Ένα διήγημα του Νίκου Ορφανού
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σουρούπωνε. Δεκέμβρης. Άλλος ένας Δεκέμβρης, όπως τόσοι άλλοι πριν από αυτόν. Πάντα τέτοιο μήνα εργαζόταν εντατικά. Η δουλειά στην εταιρεία αυξανόταν, σαν να κυνηγούσαν όλοι το χρόνο που φεύγει. Κάτω στη λεωφόρο, τα αυτοκίνητα στριμώχνονταν το ένα πίσω από το άλλο. Το ηλιοβασίλεμα έσβηνε κυνηγημένο από τη νύχτα που ερχόταν. Τα κόκκινα και μπλε φώτα από τις βιτρίνες άναβαν ένα ένα.
Κοίταξε στο ρολόι του το λεπτοδείκτη που γυρνούσε γύρω γύρω χωρίς σταματημό. Γι' αυτόν δεν υπήρχαν γιορτές. Αυτός, ο λεπτοδείκτης, ποτέ δε σταματούσε ας πούμε να ευχηθεί κάτι σε κάποιον, να κοντοσταθεί πριν συνεχίσει κερδίζοντας τα χαμένα δευτερόλεπτα. Για το λεπτοδείκτη, που πάνω από τους δύο δείκτες του ρολογιού στριφογυρνούσε διαρκώς, ο χρόνος ήταν μόνο χρόνος, χωρίς μήνες, ημέρες, ώρες και στιγμές. Έτσι ήταν κι εκείνος, ένας λεπτοδείκτης που δε σταματούσε ποτέ.
Τεντώθηκε να ξεπιαστεί και σηκώθηκε. Φόρεσε το παλτό του, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του, χαιρέτισε τη γραμματέα του και μπήκε στο ασανσέρ του διαδρόμου, έξω από τη γυάλινη πόρτα με τα διακριτικά της εταιρείας που εργαζόταν. Όρθιος μαζί με άλλους με παρόμοιο ντύσιμο και ύφος, περίμενε ώσπου το ασανσέρ τον άδειασε στο γκαράζ.
Οδηγούσε κάτω από στολισμένους δρόμους και έντονες επιγραφές. Κόσμος μπαινόβγαινε στα μαγαζιά φορτωμένος πακέτα. Κίνηση, σαν θα έλεγες βγαλμένη από καρτ ποστάλ άλλης εποχής. Καταστήματα σαν ψεύτικα, στη θέση εκείνων που άλλοτε ψώνιζε μικρός…μικρός; μισό λεπτό, ποτέ δεν υπήρξε μικρός, ποτέ δε μπήκε σε κατάστημα να αγοράσει δώρο, ποτέ δεν του έφεραν κάτι, δεν είχε υπάρξει ποτέ του μικρός. Δεν ήθελε να έχει υπάρξει μικρός. Άνοιξε λίγο το παράθυρο να μπει παγωμένος αέρας να τον συνεφέρει.
“Μικρέ, πες τα” άκουσε μια φωνή να λέει σε κάποιον μικρό και μια μουσική παιγμένη με μεταλλικά οργανάκια του έφερε παραζάλη, πάτησε γκάζι και απομακρύνθηκε στο βάθος της λεωφόρου.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και μια γλυκιά ζέστη τον τύλιξε. “Μπαμπά, μπαμπά” μια φωνή που φώναζε, σε ποιον; σε αυτόν; αυτός ήταν ο μπαμπάς; μάλλον, ναι, τώρα θυμήθηκε κάποιος μικρός σε κάποιο σπίτι, ίσως στο δικό του, δηλαδή σε κάποιο οίκημα που εργαζόταν, όταν δεν εργαζόταν στο γραφείο, κάποιος μικρός τον αποκαλούσε “μπαμπά” και κάθε φορά που τον άκουγε νόμιζε ότι απευθυνόταν σε κάποιον άλλο.
