Βραχυπρόθεσμα πολιτικά κριτήρια διαπνέουν τον προϋπολογισμό του 2018, ο οποίος έχει έντονο προεκλογικό άρωμα, μακριά από οποιαδήποτε οικονομική λογική, λέει ο Μιχάλης Αργυρού, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff.
Δεν βλέπει καμία άλλη στόχευση στη πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 3,82%, έναντι του ούτως ή άλλως υψηλού στόχου του προγράμματος για 3,5%, παρά μόνο προεκλογική σκοπιμότητα, που βάζει το πολιτικό συμφέρον πάνω από εκείνο της οικονομίας. Κάνει λόγο για την απόλυτη ειρωνεία μιας κυβέρνησης που ενώ κατηγορούσε τις προηγούμενες για πολύ υψηλά πλεονάσματα, όχι μόνο τα μεγαλώνει, αλλά το κάνει και με λάθος τρόπο σε βάρος της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ανάπτυξης, και των επενδύσεων που δεν πρόκειται να έρθουν.
Για τις επιπτώσεις της γερμανικής πολιτικής κρίσης, εκτιμά ότι θα προκαλέσουν αναταράξεις στο ελληνικό ζήτημα, καθώς δίχως κυβέρνηση στο Βερολίνο δεν πρόκειται να ξεκινήσει ουσιαστική συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Όσο όμως θα πλησιάζουμε προς τη λήξη του 3ου Μνημονίου και δεν θα υπάρχει ένα σαφές σχέδιο για το πώς θα πορευτεί η Ελλάδα μετά το Μνημόνιο, τόσο οι αγορές θα αρχίσουν να στέλνουν μηνύματα ότι δεν κρίνουν βιώσιμη την παρούσα κατάσταση, κάτι που εκτιμά ότι θα φανεί στα ελληνικά ομόλογα.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Είναι προϋπολογισμός εκλογών αυτός του 2018 που κατατέθηκε στη Βουλή ; Το ρωτώ γιατί και αυτός προβλέπει επιπλέον πλεόνασμα, και μάλιστα 550 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου μέρος του να δοθεί ως μέρισμα. Φορολογούμε δηλαδή και πάλι τους πολλούς για να δώσουμε ξανά λίγα σε λίγους;
Είναι ένας προϋπολογισμός που έχει προεκλογικό άρωμα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει οικονομική λογική το να στοχεύεις σε υψηλότερα από τους ήδη υπερβολικούς στόχους πλεονάσματος σε περίοδο αρνητικού παραγωγικού κενού. Αυτή η επιδίωξη μας οδηγεί στο συμπέρασμα της προεκλογικής σκοπιμότητας. Άρα, πράγματι, εδώ υπάρχει ένας πολιτικός σχεδιασμός που βλάπτει τις προοπτικές της οικονομίας. Σε περιόδους σαν τη σημερινή που η οικονομία παράγει λιγότερο από τις παραγωγικές της ικανότητες, ψάχνεις τρόπους να βελτιώσεις τις συνθήκες ζήτησης, όχι να τις επιβαρύνεις, και μάλιστα με τρόπο που βλάπτει καίρια την πλευρά της προσφοράς, δηλαδή με υπερφορολόγηση.
Τι επιπτώσεις έχει το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός για το 2018 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,82% του ΑΕΠ, έναντι του ήδη υψηλού στόχου του προγράμματος για 3,5%; Πως σχολιάζετε το γεγονός ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να πάρει από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις επιπλέον 550 εκατ. ευρώ από τα αρχικώς προϋπολογισθέντα, τη στιγμή μάλιστα που έχει κατακριθεί από τους πιστωτές της χώρας για την πρακτική της αυτή;
Είναι προφανές ότι υπάρχουν βραχυπρόθεσμα πολιτικά κριτήρια που ξεφεύγουν από την οικονομική λογική, και βεβαίως αποτελούν δείγμα ότι απουσιάζει ένας ρεαλιστικός μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για να πάει μπροστά η χώρα. Τι χρειάζεται επειγόντως η ελληνική οικονομία; Μείωση της φορολογίας για εργαζομένους και επιχειρήσεις.
Όταν λοιπόν το όποιο περιθώριο έχεις για να το κάνεις αυτό, όχι απλώς δεν το χρησιμοποιείς, αλλά αντίθετα το ακυρώνεις, καθώς στοχεύεις σε πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που προβλέπει το ήδη αυστηρό πρόγραμμα, τότε δεν υπάρχει προοπτική για έναν επιχειρηματία ή επενδυτή να κάνει προβλέψεις ικανοποιητικής κερδοφορίας για το μέλλον. Ούτε υπάρχει προοπτική για τους εργαζόμενους να λάβουν οικονομικές αποφάσεις υπολογίζοντας σε υψηλότερα μόνιμα εισοδήματα. Κατά συνέπεια βάζουμε τη πολιτική στόχευση πάνω από τα συμφέροντα της οικονομίας και αυτό βεβαίως δεν βοηθά τη χώρα να ξεκολλήσει από την χαμηλή πτήση στην οποία βρίσκεται.
