Του Κωνσταντίνου Παυλίδη
Αντιμέτωπος με την οργή του «ρωμαλέου φοιτητικού κινήματος» βρέθηκε τις προηγούμενες μέρες ο Υπουργός Παιδείας ο οποίος αντίκρισε έναν όχλο μαθητών και φοιτητών να εισβάλλουν στο Υπουργείο απωθώντας τους αστυνομικούς και φτάνοντας στο σημείο να μετατρέψουν το υπουργικό γραφείο σε αρένα πολιτικού χουλιγκανισμού.
Την ίδια στιγμή την προηγούμενη βδομάδα μια ακόμα συνηθισμένη «ελληνική» μέρα ξημέρωσε για τη Φιλοσοφική Αθηνών, όπου ο Ρουβίκωνας ανακοίνωσε την κατάληψη γραφείου της σχολής υποσχόμενος μάλιστα πώς «ήρθε για να μείνει» και προαναγγέλλοντας ρήξη με τις υγιείς φοιτητικές δυνάμεις και τους Καθηγητές. Από την άλλη πλευρά, λίγο πιο βόρεια και πιο συγκεκριμένα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ο Πρύτανης κ. Μήτκας απηύθυνε δραματική έκκληση προς την Πολιτεία, ώστε να παρέμβει και να καταστείλει την βία και τα ναρκωτικά που κυριαρχούν μέσα στο campus.
Η κατάσταση βέβαια αυτή δεν δημιουργήθηκε ξαφνικά αλλά αποτελεί την κορωνίδα μιας αριστερής ιδεοληψίας που εδώ και χρόνια καλλιεργούνταν σε διάφορα κομμάτια της κοινωνίας. Από τους «αγωνιζόμενους» φοιτητές μέχρι τα κρατικοδίαιτα συνδικάτα και τους «αγανακτισμένους» των μνημονίων η λογική τους παραμένει η ίδια. Είναι η λογική αυτή της ανυπακοής στους νόμους και της αμφισβήτησης κάθε θεσμού και εξουσίας. Είναι η τάση όλων αυτών για έναν διαρκή «κοινωνικό αγώνα» χωρίς αιτήματα και χωρίς αιτία.
Δυστυχώς όμως, το ρεύμα αυτό του ετσιθελισμού και της ανομίας ενσαρκώθηκε με τον καλύτερο τρόπο στο λεγόμενο πανεπιστημιακό άσυλο, το οποίο επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα πανεπιστήμια μας και καταστρατηγεί de facto κάθε ίχνος ακαδημαϊκής ελευθερίας, επιστήμης και έρευνας. Πώς όμως, ξεκίνησε ο πολυσυζητημένος αυτός θεσμός και γιατί σήμερα έχει καταλήξει στο να υποθάλπει την δράση παρακρατικών ομάδων και κοινών εγκληματιών;
Όλα ξεκίνησαν το 1974. Μετά την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα υπήρξε ένα γενικότερο αίτημα προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και επιστήμης απέναντι στον αυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό, όπως αυτόν που βίωσαν από τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.
Πράγματι, ο συντακτικός νομοθέτης θέσπισε το άρθρο 16 του Συντάγματος, με το οποίο προστατεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, η ελεύθερη έρευνα και ο φοιτητικός συνδικαλισμός, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στο άσυλο αυτό καθεαυτό.
Το ζήτημα λοιπόν της συνταγματικής κατοχύρωσης του ασύλου από την πρώτη στιγμή κατέστη ανίσχυρο, ενώ οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με αυτό απορρίφθηκε από την τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά και από επιφανείς συνταγματολόγους και νομικούς της εποχής, μεταξύ των οποίων και από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, ο οποίος αρνήθηκε να θεσπίσει συνταγματική διάταξη περί ασύλου.
Ο δημόσιος διάλογος σχετικά με το άσυλο επανήλθε στην επικαιρότητα τη δεκαετία του 1980 με την αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την επικράτηση ενός άναρχου προοδευτισμού ο οποίος οδήγησε εν τέλει στην οικονομική, κοινωνική και ηθική απαξία της χώρας μας. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, θεσπίσθηκε επίσημα ο θεσμός του ασύλου που νομιμοποίησε την αποχή της οργανωμένης Πολιτείας από τους πανεπιστημιακούς χώρους για την επιβολή της τάξης.