'Εγώ έχω δουλειά” είπε και κλείστηκε στο δωμάτιο που είχε για δεύτερο γραφείο. Κάποιος μάζεψε το μικρό που φώναζε μπαμπά και τον απασχόλησε πίσω από την κλειστή πόρτα. Εκείνος κοίταξε το ημερολόγιο, 24 Δεκεμβρίου, οι μέρες του φάνηκε να αργοσέρνονται βασανιστικά. Θα ήθελε να κλειστεί σε ένα δωμάτιο μέχρι το ημερολόγιο να ξαναδείξει προχωρημένο Γενάρη.
Κατέβασε τα παντζούρια για να μην αντανακλούν στα τζάμια του παραθύρου τα φώτα του στολισμένου δρόμου και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Ο λεπτοδείκτης δε σταματούσε ποτέ, ο λεπτοδείκτης γεννήθηκε έτσι, δεν είχε παιδικά χρόνια όπου στροφογυρνούσε ανέμελος. Κάποιος τον τοποθέτησε κατευθείαν στη θέση του με τον προορισμό του καθορισμένο. Να γυρίζει μέχρι να χαλάσει, μέχρι να πεθ…
Άνοιξε τον υπολογιστή του και βυθίστηκε σε νούμερα, μετρήσεις και στατιστικές. Σημείωνε παρατηρήσεις και συμπεράσματα, διορθώσεις και επισημάνσεις, εντόπιζε λάθη και επανυπολόγιζε κόστη και μικτά ποσά και ταξινομούσε εντολές πληρωμών, προθεσμίες και εκτύπωνε προϋπολογισμούς. Κάποια στιγμή σαν όλα τα νούμερα να έγιναν ένα, σαν να άρχισαν να βγαίνουν από την οθόνη του και να στροβιλίζονται στον αέρα, κάτω από τις δύο λάμπες των φωτιστικών του γραφείου του. Ζαλίστηκε, έκλεισε για λίγο την οθόνη και έπιασε μια εφημερίδα που ήταν αφημένη παραδίπλα. Ήταν κι αυτή περασμένων ημερών, ούτε εφημερίδα προλάβαινε πια να διαβάσει, αυτός που άλλοτε τις καταβρόχθιζε. Την άνοιξε τυχαία.
Σε μια φωτογραφία είδε ένα παιδί σε ένα δωμάτιο μπροστά σε ένα ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το δέντρο ήταν χωρίς στολίδια, με τρία χλωμά φωτάκια να προσπαθούν να το κάνουν να μοιάζει χαρούμενο και γιορτινό, η εικόνα ήταν σκέτη θλίψη και μελαγχολία. Τον έπιασε σκοτοδίνη. Έκλεισε την εφημερίδα, την πέταξε παράμερα και έβγαλε τα γυαλιά του. Έτριψε τα μάτια του που πονούσαν και έκλεισε λίγο τα μάτια του.
Μια φωνή ακούστηκε πίσω από την κλειστή πόρτα. “Αντρέα…Αντρέα άνοιξε…έλα μαζί μας…έλα μαζί μας αγόρι μου, μην είσαι μόνος…” Ποια φωνή ήταν αυτή; Τι του θύμιζε; Άνοιξε την πόρτα, μα…δεν είδε το χολ που ήξερε, δεν είδε την πόρτα του δωματίου του σπιτιού του που ήξερε. Αντιθέτως είδε ένα άδειο κακοφωτισμένο δωμάτιο και ένα παιδί να κάθεται στο πάτωμα μπροστά σε ένα ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο με λίγα φωτάκια μόνο να προσπαθούν να το κάνουν να μοιάσει γιορτινό. Κοίταξε γύρω, κανείς, μα τι στο…τι ήταν; κοιμόταν; έβλεπε όνειρο; πλησίασε το παιδί, εκείνο τον κοίταξε, “εσένα σε ξέρω” του είπε εκείνος, “είσαι…εγώ…μα..εγώ δεν ήμουν παιδί…δεν ήμουν παιδί ποτέ…”
Πετάχτηκε έξω και πήγε στην εξώπορτα που πια ήταν μια παλιά ξύλινη πόρτα, την άνοιξε και βγήκε στην παγωνιά. Άρχισε να περπατάει σε μια γειτονιά που δεν ήταν πια η δική του, σε δρόμους που δεν αναγνώριζε, σε αυτοκίνητα που ήταν αλλιώτικα, ανάμεσα σε περαστικούς που του έμοιαζαν ηθοποιοί ντυμένοι με κοστούμια για παράσταση άλλης εποχής. Κι όμως όλα του ήταν οικεία, γνώριμα, σαν να είχε ξαναζήσει κάποτε εκεί, σε αυτή τη γειτονιά, σε αυτούς τους δρόμους, με αυτούς τους ανθρώπους.
