Μετά την Αγία Σοφία, που ήταν για εκείνον σύμβολο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε να μετατρέψει ένα εξίσου εμβληματικό βυζαντινό μνημείο σε τζαμί. Πρόκειται για τη Μονή της Χώρας, με την ωραιότερη και πλουσιότερη εικονογράφηση που έχει διασωθεί σε εκκλησιαστικό μνημείο της Ορθοδοξίας. Ο Τούρκος πρόεδρος δεν σεβάστηκε τίποτα και, όπως όλοι ανέμεναν, υπέγραψε διάταγμα με το οποίο η Μονή, που λειτουργούσε από το 1958 ως «Μουσείο Καριγιέ» θα μετατραπεί πλέον σε τζαμί, με ό,τι σημαίνει αυτό για τον παγκόσμιο Πολιτισμό.
Για τη Μονή της Χώρας η απόφαση του τουρκικού Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε ληφθεί από τον περασμένο Νοέμβριο. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου και τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες είναι τα καλύτερα διατηρημένα στον κόσμο. Αυτή η εκκλησία, η οποία μετατράπηκε σε τζαμί κατά την οθωμανική περίοδο, μετατράπηκε σε μουσείο με την απόφαση Συμβουλίου Υπουργών που εκδόθηκε το 1945. Με άλλα λόγια, είχε μουσειακή ταυτότητα επί για 75 χρόνια. Το 1983 εντάχθηκε στον κατάλογο μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς μαζί με άλλα μνημεία που βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης (η Μονή είναι κοντά στην πύλη Εντιρνέ Καπί, στα θεοδοσιανά τείχη). Αυτό τον καιρό γίνονται αναστηλώσεις και συντηρήσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε να περάσει το μνημείο στο Ίδρυμα Εκκλησιαστικών Κτιρίων με ισοψηφία (5- 5) και την ισχυρή νομικά ψήφο του προεδρεύοντος. Με την απόφαση αυτή ανατράπηκε η απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, ως «παράνομη σύμφωνα με τον σκοπό του Βακουφίου στο οποίο ανήκει». Και φυσικά, άνοιξε τον δρόμο για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Η Μονή της Χώρας ολοκληρώθηκε στη σημερινή της μορφή κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, επί Παλαιολόγων. Ήταν η πρώτη εκκλησία που λεηλατήθηκε ύστερα από την Άλωση, οπότε και κομματιάστηκε από τους εισβολείς η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, θρυλούμενο έργο του ευαγγελιστή Λουκά. Οι τοίχοι και ο τρούλος του καθολικού διακοσμήθηκαν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες έξοχης τεχνοτροπίας που αναπαριστούν σκηνές από το βίο του Χριστού και της Θεοτόκου.
Η Μονή της Χώρας ήταν χτισμένη στον έκτο λόφο της Κωνσταντινούπολης, νότια του Κεράτιου κόλπου, και ήταν αφιερωμένη στον Χριστό (εκκλησία του Αγίου Σωτήρος εν τη Χώρα. Στη θέση του σωζόμενου μνημείου υπήρχε ναός ήδη από τον 5ο αιώνα, καθολικό μονής που βρισκόταν έξω από τα τείχη του Κωνσταντίνου Α΄ (306/324-337). Όταν ο Θεοδόσιος Β΄ (408-450) έχτισε τα νέα τείχη, κατά το διάστημα 412-441, η μονή περιελήφθη στον περίβολο των οχυρώσεων, καθώς βρίσκεται σε μικρή απόσταση από αυτές.
Η ονομασία απέκτησε και συμβολικό νόημα, όπως μπορούμε να το δούμε στα δύο βασικά ψηφιδωτά του νάρθηκα του καθολικού: οι επιγραφές που τα συνοδεύουν χαρακτηρίζουν το Χριστό «Χώρα των Ζώντων» και την Παναγία «Χώρα του Αχωρήτου».
Το σημερινό αρχιτεκτόνημα ανεγέρθηκε ανάμεσα στο 1077 και 1081 από την πεθερά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) Μαρία Δούκαινα, πάνω σε παλαιότερα κτίσματα του 6ου και του 9ου αιώνα· αργότερα, λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν στην ανατολική πλευρά, ενδεχομένως από σεισμό, επισκευάστη ριζικά γύρω στο 1120 από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, γιο του Αλεξίου Α΄. Στους παλαιολόγειους χρόνους, μεταξύ των ετών 1316-1320/1321, ο Θεόδωρος Μετοχίτης πρόσθεσε τον εξωνάρθηκα και το νότιο παρεκκλήσιο, προσθήκες χαρακτηριστικές στην υστεροβυζαντινή ναοδομία, και κόσμησε το ναό με τα περίφημα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες.
Στους νάρθηκες του καθολικού και του παρεκκλησίου αναπτύσσονται οι δύο λεπτομερείς κύκλοι του βίου της Παρθένου και των παιδικών χρόνων του Χριστού, που συνδυάζονται με τη Γενεαλογία του και τον κύκλο των θαυμάτων του.
Για τις περισσότερες από τις σκηνές των κύκλων αυτών αντλήθηκαν λεπτομέρειες από απόκρυφα θρησκευτικά κείμενα όπως το Πρωτευαγγέλιο ή το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του αγίου Ιακώβου, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στο Μεσαίωνα. Στους τρούλους και στα τόξα των κογχών των ναρθήκων απεικονίζονται ο Χριστός, η Παναγία στον τύπο της Βλαχερνίτισσας, οι πατριάρχες και οι βασιλείς της Παλαιάς Διαθήκης, οι προφήτες, οι απόστολοι και άλλοι άγιοι σε ολόσωμες παραστάσεις ή σε προτομές σε μετάλλια. Πάνω από την είσοδο του εσωνάρθηκα προς τον κυρίως ναό βρίσκεται το ψηφιδωτό ένθρονου Ιησού, στα πόδια του γονατίζει ο κτήτορας Θεόδωρος Μετοχίτης, προσφέροντάς του μικρό μοντέλο του ναού.
Περίπου μισό αιώνα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το κτίσμα μετατράπηκε σε τέμενος με εντολή του μεγάλου βεζίρη του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512) και πήρε το όνομα Kariye Çamii. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με παχύ στρώμα κονίαματος, που μαζί με τους συχνούς σεισμούς στην περιοχή κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής διακόσμησης. Το 1948, με πρωτοβουλία των Thomas Whittemore και Paul A. Underwood, ερευνητών στο Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο (Byzantine Institute of America) και στο Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών του Dumbarton Oaks, ξεκίνησε το πρόγραμμα αναστήλωσης του μνημείου. Έκτοτε το μνημείο έπαψε να λειτουργεί ως τέμενος και το 1958 άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό ως Kariye Müzesi (Μουσείο Καριγιέ τζαμί).
Πρόκειται για το σημαντικότερο μνημείο της εποχής των Παλαιολόγων και λόγω του μοναδικού του εικονογραφικού προγράμματος, ένα από τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά δημιουργήματα της βυζαντινής τέχνης.
Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού και οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου αναδεικνύουν το υψηλό ποιοτικά επίπεδο, την ιδεολογική κατεύθυνση, την αναβίωση των κλασικών γραμμάτων και την καλλιτεχνική καταξίωση της Αναγέννησης των Παλαιολόγων κατά το 14ο αιώνα.