Του Κώστα Υφαντή*
Είναι κάμποσος καιρός πια, από το ηχηρό τέλος της ηγεμονικής παρουσίας του (πρώην) επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών. Κανένας και καμία όμως δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να συνεχίσει να ασχολείται και να συζήτα το πιο σημαντικό θέμα – μαζί με το Κυπριακό - της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δηλ. το εύρος της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο και της σαφέστατης απειλής χρήσης βίας από την Άγκυρα.
Το ζήτημα πλέον επείγει για έναν πολύ σπουδαίο λόγο: Δεν υπάρχει το περιθώριο αδράνειας, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να αφήσουμε να «ξεχαστεί» βολικά το θέμα της αιγιαλίτιδας ζώνης. Και τα περιθώρια στένεψαν ασφυκτικά εξαιτίας δικών μας «λαθών».
Ο πρώην ΥΠΕΞ έκανε κάτι εντελώς ασυνήθιστο και ασύμβατο με οποιοδήποτε ορισμό στρατηγικής. Ως ιδιώτης, ανακοίνωσε προσπαθώντας να προκαταλάβει ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την άσκηση του δικαιώματος επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι έτοιμες και επί της ουσίας έφερε προ τετελεσμένων τον Πρωθυπουργό και την Κυβέρνηση. Για ακόμη μία φορά έχουμε μία απόπειρα «ιδιωτικοποίησης» της εξωτερικής πολιτικής. Για κάποιους φαίνεται ότι η εμπειρίες των Ιμίων και Οτσαλάν δεν είναι αρκετές.
Υπάρχει βεβαίως η εσωτερική πολιτική διάσταση της ρήξης μεταξύ μελών της κυβέρνησης που είναι αρκούντως σοβαρή αλλά απείρως πιο ανησυχητική είναι η στρατηγική διάσταση. Με την πράξη του αυτή, ο πρώην ΥΠΕΞ χάρισε την πρώτη κίνηση στην σκακιέρα των ελληνοτουρκικών στην άλλη πλευρά. Επέτρεψε στην Άγκυρα να επιβεβαιώσει την θέση της και να απειλήσει χωρίς να φέρει το βάρος της κλιμάκωσης. Ανέδειξε για μία ακόμη φορά την έλλειψη στρατηγικής αντίληψης της ελληνικής ηγεσίας και ανάγκασε τον Πρωθυπουργό να αποδράσει με το πρόσχημα της διαδικασίας.
Αυτό που θεμελιωδώς έχει παρεξηγήσει και ο πρώην ΥΠΕΞ και όσοι και όσες έχουν αναλάβει την ευθύνη της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλεια της χώρας είναι ότι η εδώ και δεκαετίες ελληνική στρατηγική δεν ήταν στρατηγική αδράνειας. Ήταν στρατηγική επιλογών. Ναι, το τουρκικό casusbelli προκαλεί θυμό και προσκαλεί παρορμήσεις, αλλά οι προηγούμενες ηγεσίες ήξεραν να κρατούν το θέμα ανοικτό και να έχουν θεωρητικά την επιλογή του χρόνου και του τρόπου στο πλαίσιο ενός λελογισμένου πολιτικού και διπλωματικού αιφνιδιασμού.
Δεν ήταν φόβος και ηττοπάθεια! Ήταν σύνεση και ορθολογισμός μιας χώρας και μιας κοινωνίας με άλλες προτεραιότητες και ηγεσιών που κατανοούσαν απολύτως πως κάποιες αποφάσεις μπορεί να είναι αποφάσεις πολέμου ή ειρήνης δίχως χώρο για προσωπικές λογικές υστεροφημίας.
Πλέον, οι επιλογές μας συρρικνώθηκαν από την στιγμή που ο πρώην ΥΠΕΞ – ως απλός πολίτης – επιχείρησε να κρατήσει όμηρο τον Πρωθυπουργό και την ελληνική εξωτερική πολιτική στις δικές του προσωπικές πικρίες, η Άγκυρα «βρυχήθηκε» και η Αθήνα έψαξε για καταφύγιο πίσω από τις καλένδες μιας κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Στην διεθνή πολιτική αυτό παραπέμπει σε μια κατάσταση προϊούσας «φινλανδοποίησης».
Αν συνεχίσουμε έτσι, η Ελλάδα, όχι στο πολύ μακρινό μέλλον, θα «μάθει» να προσδιορίζει τις εθνικές της προτιμήσεις, τις προσδοκίες και εν τέλει τα εθνικά της συμφέροντά της, πρωτίστως, σε σχέση με την Τουρκία και τις πάγιες θέσεις και επιδιώξεις μιας χώρας με άσβεστες φιλοδοξίες περιφερειακής επιρροής. Για να αποφύγουμε την καταναγκαστική ευθυγράμμιση με τα ανταγωνιστικά συμφέροντα της άλλης πλευράς, πρέπει άμεσα να αναταχθεί το στρατηγικό έλλειμμα που αποκάλυψε αλλά και προκάλεσε με τις δηλώσεις του ο παραιτηθείς Υπουργός.
