Του Ιωάννη Χολίδη
Πριν λίγες ημέρες διαπιστώθηκε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η υπεραπόδοση του στόχου για το δημοσιονομικό και πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Οι στόχοι επιτυγχάνονται μέσα από μια οικονομική πολιτική που βασίζεται κυρίως στην σημαντική αύξηση του φορολογικού βάρους σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Με βάση μετρήσεις του ΚΕΦΙΜ (Κέντρο φιλελεύθερων Μελετών) και της ΤτΕ (Τράπεζας της Ελλάδος) τα φυσικά πρόσωπα και οι επιχειρήσεις καταβάλουν το 60% του ετήσιου εισοδήματος τους στο κράτος μέσω της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική οικονομία επέτυχε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2013 έναντι στόχου 0% του ΑΕΠ, 4,4% του ΑΕΠ το 2016 έναντι στόχου 0.5% του ΑΕΠ , 3,9% του ΑΕΠ το 2017 έναντι στόχου 1,5% του ΑΕΠ , 4,2% του ΑΕΠ το 2018 έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ. Με αυτόν τον τρόπο το Ελληνικό Δημόσιο συγκέντρωσε 14 δις ευρώ επιπλέον έναντι του στόχου. Πώς όμως αξιοποιήθηκε το υπερπλεόνασμα αυτό;
Η διανομή επιδομάτων, διορισμών στο δημόσιο μετακλητών και πλεονάζοντος προσωπικού και οι πληρωμές αναδρομικών «ροκάνισε» το πλεόνασμα που προήλθε όχι από ανάπτυξη και αύξηση των επενδύσεων αλλά από υπερφορολόγηση. Θέλουμε περισσότερο πλούτο ως Έλληνες; Αυτό συνεπάγεται ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ. Για να μεγαλώσει το ΑΕΠ δεν γίνεται αλλιώς. Για να γίνουν τα 187 δις ευρώ που παράγουμε σήμερα 240 δις ευρώ που ήταν πριν την κρίση του 2010 πρέπει να φέρουμε επενδύσεις. Αφού αυξήσουμε το ΑΕΠ κάνουμε αναδιανομή του πλούτου. Αναδιανομή όχι με επιδόματα αλλά με:
- Παροχή καλύτερων υπηρεσιών υγείας.
- Αναβάθμιση της παρεχόμενης παιδείας.
- Ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Τα υπερπλεονάσματα θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για την πρόωρη αποπληρωμή του χρέους ώστε η χώρα να γλιτώνει μελλοντικούς τόκους και να χρειάζεται μικρότερο δανεισμό. Με τα 14 δισ. ευρώ αυτά τα 4 χρόνια θα μειώναμε το χρέος με καθαρό τρόπο 8% του ΑΕΠ ενώ παράλληλα θα γλιτώναμε 4 δις ευρώ σε τοκοχρεολύσια. Αυτό θα μείωνε σημαντικά τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους από τα επιτόκια της αγοράς και των πιστωτών. Μέσω αυτής της κίνησης θα αυξανόταν η εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών στις προοπτικές της οικονομίας με αποτέλεσμα την μείωση του κόστους δανεισμούτης χώρας και παράλληλα θα ενισχυόταν η βιωσιμότητα του χρέους με μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα.
Με τα υπερπλεονάσματα θα έπρεπε να αποπληρώνει τα χρέη προς τους ιδιώτες για να υπάρχει ρευστότητα στην αγορά. Σήμερα που η τραπεζική ρευστότητα είναι περιορισμένη για τις επιχειρήσεις, η αποπληρωμή των χρεών ύψους 2,7 δις ευρώ θα ενίσχυε σημαντικά την ρευστότητα τους και τις προοπτικές επανεπένδυσης του ποσού αυτού προς όφελος της ανάπτυξης της οικονομίας.
Η χώρα θα πρέπει να λάβει σοβαρά την προοπτική χρησιμοποίησης μέρους των πλεονασμάτων και για την ενίσχυση της εθνικής άμυνας σε μια περίοδο που οι ανταγωνισμοί στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου κάνουν επιτακτική την ανάγκη να αποκτήσουμε νέες μονάδες επιφάνειας για το πολεμικό ναυτικό , νέο μαχητικό αεροσκάφος για την πολεμική αεροπορία και νέο αντιπυραυλικό σύστημα για την προστασία και προάσπιση των εθνικών συμφερόντων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Είναι λυπηρό να θέλουμε να επιστρέψουμε σαν την "Σταχτοπούτα " στο όνειρο για λίγο όπως το 2009. Αλλά το 2009 το χρέος ήταν στο 129% του ΑΕΠ και σήμερα στο 181,1% .Τα επιδόματα και η αναδιανομή της ίδιας οικονομικής «πίτας» χωρίς προοπτικές αύξησης της θα εγκλωβίσει την χώρα σε μια μακρά πορεία στασιμότητας με κίνδυνο την συνεχή υποβάθμιση παιδείας, υγείας και ασφάλειας. Η χώρα θα βρίσκεται παγιδευμένη σε υψηλά επίπεδα χρέους με την προοπτική να πληγεί από νέα χρηματοοικονομική κρίση να στέκεται σαν δαμόκλειο σπάθη από πάνω της.
* Ο κ. Ιωάννης Χολίδης είναι υποψήφιος Διδάκτωρ Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, Πανεπιστημίου Αιγαίου