Του Γιώργου Κακλίκη, Πρέσβη ε.τ.
Μέσα σε μία πολύ ιδιότυπη ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται η προεκλογική εκστρατεία στη γειτονική Τουρκία. Την αποκλειστικότητα στην επικαιρότητα έχει η εκλογή προέδρου και όχι η ταυτόχρονη εκλογή των μελών της «Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης». Λογική συνέπεια της υποβάθμισης των λοιπών νομοθετικών και εκτελεστικών θεσμών της χώρας όπου η, ήδη ισχύουσα, προεδρική μονοκρατορία υπαγορεύει, κυριολεκτικά, όχι μόνο τις δηλώσεις των υποτελών της στην Κυβέρνηση αλλά και τις όποιες κινήσεις τους. Η εικόνα της σημερινής Τουρκίας έχει πολλά κοινά σημεία με εκείνη άλλων κρατών όπου η κατ' επίφασιν δημοκρατία προβάλλεται μεν στο προσκήνιο ενώ στα παρασκήνια κυριαρχούν οι παράγοντες και οι μηχανισμοί ενός υπαρκτού ολοκληρωτισμού.
Ο Ταγίπ Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την, χαρακτηρισμένη από τον ίδιο, «θεόσταλτη» απόπειρα πραξικοπήματος και αποτίναξε από τον αυτοκρατορικό του μανδύα ό,τι θεωρούσε ότι τον μίαινε επικίνδυνα. Έτσι, τα πανεπιστήμια σιγούν σε σχέση με τις αντιδράσεις τους άλλων εποχών. Έστω κι αν και τότε, ο πέλεκυς του νόμου επικρεμόταν πάνω από τις κεφαλές διδασκόντων και διδασκομένων και οι διώξεις είχαν μόνιμο σκηνοθέτη τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις. Και δεν είναι μόνο ο χώρος των πανεπιστημίων. Ο ίδιος ο στρατός απονευρώθηκε, η κρατική διοίκηση άλλαξε άρδην ενώ οι πάντες γνωρίζουν πως ό,τι κι αν πουν, ό,τι κι αν κάνουν μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο εναντίον τους αλλά και εναντίον των μελών της οικογένειάς τους.
Όπως θα το περίμενε κανείς, μέσα σε μία τέτοια ανατροπή της προηγούμενης τάξης, δεν μπορούσε να εξαιρεθεί ο κόσμος των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο κόσμος της δημοσιογραφίας, ο κόσμος των κύριων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, διώκεται. Μια εικόνα διατεταγμένης γραφής και λόγου, γνωστή στους Έλληνες από τα χρόνια της επταετίας. Ιστορικές εφημερίδες μπαίνουν σε καραντίνα, δημοσιογραφικοί όμιλοι, που τολμούν να ψελλίσουν γνώμες αντίθετες από εκείνες του καθεστώτος, διώκονται ή εξαγοράζονται από φίλους της εξουσίας. Και, για να μη μένουν κενά στα χρώματα του περίεργου αυτού μωσαϊκού, ο ξένος τύπος, οι εκπρόσωποί του που δουλεύουν στην Τουρκία, αισθάνονται σαφώς και αυτοί την απειλή της δίωξης και της επ΄αόριστον φυλάκισης. Όπως έγινε με τον τουρκικής καταγωγής Γερμανό δημοσιογράφο που γεύτηκε στιγμές από το Εξπρές του Μεσονυκτίου.
Η αντίθετη άποψη σπάνια δεν ενοχλεί. Θίγει καίρια τους φαινομενικά δημοκράτες που ερεθίζονται με ό,τι δεν είναι συμβατό με τις θέσεις τους. Ασφαλώς η Παγκόσμια Ημέρα της Ελευθερίας του Τύπου - που στις 3 Μαίου γιορτάστηκε στον κόσμο - είναι γι΄αυτούς μία περιττή, άχρηστη και ενοχλητική επέτειος. Οι ιθύνοντες της Άγκυρας δυσκολεύονται να αποδεχθούν τη θεμελιώδη σημασία των Μέσων και των λειτουργών τους στην κοινωνία. Η λειτουργία ενός εποπτικού και θαρραλέου Τύπου προκαλεί και ενθαρρύνει συζητήσεις και ξεσκεπάζει αδικίες. Και είναι έτσι ασύμφορη για αυτούς. Στην κορυφή της ηγεσίας της σημερινής Τουρκίας δεν είναι ευχάριστο οι πολίτες να αποκτούν ολοκληρωμένες πληροφορίες, να διαμορφώνουν δικές τους απόψεις και, συνεκδοχικά, να «ελέγχουν» έτσι τον πρόεδρο και την κυβέρνησή τους.