Πρώτον, το εν πολλοίς ανθεκτικό στρατηγικό μείγμα διεύρυνσης και εμβάθυνσης των διμερών σχέσεων σε τομείς όπως η οικονομία, ο τουρισμός, ο πολιτισμός με συχνές επαφές σε όλα τα επίπεδα από την μία και ανάσχεσης του τουρκικού αναθεωρητισμού από την άλλη χρειάζεται επικαιροποίηση. Οι δίαυλοι επικοινωνίας και διατήρησης της έντασης σε ελεγχόμενα επίπεδα πρέπει νια διαφυλαχθούν και αν είναι δυνατόν να αναβαθμισθούν.
Μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης έχουν συμφωνηθεί στο παρελθόν και έχουν εφαρμοσθεί με άλλοτε μικρότερη και άλλοτε μεγαλύτερη επιτυχία. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια τη θέση των θεσμών και των μηχανισμών επιχειρήθηκε να πάρει ένας αφελή βολονταρισμός.
Δεύτερον, οφείλουμε ήδη να έχουμε έτοιμο ένα οδικό χάρτη για την υλοποίηση της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο και στην Κρήτη. Με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο θα πρέπει να τονιστεί ότι η Ελλάδα δεν σκοπεύει προς το παρόν ασκήσει το δικαίωμά της στο υπόλοιπο Αιγαίο. Η κοινοβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να είναι η αποθέωση της εθνικής συναίνεσης. Απαιτείται σημαντική πολιτική δουλειά πριν. Δεν πρέπει να κάνουμε λάθος το θέμα να τσαλακωθεί σε μία μικροπολιτική αντιπαράθεση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ακραίες φωνές εθνικιστικών, πολεμοκάπηλων και φασιστικών ή φασιζουσών δυνάμεων πρέπει να συντριβούν κοινοβουλευτικά, να εξαερωθούν πολιτικά. Η Ελλάδα είναι μία φιλελεύθερη δημοκρατία που όπως κάθε άλλο κράτος υπερασπίζεται και προωθεί τα συμφέροντά της. Αυτό είναι το μήνυμα που θα πρέπει να εκπέμπεται προς κάθε κατεύθυνση.
Τρίτον, η διπλωματική δουλειά που απαιτείται είναι εξίσου απαιτητική. Διπλωματική εκστρατεία σε όλα τα επίπεδα συνδυασμένη με μια διεθνή επικοινωνιακή «καταιγίδα». Δεν ψάχνουμε για συμμάχους που πιθανότατα δεν υπάρχουν αν αγριέψει ο καιρός στο Αιγαίο. Θέλουμε όμως έντιμους διαμεσολαβητές αν η άλλη πλευρά ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου. Ο σχεδιασμός μας όμως πρέπει να είναι ότι στην ορθολογική και χωρίς άχρηστες προκλήσεις άσκηση δικαιώματος κυριαρχίας θα είμαστε μόνοι μας!
Τέταρτον, η Αθήνα οφείλει να επαναφέρει με επιθετικότερο τρόπο την διαχρονική πρόσκληση της προς την Τουρκία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Επίσης, θα πρέπει να αναζητήσουμε και να προτείνουμε νέες μορφές επίλυσης της διαφοράς μας. Να καταστούμε οι επισπεύδοντες της πλήρους εξομάλυνσης αφού έχουμε στείλει μηνύματα αποφασιστικότητας. Υπάρχει διεθνής εμπειρία και πρέπει να την εκμεταλλευτούμε.
Πέμπτον, η προετοιμασία να περιλαμβάνει μία κρίσιμη πνευματική άσκηση. Επιτέλους θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συνήθη πνευματική οκνηρία και να εκπονήσουμε τα εναλλακτικά σενάρια που είναι απαραίτητα για την διαχείριση της κρίσης που μπορεί να προκαλέσει η Άγκυρα και στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Να συνειδητοποιήσουμε ότι πιθανότητα δεν θα επιλέξει τον δρόμο της ανοικτής ρήξης αλλά μια στρατηγική εξουδετέρωσης των αντιδράσεων μας. Δεν θα μας φέρει ποτέ με την πλάτη στον τοίχο ρισκάροντας μία μαζική ελληνική αντίδραση με δυσβάσταχτες απώλειες για την ίδια, αλλά θα μας θέτει κάθε στιγμή μικρότερα διλήμματα που θα κάνουν το επόμενο βήμα από πλευράς μας στρατηγικά επιζήμιο.
Για αυτό το λόγο, τέλος, η χώρα οφείλει να αυξήσει, όσο είναι δυνατόν στην συγκεκριμένη δημοσιονομική συγκυρία, την αποτρεπτική της ισχύ. Αγορές δεν μπορούν να γίνουν, αλλά το να καταστούν λειτουργικά και επιχειρησιακά έτοιμα όλα τα μέσα που σήμερα διαθέτει η χώρα αποτελεί πλέον την ελάχιστη απαίτηση αλλά και προϋπόθεση.
Δεν πρόκειται για θυσία αλλά για αναγκαιότητα. Εάν δεν γίνει τουλάχιστον αυτό μέσα στους επόμενους μήνες, τότε οι θυσίες που θα απαιτηθούν αργότερα θα πάρουν την μορφή αφόρητων διλημμάτων και στο τέλος ίσως να αποδειχθούν θυσίες χωρίς αντίκρισμα.
*Ο κ. Κώστας Υφαντής, είναι Αν. Καθηγητής Πάντειο Πανεπιστήμιο και Επισκέπτης Καθηγητής, Πανεπιστήμιο KadirHas, Κωνσταντινούπολη