Άνοιξε μια πόρτα και μπήκε σε ένα μαγαζί για να γλιτώσει από αυτή την αίσθηση της επαναλαμβανόμενης παγίδας. Στάθηκε όρθιος κάτω από ένα χλωμό φως. Κοίταξε γύρω του. Τι μέρος ήταν αυτό; “Καλησπέρα σας και χρόνια πολλά” άκουσε μια φωνή. “Καλησπέρα, είπε κι εκείνος μηχανικά, θα ήθελα…” τι; τι θα ήθελε; σάμπως ήξερε τι ήταν εκεί που μπήκε; “Τι..τι έχετε;” ψέλλισε γενικά κι αόριστα.
“Εξαρτάται τι του αρέσει” είπε η φωνή. “Πόσων χρονών είναι;”
“Δε..δε θυμάμαι…ας πούμε τεσσάρων” ξαναείπε εκείνος έτσι σχεδόν στην τύχη.
“Τότε θα σας προτείνω μερικά από τα καλύτερά μας” ξεθάρρεψε η φωνή. “Κοιτάξτε αυτό εδώ το τρενάκι, είναι ό,τι πρέπει…εύκολο στη συναρμολόγηση, με δικά του φώτα που ανάβουν καθώς κινείται στις ράγες του. Ή αυτός ο μικροσκοπικός λόχος με στρατιώτες, προσέξτε τη λεπτομέρεια, στα όπλα, τις στολές. Επίσης, αυτό το ποδοσφαιράκι με τις δύο εντεκάδες, όπου μπορείτε να επιλέξετε όποια ομάδα σας αρέσει. Τα αυτοκινητάκια μας είναι ακριβέστατες μινιατούρες των μεγάλων κανονικών αυτοκινήτων, έχουμε ακόμα σβούρες, κουκλόσπιτα που ανοίγουν στα δυο, το πλοίο των πειρατών, μπάλες αμέτρητες σε κάθε χρώμα και μέγεθος-“
“Συγγνώμη…τι χρονιά έχουμε;” ρώτησε εκείνος.
“Μα, τι σημασία έχει, όταν είναι κανείς παιδί;” απάντησε η φωνή.
“Έχει, πάντα έχει” ξαναείπε εκείνος.
“Τι σημασία έχει…” μίλησε η φωνή και πάλι, “…'όταν ανακαλύπτεις τον κόσμο διαρκώς;..μικρέ μου;”
Πετάχτηκε έξω από εκείνο το απαίσιο μαγαζί και ξανάπιασε να περπατάει στον ίδιο αλλόκοτο τόπο. “Δε μπορεί…δε γίνεται…κοιμάμαι ακόμα…” σκεφτόταν, πήδηξε στον αέρα μπας και ξυπνήσει, χώθηκε σε ένα πάρκο με χλόη και έκανε μια κωλοτούμπα μπας και ξυπνήσει, μπήκε σε μια παιδική χαρά και άρχισε να κάνει κούνια, ανέβηκε στην τσουλήθρα, στην τραμπάλα μπας και ξυπνήσει επιτέλους, τίποτα. Ξαναπήρε τους δρόμους και συνέχιζε να βλέπει το δρόμο της γειτονιάς των παιδικών του χρόνων, τους γείτονες των παιδικών του χρόνων να τον χαιρετούν, το σπίτι των παιδικών του χρόνων να στέκει πάλι μπροστά του και εκείνη τη γνώριμη ξύλινη πόρτα.
