Η προσοχή μας έχει στραφεί πρώτον στο πόσο βαθιά θα είναι η ύφεση το 2020 και πόσο γρήγορα θα ανακάμψει η διεθνής και η ελληνική οικονομία και δεύτερον τι χαρακτηριστικά έχει. Περιέργως το δεύτερο θέμα είναι σοβαρότερο από το πρώτο. Εάν η κρίση από κρίση προσφοράς και ζήτησης μεταβληθεί σε χρηματοπιστωτική με τις αγορές να είναι εξαιρετικά σφιχτές, τότε θα πηγαίναμε σε μία κρίση παρόμοια με του 2008 για τον κόσμο και 2011 για την Ελλάδα. Εδώ είναι τα πρώτα καλά νέα. Οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν γρήγορα και με πρωτοφανή τρόπο. Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους δείκτες, φαίνεται να ηρεμούν, οι τιμές των πραγματικών στοιχείων και οι κεφαλαιαγορές φαίνεται να επανέρχονται, σε σημείο παρεξήγησης, ότι προβλέπουν το τέλος της πανδημίας. Εξάλλου δεν υπάρχουν, προς το παρόν πιέσεις στην χρηματοδότηση των κρατών.
Έτσι η κρίση αποκτά ένα περισσότερο σαφή χαρακτήρα ως κρίση ζήτησης: Οι άνθρωποι δεν έχουν αρκετά εισοδήματα και εάν έχουν διστάζουν να τα ξοδέψουν.
Γι’ αυτό η δημοσιονομική πολιτική ενεργοποιείται στον βαθμό που επιτρέπει ο πραγματικός δημοσιονομικός χώρος μαζί με τον χώρο που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες. Οι πολιτικές που ασκούνται αποδίδουν με αποτέλεσμα ο PMI στην Ευρώπη να αντιδρά σχεδόν σε σχήμα με V αλλά δυστυχώς αυτό δεν αφορά όλους. Το βραχυκύκλωμα του τουρισμού, που δεν είναι μόνο Ελληνικό, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Μάλλον αναμένουμε τις εισπράξεις από τον τουρισμό ότι θα κυμανθούν γύρω στο 25% των περσινών εσόδων ενώ χρειαζόμασταν ένα τουλάχιστον 50% για να έχουμε μία ύφεση γύρω στο -7,5%. Όμως μπορεί άλλοι τομείς που έχουν υψηλή συμμετοχή στο ΑΕΠ, μετακίνηση, μεταφορές, διαχείριση ακινήτων να αντιδράσουν καλύτερα του αναμενόμενου και τελικά να διατηρηθεί και το δημοσιονομικό σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
Το σχετικά καινούριο στοιχείο είναι ότι τελικά φαίνεται ότι η εργασία πλήττεται περισσότερο του αναμενόμενου και γι’ αυτό πρέπει ίσως να επανεξεταστούν τα μέτρα προς την κατεύθυνση της άμεσης ενίσχυσής της. Όμως ο κόσμος βρίσκεται σε μία περίοδο όπου η αβεβαιότητα παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο κυρίως διότι α) φοβόμαστε (βλέπουμε;) ένα δεύτερο κύμα COVID, β) οι εκλογές στις ΗΠΑ μπορεί να έχουν ένα οριακό αποτέλεσμα, γ) ο πολιτικός κίνδυνος γενικώς αυξάνεται, δ) το νέο Brexit Deal είναι πιο πιθανό και ε) τα γεωστρατηγικά παιχνίδια εντείνονται στην περιοχή μας.
Αυτές οι συνθήκες κάνουν και την οικονομική πολιτική να γίνεται πιο προσεκτική. Εάν εδώ προσθέσετε την βραδυπορούσα Ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική θα ελπίζουμε στα θετικά του εσωτερικού ορθολογισμού και την κοινωνική συναίνεση για να ξεπεράσουμε τα δύσκολα.
* Ο Π. Πετράκης είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.