Πως μπορεί κανείς να προσδοκά ανάπτυξη 2,5% για το 2018, όταν η κυβέρνηση υπολογίζει να εισπράξει επιπλέον 1 δισ ευρώ από άμεσους και έμμεσους φόρους; Δίχως να υπολογίζουμε την κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους, την προγραμματισμένη αύξηση εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες και την αύξηση των αντικειμενικών αξιών για τους ιδιοκτήτες ακινήτων...
Το υπερβάλλον αυτό πλεόνασμα προφανώς θα προέλθει είτε από ευάλωτες ομάδες που θα χάσουν μια παροχή, είτε από όσους μπορούν να στηρίξουν την απασχόληση (π.χ. ελεύθερους επαγγελματίες), είτε από την αγορά ακινήτων (στην οποία όμως η οικονομία ποντάρει πολλά για να ανακάμψει). Καταλήγουμε δηλαδή ότι το υπερβάλλον πλεόνασμα επιδιώκεται σε βάρος αφενός των ευάλωτων ομάδων, αφετέρου των αναπτυξιακών προοπτικών, άρα υπερβαίνει την κοινή και οικονομική λογική.
Σύμφωνοι, αλλά όλες αυτές οι υπερεπιδόσεις καταγράφονται την ώρα που οι προβλέψεις για την ανάπτυξη υποχωρούν (φέτος η πρόβλεψη είναι 1,6% του ΑΕΠ έναντι 1,8% στο προσχέδιο και 2,7% πριν από ένα χρόνο), και τα έσοδα του προϋπολογισμού του 2017 προβλέπονται μειωμένα κατά 1 δισ ευρώ σε σχέση με τον στόχο ; Επιτυγχάνονται χάρη σε μαχαίρι στις δαπάνες;
Το πλεόνασμα επιτυγχάνεται με λάθος τρόπο. Ασφαλώς και σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με χρέος ίσο με το 180% του ΑΕΠ, κάθε κυβέρνηση πρέπει να προσβλέπει στη δημοσιονομική τάξη. Τώρα όμως έχουμε τα εξής προβλήματα. Αφενός επιδιώκουμε πλεονάσματα παραπάνω απ' όσο χρειάζονται, και άρα πνίγουμε την αγορά και την παρούσα οικονομική δραστηριότητα. Αφετέρου ακολουθούμε ένα λανθασμένο μοντέλο που στηρίζεται τόσο στην υπερφορολόγηση που βλάπτει καίρια την ανάπτυξη - το βλέπουμε στην πρόβλεψη για χαμηλή φετινή ανάπτυξη μόλις 1,6%- όσο και στη περικοπή δαπανών που δεν θα έπρεπε να συμπιεσθούν.
Για παράδειγμα, μειώνεται ο προϋπολογισμός των Δημοσίων Επενδύσεων, γεγονός ιδιαίτερα αρνητικό, καθώς αυτές έχουν πολύ μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα απ' ότι οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου που επιμένει η κυβέρνηση να διατηρεί. Τέτοιες για παράδειγμα είναι η δημιουργία αχρείαστων γραφειοκρατικών υποδομών ή προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα από την πίσω πόρτα.
Έπειτα, συνεχίζουμε να έχουμε μια εσωτερική στάση πληρωμών, που επίσης συνεισφέρει στους χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Οι επιχειρήσεις και προμηθευτές του Δημοσίου που έχουν λαμβάνειν χρήματα δεν έχουν ρευστότητα να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητες τους, ειδικά σε μια περίοδο όπου το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί σε καθεστώς πιστωτικής ασφυξίας.
Επομένως, βρισκόμαστε μπροστά στην εξής ειρωνεία: Έχουμε μια κυβέρνηση που ενώ κατηγορούσε τις προηγούμενες ότι είχαν δεσμευθεί σε πολύ υψηλά πλεονάσματα, εντούτοις η ίδια όχι μόνο τα ενστερνίζεται, και από μόνη της τα μεγαλώνει, αλλά το κάνει και με λάθος τρόπο σε βάρος της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής ανάπτυξης.
Το ερώτημα είναι που πάει η οικονομία με αυτή την δημοσιονομική πολιτική, και η απάντηση προφανώς είναι ότι δεν είναι διατηρήσιμη. Μια χώρα που δεν αναπτύσσεται δεν μπορεί να διατηρεί τέτοια πλεονάσματα.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σαν αυτό που περιγράφετε, να περιμένουμε επενδύσεις;
Όχι, είναι η απάντηση. Οι επενδύσεις στο βαθμό που χρειάζεται η χώρα όχι μόνο για να σταθεί στα πόδια της αλλά και να αλλάξει ταχύτητα, δεν θα έρθουν. Αυτές που θα έρθουν, θα είναι οι απολύτως απαραίτητες, και αυτό όταν η κυβέρνηση πάψει να αντιμετωπίζει "τιμωρητικά" την οικονομία.
