«Ίσως ακουστεί λίγο περίεργο αυτό, αλλά διαπιστώνω πως μου αρέσουν οι σιωπηλοί, δειλοί, συνεσταλμένοι ήρωες. Η άδεια που έχω να μπαίνω στο μυαλό και την καρδιά τους (αυτονόητη, αφού σε μένα οφείλουν την ύπαρξή τους) όπου «υπάρχει» ένας ολόκληρος, φουρτουνιασμένος κόσμος αισθημάτων και σκέψεων, δημιουργεί μια αντίθεση που με ενεργοποιεί πολύ.» Μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας που έκανε τα «Μαύρα παπούτσια της Παρέλασης» αλησμόνητα. Ο Βαγγέλης Προβιάς, ο οποίος λατρεύει τον Τσέχωφ, την Ούρσουλα Λε Γκεν και τον Τόμας Μαν, ανοίγει τα χαρτιά του. Εξάλλου χειρόγραφα είναι συνήθως, και αγαπά να τα γράφει σε καφέ, σε πλατείες, δοκιμάζοντας «περαιώσεις» διαφορετικές.
«Νομίζω πως η Τσεχωφική προσέγγιση, πως στο πολύ καθημερινό και λείο κρύβεται, αν σταθείς και προσέξεις, κάτι πολύ σπάνιο και ενδεχομένως και τραχύ, γρατζουνιστικό, είναι μια “εμμονή” που δεν θα πάψω να θεωρώ ανεξάντλητη πηγή ιστοριών», θα αναγνωρίσει και ναι, η καραντίνα τον έχει δυσκολέψει πολύ.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
-Κύριε Προβιά, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Γράφω πάντα χειρόγραφα, εκτός από τα πολύ τελευταία χέρια του κειμένου, λίγο πριν το δουν άλλοι. Έχω τεράστια αποθέματα σε στυλό, που με πίκρα αναγνωρίζω ότι δεν θα προλάβω να εξαντλήσω, ακόμη και αν ζήσω μέχρι τα 100 – ναι, είναι τόσα πολλά. Προτιμώ να γράφω σε καφέ, και σε πλατείες – ναι, η καραντίνα με έχει αποσυντονίσει. Μου αρέσουν τα σημειωματάρια με χοντρό εξώφυλλο. Τέλος, έχω έναν πολύ ακριβό στυλό, που απολαμβάνω να τον χρησιμοποιώ, κυρίως για τον άνθρωπο που μου θυμίζει, παρά για το απαλό του σύρσιμο πάνω στο χαρτί.
-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Κατά κανόνα το έναυσμα είναι ένα συναίσθημα ή ένα πρόσωπο, καμία φορά κάποια εικόνα, σπανιότερα ένα «θέμα» ή ένα νοητικό ζητούμενο. Σχεδόν ποτέ δεν ξεκινώ γνωρίζοντας το τέλος. Το σκαρώνω στην πορεία. Πολλές φορές γράφω εναλλακτικές περαιώσεις και αμφιβάλω για καιρό μετά την ολοκλήρωση της ιστορίας ποια είναι, τελικά, η «καλλίτερη».
-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Δύο έχω όλα και όλα, αισθάνομαι λίγο οκνηρός στην τοποθεσία σορολόπ… Φαντάζομαι τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης, που γράφονταν δίχως να το γνωρίζω. Απλά, ολοκλήρωνα διηγήματα και τα άφηνα στην άκρη, χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Νομίζω πως η Τσεχωφική προσέγγιση, πως στο πολύ καθημερινό και λείο κρύβεται, αν σταθείς και προσέξεις, κάτι πολύ σπάνιο και ενδεχομένως και τραχύ, γρατζουνιστικό, είναι μια «εμμονή» που δεν θα πάψω να θεωρώ ανεξάντλητη πηγή ιστοριών.
-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Να βρίσκεται εντός των πλαισίων της εμμονής μου – να έχει το στοιχείο της έκπληξης, της ανατροπής όσων θεωρούμε δεδομένα ή συνηθισμένα. Ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο, που λειτουργεί σαν σύναψη αισθήματος, βοηθά πάντοτε πολύ.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Ίσως ακουστεί λίγο περίεργο αυτό, αλλά διαπιστώνω πως μου αρέσουν οι σιωπηλοί, δειλοί, συνεσταλμένοι ήρωες. Η άδεια που έχω να μπαίνω στο μυαλό και την καρδιά τους (αυτονόητη, αφού σε μένα οφείλουν την ύπαρξή τους) όπου «υπάρχει» ένας ολόκληρος, φουρτουνιασμένος κόσμος αισθημάτων και σκέψεων, δημιουργεί μια αντίθεση που με ενεργοποιεί πολύ.
-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Οι ήρωες που ενσαρκώνουν αυτοβιογραφικά επεισόδια/εμπειρίες, με παραξενεύουν. Μου είναι και πολύ οικείοι αλλά και εντελώς ξένοι… σχηματίζονται με μια μικρή αγωνία, μην γίνουν πολύ αυτοαναφορικοί και ομφαλοσκόποι.
-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού με τα μήλα, την Λόλα, και τα βου βου στον βορειά που φυσούσε. Όχι μόνο επειδή μου άνοιξε τον δρόμο της σχέσης ζωής με τα γράμματα και τα βιβλία, αλλά και επειδή απεικόνιζε μια οικογένεια τόσο ξένη με την δική μου που ήταν σαν εξωγήινη.
-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Όλα του Τσέχωφ, όλα της Λε Γκεν, όλα του Τόμας Μάν, όλα του Τζωρτζ Σώντερς.
-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Οι παραπάνω συν όλοι οι Ρώσοι, οι μισοί τουλάχιστον Αμερικανοί, 1 στους 3 Έλληνες, κάμποσοι Γερμανοί, λίγοι Γάλλοι, λίγοι Ισπανοί και Ισπανόφωνοι… Ποίηση διαβάζω μόνο στο facebook, ομολογώ. Φίλοι, μη σταματάτε να ποστάρετε στίχους, με διδάσκετε!
-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Δεν έχω συγκεκριμένες συνήθειες. Εξαρτάται από την ανασφάλειά μου, την ευρύτερή μου κατάσταση, την διάθεσή μου. Συνήθως γράφω πρωί, κάπου στο βάθος παίζει ένας σταθμός από το Ρόντ Άιλαντ που μεταδίδει υπέροχη κλασική μουσική, ή κάποιος ελληνικός που παίζει κλασικά λαϊκά, και όποτε δεν βρίσκομαι σε κάποιο καφέ έξω (αχ…) είμαι περιτριγυρισμένος από τις βιβλιοθήκες μου. Μου αρέσει πολύ να γράφω στην Σκιάθο, το χειμώνα. Αγαπώ πολύ και τα διορθωτικά υγρά – θα ήθελα να υπήρχαν και για τα ερωτικά μας ζητήματα, αλλά και τα υπόλοιπα της ζωής, όχι μόνο για τα γραπτά μας. Α, και long live the Pet Shop Boys!
-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Εξελίσσεται, ακόμη! Προσεύχομαι να είναι ένα μυθιστόρημα που θα κάνει πάταγο… στο ψυχικό μου τοπίο! Η πρώτη και βασικότερη φιλοδοξία.