Δικαιολογητική βάση του νόμου αυτού ήταν μια contra constitutionem ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος, με βάση την οποία το άσυλο αποτελεί έναν ευρωπαϊκό εθιμικό θεσμό που συνδέεται με το αυτοδιοίκητο των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων για τα οποία υπεύθυνα είναι αποκλειστικά τα διοικητικά όργανα αυτών. Ωστόσο, η παραπάνω ερμηνεία αποδείχθηκε όχι μόνο ανιστόρητη αλλά και επικίνδυνη. Και αυτό γιατί σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο τα πανεπιστήμια αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξης, όπου ο νόμος εφαρμόζεται από την πολιτεία και όχι από ετερόκλητους όχλους οι οποίοι ως μόνο στόχο έχουν την παρακμή και την διάλυση.
Από τότε μέχρι και σήμερα, δυστυχώς η κατάσταση παραμένει η ίδια, αν όχι και χειρότερη ειδικά μετά τα νομοθετήματα Φίλη –Γαβρόγλου, τα οποία ανακυκλώνουν και κανονικοποιούν την ιδεοληψία για χάρη ενός εναπομείναντος στον ΣΥΡΙΖΑ αριστερού κοινού το οποίο και επιθυμεί να συσπειρώσει. Αποτέλεσμα όμως αυτών των αριστερών πειραμάτων είναι η παράδοση των σχολών μας σε νέους εκπαιδευόμενους Ρουβίκωνες, καταληψίες, παραγωγούς μολότοφ, εμπόρων ναρκωτικών και σε λοιπά στοιχεία του κοινού ποινικού δικαίου, τα οποία μόνο στόχο έχουν να σύρουν τα πανεπιστήμια στον βούρκο της βίας και της ανομίας.Βέβαια για ορισμένους στην Κουμουνδούρου( βλέπε πόρισμα Επιτροπής Παρασκευόπουλου) η λύση απέναντι σε αυτήν την ντροπιαστική –για την χώρα μας- κατάσταση είναι ο διάλογος και η διαπραγμάτευση. Τι διαφορετικό θα μπορούσε εξάλλου, να περιμένει κανείς από άτομα τα οποία έχουν ανοίξει τις πόρτες της φυλακής για χιλιάδες καταδικασμένους εγκληματίες ή από αυτούς που στα φοιτητικά τους χρόνια αρίστευσαν στους ''κοινωνικούς αγώνες'' και την «επαναστατική γυμναστική».
Το πρόβλημα όμως, δεν είναι μόνο οι ενέργειες των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτούς πλέον τους έχουμε μάθει. Το ζήτημα είναι το τι θα κάνει η επόμενη κυβέρνηση για τα πανεπιστήμια μας. Οι ενέργειες των επόμενων, λοιπόν θα πρέπει πάση θυσία να κινούνται σε 3 γραμμές. Πρώτον, στην κατάργηση οριζοντίως και καθέτως του ασύλου με την σημερινή του μορφή ώστε η αστυνομία να μπορεί να επέμβει σε κάθε διάπραξη αξιόποινης πράξης και όχι μόνο επί κακουργημάτων, όπως ισχύει σήμερα. Δεύτερον, στην ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας η οποία θα προστατεύει τα έννομα αγαθά φοιτητών και καθηγητών και θα εντάσσεται στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.
Τρίτον,στην δημιουργία συστημάτων ασφαλείας( π.χ μπάρες ελέγχου με επίδειξη ακαδημαϊκής ή πολιτικής ταυτότητας), ώστε να σταματήσουν τα μεγάλα campus της χώρας να αποτελούν ξέφραγο αμπέλι για άτομα που ουδεμία σχέση έχουν με την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Όλα τα παραπάνω βέβαια, απαιτούν αποφασιστικότητα και ετοιμότητα. Αποφασιστικότητα για την επιβολή της τάξης και την «απομυθοποίηση» της έννοιας του ασύλου και ετοιμότητα για τις αντιδράσεις των γνωστών-άγνωστων ομάδων που λειτουργούν ως εκπρόσωποι των «Εξαρχείων» και σε καμία περίπτωση ως εκπρόσωποι των φοιτητών. Επιτέλους ας το καταλάβουν όλοι: είτε το θέλουν είτε όχι οι σχολές μας θα γίνουν χώρος ελευθερίας, διδασκαλίας και έρευνας. Αυτή είναι η βούληση του ελληνικού λαού και αυτό είναι που μας αξίζει ως ευρωπαϊκή χώρα. Αν βέβαια, θέλουμε να λεγόμαστε Ευρώπη…