Αλλά για να σταματήσει να σέρνεται η χώρα και να αλλάξει ταχύτητα, χρειάζεται ένα άλμα επενδύσεων που δεν μπορεί να συμβεί για τον εξής πολύ απλό λόγο : Ένας ενδιαφερόμενος επενδυτής θέλει να γνωρίζει τι θα συμβεί σε μακροχρόνιο ορίζοντα, π.χ. 10ετίας. Βλέπει λοιπόν μια χώρα με πρόβλημα εργατικού δυναμικού (υπογεννητικότητα και brain drain), χαμηλή παραγωγικότητα λόγω των προβληματικών θεσμών, capital controls, κακή δημόσια διοίκηση, δηλαδή μια σειρά παραγόντων που δεν υπόσχονται συνθήκες μακροχρόνιας κερδοφορίας, ούτε από πωλήσεις στην εσωτερική αγορά ούτε από προοπτικές εξαγωγών.
Δεν θα έρθουν λοιπόν επενδύσεις όταν ταυτόχρονα με αυτά έχεις και ένα καθεστώς υπερφορολόγησης. Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες μακροχρόνιας κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις και υψηλών εισοδημάτων για τους εργαζομένους.
Σε αυτό το δύσκολο για την Ελλάδα περιβάλλον, έρχεται να προστεθεί και η κρίση στην γερμανική πολιτική σκηνή. Τι επιπλοκές μπορεί να προκαλέσει στο ελληνικό ζήτημα;
Ξεκινώ από την βάση ότι μετά τον εκτροχιασμό του 2015, η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση χρέους, κάτι που δεν απαιτούνταν απαραίτητα το 2014. Η ελάφρυνση χρέους προϋποθέτει την συμφωνία της Γερμανίας. Χωρίς όμως γερμανική κυβέρνηση δεν μπορεί να ξεκινήσει ουσιαστική συζήτηση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Το πρόβλημα για εμάς είναι ότι το ελληνικό πρόγραμμα τελειώνει τον Αύγουστο του 2018. Επομένως, μέχρι τότε θα πρέπει να παρουσιαστεί ένα αξιόπιστο και αποδεκτό από τις αγορές σχέδιο για το πως θα πορευθεί η Ελλάδα μετά το τέλος του Μνημονίου. Αυτό το σχέδιο, για να είναι αξιόπιστο, θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν οδικό χάρτη για την ελάφρυνση του χρέους.
Όσο δεν υφίσταται γερμανική κυβέρνηση για να κάνει αυτές τις διαπραγματεύσεις, και όσο πλησιάζουμε προς την λήξη του ελληνικού προγράμματος δίχως να έχει απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, τόσο θα αυξάνεται η πιθανότητα για την Ελλάδα να αντιμετωπίσει αναταράξεις.
Τι ακριβώς εννοείτε;
Εννοώ ότι μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/2009, οι αγορές δεν πείθονται από πολιτικές διαπραγματεύσεις που στηρίζονται σε αδύναμες οικονομικές βάσεις, παρά κοιτάζουν τα μακροικοκονομικά μεγέθη και ποιες είναι οι προοπτικές της κάθε οικονομίας.
Αυτή την στιγμή οι προοπτικές που βλέπουν για την Ελλάδα είναι μιας οικονομίας με μη διατηρήσιμο χρέος. Όσο λοιπόν απουσιάζει το σχέδιο ελάφρυνσης χρέους, αλλά και μια οικονομική πολιτική προσανατολισμένη σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, η χώρα δεν θα μπορεί να βαδίσει στην επόμενη ημέρα, δηλαδή δεν θα μπορεί να κάνει ομαλή έξοδο από το Μνημόνιο.
Δεν λέω καθαρή έξοδο, γιατί καθαρή δεν θα είναι σε καμία περίπτωση. Μιλώ για ομαλή έξοδο, δηλαδή να έχουμε μια αξιόπιστη συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους που θα έρθει φυσικά με μια σειρά αιρέσεων, ώστε η χώρα να κτίσει πάνω σε αυτήν, το μέλλον της.
Μπορεί δηλαδή να δούμε ξανά αναταράξεις στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων;
Όσο θα πλησιάζουμε προς τη λήξη του προγράμματος και δεν υπάρχει σαφής εικόνα για την διάδοχη κατάσταση, η εμπειρία και από την Ελλάδα και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι οι αγορές θα αρχίσουν να στέλνουν μηνύματα ότι δεν κρίνουν την παρούσα κατάσταση ως βιώσιμη.
Όσο οι Γερμανοί δεν έχουν κυβέρνηση, και άρα δεν μπορεί να γίνει μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους, θα κινδυνεύουμε όλο και περισσότερο να επιστρέψουμε εκεί που βρισκόμασταν στο πρώτο εξάμηνο του 2012 και το 2015. Όσο δηλαδή θα περνά ο καιρός και δεν θα υπάρχει μια προοπτική βιώσιμης κατάστασης μετά τη λήξη του προγράμματος, οι πάντες θα διαπιστώνουν ότι η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί στον αέρα με ένα μη βιώσιμο χρέος. Αυτό μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην αγορά των ελληνικών ομολόγων, αλλά και στην εσωτερική οικονομική δραστηριότητα. Ελπίζω φυσικά να διαψευστώ, όμως οι εν δυνάμει κίνδυνοι παραμένουν μεγάλοι.