Η Χρυσή Αυγή δεν εμφανίστηκε από το πουθενά αλλά προϋπήρχε, ενδυναμώθηκε και έφτασε να γίνει παράγοντας της πολιτικής ζωής του τόπου όταν καλώς η κακώς εξέφρασε κάποτε κάποιες ανάγκες μιας απελπισμένης κοινωνίας στο απόγειο της οικονομικής κρίσης και του μεταναστευτικού.
Κανένας «αντιφασιστικός αγώνας» δεν τη σκότωσε, κανένα συλλαλητήριο δεν την απαξίωσε καμμιά καταδίκη δεν την αποθάρρυνε, το αντίθετο μάλλον συνέβη, καθώς δυο μόλις χρόνια μετα τη δολοφονία Φύσσα έφτασε στα υψηλότερα εκλογικά ποσοστά της ιστορίας της.
Και όπως συνήθως γίνεται στις δημοκρατίες, η Χρυσή Αυγή έκλεισε απλά τον βιοιστορικο της κύκλο όταν η ίδια η κοινωνία αποφάσισε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου πέρυσι, ν ‘ανοίξει το παράθυρο για να μπει φως και φρέσκος αέρας, πράγμα που ασφαλώς δεν ευνοούσε οργανώσεις που είχαν μάθει να κινούνται στο σκοτάδι και τα καταγώγια.
Η ιδιαιτερότητα όμως με τη Χρυσή Αυγή είναι φυσικά ότι υπήρξε αναμφισβήτητα μια εγκληματική οργάνωση, κρίθηκε αμετάκλητα ως τέτοια και τα μέλη της καταδικάστηκαν έστω και σε πρώτο βαθμό, σε πολυετείς καθείρξεις και οδηγήθηκαν στις φυλακές.
Φαίνεται ότι ξεμπερδέψαμε έτσι μια και καλή με τον υπόκοσμο της ακροδεξιάς, με μαχαιροβγάλτες και άτομα του κοινού ποινικού δίκαιου που οι συνθήκες τους επέτρεψαν κάποτε να κάνουν πολιτική δίνοντας δήθεν ιδεολογικό περιεχόμενο σε εγκληματικές πράξεις , και αυτό πιστώνεται ασφαλώς στα θετικά της δημοκρατίας μας.
Οι ποινικές όμως καταδίκες ήταν απλά ο επίλογος ενός πολιτικού θανάτου που στην πραγματικότητα είχε ήδη συντελεστεί ένα περίπου χρόνο νωρίτερα.
Η δημοκρατία μας παρα ταύτα εξακολουθεί να παραμένει ατελής και σε μια ανησυχητική μάλλον υστέρηση αν όχι και παρακμή.
Η ακροαριστερή βία εξακολουθεί να κυριαρχεί, δικαστές λοιδορούνται και αναγκάζονται να εκδίδουν αποφάσεις υπό τρομακτική πίεση πράγμα που εγείρει βάσιμους φόβους χειραγώγησης, άτομα του κοινωνικού περιθωρίου λυμαίνονται τα πανεπιστήμια και απειλούν καθηγητές, μαθητές και εξωσχολικοί καταλαμβάνουν και βανδαλιζουν σχολεία και πετούν μολότοφ σε αστυνομικούς, οι Ρουβικωνες συνεχίζουν ανενόχλητοι τις «παρεμβάσεις» τους ενόσω η κοινωνία παραμένει απαθής, έχοντας μάλλον εθιστεί σε τέτοια φαινόμενα που τα θεωρεί πια σχεδόν φυσιολογικά.
Επιπλέον, αν και το θέμα δεν είναι ακριβώς ποσοτικό, γεγονός είναι πάντως ότι μετα τη Μεταπολίτευση, τα θύματα της πολιτικής βίας που αποδίδονται σε κύκλους της ακροδεξιάς, είναι κατά πολύ λιγότερα απ’ αυτά των ακροαριστερών ομαδων που δολοφόνησαν πάνω από 30 ανθρώπους, από πολιτικούς της Δεξιάς και του Κέντρου και εκδότες εφημερίδων, μέχρι επιχειρηματίες, ξένους αξιωματούχους αλλά και αθώους και ανυποψίαστους πολίτες που έτυχε απλά να βρεθούν τη λάθος ώρα στο λάθος σημείο.
Μια υγιής κοινωνία θα’πρεπε λοιπόν να ευαισθητοποιείται και ν ‘αγανακτεί εξίσου και για τον Φύσσα αλλά και για τους νεκρούς της Μαρφιν, και για τον Τεμπονερα αλλά και για τον Αξαρλιαν, και για τον Λαμπράκη αλλά για και τον Μπακογιάννη.
Και μια υγιής κοινωνία, θα’πρεπε επίσης εδώ και χρόνια, να έχει κατεβάσει ένα εκατομμύριο κόσμο στο Σύνταγμα για να καταδικάσει απερίφραστα κάθε περιστατικό πολιτικής βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται. Χωρίς μισολογα, χωρίς αστερίσκους, χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς ναι μεν αλλά.
Η μονομέρεια όμως που παρατηρείται και δεν είναι ανεξήγητη αλλά απότοκος της καθολικής ιδεολογικής επικράτησης της αριστερας από τη Μεταπολίτευση και μετα, εκτρέφει και αυτή-αν δεν τα ενθαρρύνει-φαινόμενα πολιτικής βίας, δημιουργώντας έτσι συνθήκες επώασης και για άλλα αυγά του φιδιού.
Γιατί σε τελευταία ανάλυση, το αυγό του φιδιού της Χρυσής Αυγής, δεν ήταν δυστυχώς το μοναδικό.
*Ο κ. Κυριάκος Μπερμπεριδης είναι μέλος του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών και των Τομέων Πολιτικής Υποστήριξης και Υγείας της Νέας Δημοκρατίας.