Μόλις προχθές γράφαμε ότι όσα ακούγονται στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής για την «υπόθεση Παπαγγελόπουλου» απαιτούν διαχείριση. Πάνω απ’όλα θα χρειαστεί να ληφθούν γενναίες αποφάσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και εξηγούμαστε: η κυβέρνηση, σύντομα πρέπει να αποφασίσει αν θα κλείσει την υπόθεση δίνοντας κάποιες εξηγήσεις ή θα την προχωρήσει μέχρι το τέλος. Και οι δύο αποφάσεις θα έχουν πολιτικές συνέπειες και είναι οι συνέπειες που θα πρέπει να αξιολογηθούν.
Τι ωφελεί τη χώρα;
Να κλείσει η υπόθεση και να τα αφήσουμε «όλα αυτά» πίσω μας και να αφοσιωθούμε στο σχεδιασμό του μέλλοντος που έτσι κι αλλιώς είναι γεμάτο προκλήσεις που απαιτούν σκληρή δουλειά και απόλυτη αφοσίωση; Ή μήπως θα ωφελήσει τη χώρα μια πραγματική κάθαρση, η πρώτη πραγματική κάθαρση που θα γίνει από το 1974;
Η απάντηση δεν είναι προφανής. Υπερβαίνει τον σχολιασμό στο πλαίσιο της αρθρογραφίας, όσο σοβαρές και να είναι οι προθέσεις των αρθρογράφων και απαιτεί σοφία και θηριώδη θεωρητικό εξοπλισμό στο πεδίο της θεωρίας του Δικαίου που τουλάχιστον η υπογράφουσα δεν διαθέτει.
Το δίλημμα όμως είναι πολιτικό και μπορούμε να το διατυπώσουμε εκ νέου και μετά τις χθεσινές καταγγελίες του επιχειρηματία Σάμπι Μιωνή αλλά και όσα αποκάλυψε το Σαββατοκύριακο η εφημερίδα «Παραπολιτικά».
Όχι. Δεν αρκεί η «κάθαρση» και η τιμωρία των λειτουργών στη Δικαιοσύνη ή την Αστυνομία που εμπλέκονται στις υποθέσεις αυτές, εφόσον αποδειχθεί η ενοχή τους. Απαιτείται μεγαλύτερη θεσμική θωράκιση που θα αφήνει περιθώριο στους λειτουργούς της πολιτείας να «αντιστέκονται» σε πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι πλέον σαφές σε όλους ότι η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά από τις αντιστάσεις που θα προβάλλουν σε ενδεχόμενη απόπειρα κατάχρησης εξουσίας τα στελέχη της αστυνομίας και οι δικαστές. Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε τον τροχό. Ας δούμε πως έχουν λύσει αυτά τα ζητήματα ισχυρότερες και αρχαιότερες σύγχρονες δημοκρατίες από τη δική μας.
Και κάπως θα πρέπει να εμπλακεί η κοινωνία. Οι κοινωνίες εμπλέκονται όταν καλούνται να διαβουλευτεί για τα νομοθετήματα, όταν υπάρχει χρόνος για οργάνωση συζητήσεων, για δημοσίευση απόψεων στον Τύπο.
Υπερνομοθετήματα που έρχονται στη Βουλή με fast track διαδικασίες αφήνουν την κοινωνία αδιάφορη ακόμα κι αν πρόκειται για τους καλύτερους και πληρέστερους νόμους.
Η κυβέρνηση, αν εννοεί όσα κατά καιρούς εξαγγέλλει θα πρέπει να αρχίσει να δίνει μάχες μέσα στην κοινωνία. Θα πρέπει να δίνει χρόνο για συζήτηση, για διαβούλευση, ακόμα και για διαμαρτυρίες. Έντεκα μήνες τώρα σοβαρά ζητήματα έχουν περάσει από τη Βουλή με κατεπείγουσες διαδικασίες, μ’ένα Τύπο να «λιβανίζει» χωρίς να συζητάει και με ορισμένους υπουργούς να εμφανίζονται ανοιχτά, προκλητικά δυσανεκτικοί στη συζήτηση και την κριτική.
Πιστεύουμε ότι ο πρωθυπουργός είναι ένας πραγματικός φιλελεύθερος και δημοκράτης. Οι μεταρρυθμίσεις που γράφουν ιστορία δεν είναι «τεχνικά ζητήματα». Είναι βαθιά πολιτικά. Απαιτούν συζήτηση, συγκρούσεις, πειθώ. Πολλώ μάλλον δε όταν μια κυβέρνηση διαθέτει ισχυρή πλειοψηφία και ξέρει ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο τέλος το δικό της θα γίνει. Γιατί να μην θέλει να πείσει όταν έχει την πολυτέλεια της ισχύος της απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας;
Οι αποκαλύψεις στην προανακριτική επιτροπή ανοίγουν ένα τραύμα, το ίδιο παλιό τραύμα που βασανίζει την πολιτική ζωή της χώρας από το ‘74. Το τραύμα που παράγει διαρκώς κρίσεις και πολιτική αστάθεια που δεν επιτρέπει στη χώρα να εκσυγχρονιστεί και την κρατάει φτωχή και στη δεύτερη ταχύτητα.
Το τραύμα αυτό πρέπει να κλείσει. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αλλά πρέπει, επιτέλους, να κλείσει.