Η πορεία προς την παγίωση της μονοκρατορικής διακυβέρνησης της χώρας είναι γεμάτη παγίδες και κινδύνους για τους Τούρκους δημοσιογράφους. Η λογοκρισία αποτελεί κανόνα. Και όταν, κάποιες στιγμές, ακούγονται ανεξάρτητες φωνές, είτε πίπτει ράβδος είτε αφήνονται να αντιτίθενται κάποιοι ανώδυνα διαμαρτυρόμενοι ώστε να υπάρχει το “επιχείρημα” ότι ο Τύπος δεν έχει φιμωθεί. Άλλο αν οι κακοποιήσεις δημοσιογράφων, οι φυλακίσεις και οι εξαφανίσεις τους είναι κοινά πια φαινόμενα στην τουρκική καθημερινότητα.
Ασπίδα της δημοκρατίας αποτελεί η ελευθερία του Τύπου σ΄όλο τον κόσμο. Όταν η κοινωνία βρίσκεται στο σκοτάδι, όταν μένει απληροφόρητη, όταν η συζήτηση των σημαντικών θεμάτων που την απασχολούν απουσιάζει, όταν η γνώμη πνίγεται, τότε η δημοκρατία απουσιάζει. Και, μαζί με αυτήν, απουσιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Τούρκος πρόεδρος σαφώς και γνωρίζει τις αλήθειες αυτές. Αλλά, όπως οι περισσότεροι από τους ισχυρούς που πιστεύουν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, αρνείται την ελευθερία έκφρασης, την προστασία των δημοσιογράφων και του τρόπου εργασίας τους. Τους αρνείται το δημοσιογραφικό απόρρητο, ένα στοιχειώδες προαπαιτούμενο για την επιτέλεση του λειτουργήματός τους.
Είναι συχνές οι καταδικαστικές φωνές για την πρακτική φίμωσης και τρομοκρατίας που ακολουθεί έναντι των λειτουργών του τύπου η διοίκηση Ερντογάν. Και αυτές οι φωνές προέρχονται, κυρίως, από τους συναδέλφους τους άλλων χωρών. Όμως αυτό δεν φτάνει. Είναι ανάγκη, οι ηγέτες της Δύσης να υψώσουν μια, σταθερά ενιαία, φωνή ενάντια σε εκείνους που επιβάλλουν σιγή ολοκληρωτισμού στους λειτουργούς του Τύπου στην ανατολική γειτονιά μας. Οι απαγορεύσεις, οι φυλακίσεις και οι εξαφανίσεις δημοσιογράφων είναι βαριά συμπτώματα βαριάς νόσου. Η υπεράσπιση της ελεύθερης δημοσιογραφίας είναι καθήκον όλων όσοι επικαλούνται την ανάγκη για διατήρηση καλών σχέσεων και συνεργασίας με την Τουρκία. Διότι μια Τουρκία, με την πλειοψηφία των πολιτών της στο σκοτάδι, με την κοινωνία της να δέχεται τους καθημερινούς βομβαρδισμούς μιας προπαγάνδας που στοχεύει στην ενίσχυση του καθεστώτος και την πραγμάτωση των οθωμανικών βλέψεων του Τούρκου προέδρου, με παραπλάνηση των πολιτών και με στρέβλωση των γεγονότων, είναι πολλαπλά επικίνδυνη. Και διότι μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες αναφλέξεις αλλά και διότι απομακρύνεται από τη Δύση. Χάνοντας έτσι την ελπίδα να στραφεί προς την Ευρώπη και να σταθεί στην διεθνή σκηνή ως κράτος σοβαρό που ξέρει όχι μόνο να διαμαρτύρεται παράλογα, να διεκδικεί δίκαια τρίτων και να απειλεί με πολέμους, αλλά να προσφέρει στη σταθερότητα και να συνεργάζεται με βάση τους διεθνείς και όχι τους τουρκικούς κανόνες.
Αν αυτό δεν πετύχει η Δύση να το ενσταλάξει στην ηγεσία της Άγκυρας, η μόνη μορφή δημοσιογραφίας που θα κυριαρχήσει στην Τουρκία θα είναι η αντίστοιχη με εκείνη της θλιβερής ηθοποιού της Βόρειας Κορέας που, με στόμφο, απαγγέλλει καθημερινά, στην καθεστωτικά ελεγχόμενη τηλεόραση, ό,τι της υπαγορεύεται ως είδηση. Το ύφος και το περιεχόμενο όλων αυτών, θυμίζει τραγωδία...