πελατολόγιο της ΔΕΗ, για να πωληθούν σε τρίτους. Επίσης, ο έλεγχος της σχεδιαζόμενης μονάδας παραγωγής της Μελίτης ΙΙ εκχωρείται σε τρίτους, με μειοψηφική συμμετοχή της ΔΕΗ (απ' ότι τουλάχιστο προκύπτει από τις πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αφού το σχετικό μνημόνιο με την Κινέζικη εταιρεία δεν έχει δημοσιοποιηθεί). Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι σχεδιάζεται η εκχώρηση δικαιωμάτων σε τρίτους χωρίς να υπάρξει διαγωνιστική διαδικασία. Υποθέτω ότι οι διαδικασίες είναι νόμιμες, είναι όμως δεοντολογικές; Πώς είναι σίγουρο ότι η εταιρεία που επιλέχθηκε για συνεργασία παρείχε οφέλη περισσότερα απ' ότι θα παρείχε κάποιος άλλος; Ας συγκρίνουμε αυτή την περίπτωση με τις διαδικασίες εκχώρησης του λιγνιτωρυχείου της Βεύης, που σύμφωνα με το νόμο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς διαγωνισμό. Ωστόσο, διεξήχθη διαγωνιστική διαδικασία, που εξασφάλισε αφενός διαφάνεια και αφετέρου το μέγιστο όφελος για το Ελληνικό δημόσιο (παρεμπιπτόντως με διαγωνισμό υποδειγματικών διαδικασιών, παρά τις προσφυγές που ασκήθηκαν κατά την εξέλιξη του, οι οποίες κατέπεσαν). Ο νόμος δεν απαιτούσε διαγωνισμό, όμως η τότε κυβέρνηση τον επέλεξε υπηρετώντας με βέλτιστο τρόπο το δημόσιο συμφέρον.

Οι εξελίξεις αναφορικά με την ίδια τη ΔΕΗ είναι καίριο ζήτημα, καθώς αναμφισβήτητα αποτελεί κύριο πυλώνα του ενεργειακού μας συστήματος. Είναι γεγονός πως η  οικονομική της κατάσταση έχει χειροτερέψει σημαντικά την τελευταία διετία, κυρίως με την εκτόξευση των οφειλών προς αυτήν (οι συνειρμοί με την ιδεολογία του «δεν πληρώνω» είναι αναπόφευκτοι). Επιπλέον, είναι δέσμια των μνημονιακών ρυθμίσεων που αποδέχτηκε η κυβέρνηση για τη μείωση της συμμετοχής της, τόσο στην παραγωγή, όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού. Πρόσφατα, εκδόθηκε η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου που επαναφέρει το θέμα των λιγνιτών. Θεωρούμε, πως τα τελευταία χρόνια χάθηκε σημαντικός χρόνος και σημειώθηκαν υποχωρήσεις με τεράστιο αντίκτυπο και κόστος. Το σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης για τη «Μικρή ΔΕΗ», επέτρεπε την μετάβαση στη νέα κατάσταση με εισροή πόρων που θα έδιναν στη ΔΕΗ τη δυνατότητα να αναπτυχθεί παραπέρα. Ας δει κανείς το πόσο ισχυρή είναι σήμερα  η αντίστοιχη Ιταλική ENEL, που υποβλήθηκε σε παρόμοιο μετασχηματισμό προ περίπου δεκαπενταετίας. Στην Ελλάδα επιλογή της κυβέρνησης είναι να γίνονται σπασμωδικές κινήσεις που, παρ' ότι οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα για τους τρίτους, στη ΔΕΗ πρόκειται να φέρουν πολύ μικρότερες εισροές (το μυαλό πάει σ' αυτό που οι παραδοσιακοί έμποροι ονόμαζαν «ρετάλια»). Ακούγονται, πλέον, φωνές που ενώ παλιότερα ήταν αντίθετες, τώρα αναγνωρίζουν πώς, ίσως, ο τότε σχεδιασμός να ήταν όντως αποτελεσματικός και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Τι περιμένουμε να γίνει τώρα; Δύσκολο να προβλεφθεί. Ελπίζουμε μόνο να μην υπάρξει εξέλιξη που θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. 

Κοιτάζοντας όλα τα παραπάνω, μια αναμφισβήτητη διαπίστωση είναι ότι οι κυβερνώντες δεν έχουν αίσθηση της κεφαλαιώδους σημασίας του χρόνου. Αν αφήσει κανείς στο πλάι άλλους παράγοντες, φαίνεται πως τα λίγα που γίνονται, γίνονται απελπιστικά αργά. Όμως κάτι που είναι αποτελεσματικό σε μια χρονική στιγμή, μπορεί στη συνέχεια να ξεπερνιέται από τις εξελίξεις και να χάνει την αποτελεσματικότητά του. Ο χρόνος κινείται προς μια κατεύθυνση και πολλά δε γυρίζουν πίσω. Όσο δεν κινούμαστε με στόχους και αποτελεσματικότητα, η κατάσταση δε θα βελτιωθεί. Ας ελπίσουμε τουλάχιστο πώς δε θα χειροτερέψει.

Αναρωτιόμαστε τι θα φέρει ο καινούργιος χρόνος, τώρα που τα «έτοιμα» από τους προηγούμενους τελειώνουν. Μπορούμε να ελπίζουμε σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στην ενέργεια; Είναι, άραγε, η μόνη  μας ελπίδα η αλλαγή αυτών που μας κυβερνούν;

* Ο Κώστας Μαθιουδάκης είναι καθηγητής ΕΜΠ, πρώην Γενικός Γραμματέας Ενέργειας