Την ξανάνοιξε και μπήκε και το παιδί ήταν πάντα εκεί κάτω από το φτωχό εκείνο δέντρο που προσπαθούσε να φανεί χαρωπό, αλλά το μόνο που κατάφερνε είναι να μοιάζει απιστευτα μοναχικό και μελαγχολικό πλάι σε εκείνο το παιδί. Πετάχτηκε πάλι έξω και βάλθηκε να τρέχει. Ξαναβρήκε εκείνο το μαγαζί με τα παλιά παιχνίδια. Ξαναμπήκε αλλά η φωνή δεν ήταν εκεί. Ήταν κάποιος άλλος.
“Θα ήθελα παιχνίδια, πολλά παιχνίδια” είπε στο μαγαζάτορα. “εσείς είσασταν πριν κάμποση ώρα που ξαναπέρασα;” ρώτησε.
“Δε σας θυμάμαι, με συγχωρείτε,” απάντησε αυτός, “ίσως μπήκατε σε κάποιο άλλο κατάστημα”.
“Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, θα ήθελα εκείνο το τρενάκι και τα στρατιωτάκια και το ποδοσφαιράκι και…”. Χρααατς, ο πωλητής έκοβε κομμάτια μεγάλα χαρτιού και τύλιγε τα πακέτα.
“Πόσα παιδιά έχετε;” τον ρώτησε.
'Ένα. Και θέλω να προλάβω να του τα πάω μέχρι να ξημερώσουν Χριστούγεννα.”
“Τα Χριστούγεννα πέρασαν” του είπε ο πωλητής. “Τώρα να του τα πάτε για την Πρωτοχρονιά”.
Πέρασαν; Πώς περνούν οι μέρες; Πώς περνούν οι μέρες όταν δε σε νοιάζουν; Κοίταξε ένα ημερολόγιο στον τοίχο, 31 Δεκεμβρίου. Κοίταξε το ρολόι του. Ο λεπτοδείκτης σαν να γυρνούσε γρηγορότερα τώρα. Μια ανησυχία φάνηκε στο πρόσωπό του. Ο πωλητής το κατάλαβε.
“Μην ανησυχείτε. Θα προλάβετε. Αν μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στα παιδικά σου χρόνια, θα καταφέρεις να τα ξαναφτιάξεις. Και έτσι να μην τα αποχωριστείς ποτέ ξανά.”
“Έχετε δίκιο” είπε στον πωλητή. Πήρε αγκαλιά όλα τα πακέτα με τα παιχνίδια και βγήκε έξω. Ο χρόνος εν τω μεταξύ είχε κάνει άλματα. Όλα έμοιαζαν να έχουν ξαναγυρίσει στην εποχή τους. Χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι του. Η πόρτα δεν ήταν ξύλινη, ούτε παλιά. Μπήκε μέσα στη γνώριμη ζέστη. “Μπαμπά, μπαμπά” ξανακούστηκε ο μικρός και η πόρτα έκλεισε.
Το βράδυ εκείνο, το φως στο γραφείο του δεν άναψε. Και μόλις τα μαγαζιά έκλεισαν και οι διαβάτες αραίωσαν, ένα παιδί στάθηκε μπροστά στο παράθυρό τους.
Και είδε μέσα δυο άλλα παιδιά να παίζουν με λογής παιχνίδια. Κάποιος ίσως να ήταν και μεγάλος, αλλά δε μπορούσε να καταλάβει ποιος. Μόνο μια στιγμή, καθώς τα δυο παιδιά στάθηκαν με τα πρόσωπά τους το ένα δίπλα στο άλλο για να δουν να περνάει από μπροστά τους μια μικρή ατμομηχανή, διέκρινε στο ένα από τα δύο, μια αδιόρατη ρυτίδα. Το παιδί στο παράθυρο άγγιξε το αριστερό του μάτι, σαν η ρυτίδα να ήταν δική του. Χαμογέλασε και χάθηκε μέσα στη νύχτα της πρώτης μέρας του χρόνου.
Την ίδια στιγμή, σε ένα ρολόι αφημένο σε ένα ράφι, ένας λεπτοδείκτης αποφάσισε να ξεκουραστεί…και ένα ρολόι σταμάτησε, έστω και για λίγο…