«Η επέμβαση εξωτερικών φορέων στην αξιολόγηση των σχολικών μονάδων θίγει τον πυρήνα της αυτονομίας τους». - (Εξώδικο της ΟΛΜΕ)
Αξιολογώ σημαίνει «εκτιμώ την αξία προσώπων και πραγμάτων» σύμφωνα με το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών. Χωρίς αξιολόγηση δεν μπορείς να έχεις ανταγωνισμό και κατ’ επέκταση αξιοκρατία. Χωρίς θεσμικά κατοχυρωμένη αξιοκρατία δεν μπορείς να ελπίζεις πολλά σαν χώρα σε κανένα τομέα. Πόσο μάλλον όταν η αξιολόγηση απουσιάζει από την ελληνική εκπαίδευση.
Όποιος αναλύσει σε βάθος το πρόβλημα της πρόσφατης ελληνικής χρεοκοπίας, θα βρει τα αίτιά της στον τομέα της εκπαίδευσης, καθώς και τις απολύτως καταστροφικές νοοτροπίες που κυριαρχούν παντού και εμποδίζουν την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής πολιτείας. Έννοιες, όπως δημιουργικότητα, ατομική ευθύνη, επιχειρηματικότητα, σκληρή προσπάθεια, τόλμη, καθήκον κ.ά. απουσιάζουν πλήρως από τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν παρέχει κανένα κίνητρο δημιουργίας, καμία ενθάρρυνση για διάκριση. Οι καλά οργανωμένες αντιδραστικές συντεχνίες των εκπαιδευτικών, που το θεωρούν τσιφλίκι τους, καλλιεργούν και αναπαράγουν μια ξεκάθαρη προπαγάνδα κρατισμού και αριστερής ιδεολογίας η οποία αποσκοπεί σε ένα πράγμα, στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης νοοτροπίας του κοινωνικού φθόνου και ‒παράλληλα‒ στη διατήρηση των προνομίων που τους εξασφαλίζει το εκπαιδευτικό κατεστημένο.
Σε όποια σοβαρή μελέτη ή έρευνα κι αν ανατρέξετε, θα διαπιστώσετε ότι σε όλες τις προηγμένες χώρες υπάρχει κάποιου είδους σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου. Στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι εδώ και τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια συζητάμε για το θέμα, και όλες οι πιθανές λύσεις έχουν κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο, εντούτοις ακόμα δεν υφίσταται ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου που επιτελείται στα σχολεία μας. Ακόμα και κάποιες άτολμες ή αλυσιτελείς νομοθετικές πρωτοβουλίες προηγούμενων κυβερνήσεων δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη. Έχουμε μείνει μόνοι στον ανεπτυγμένο κόσμο να σκιαμαχούμε για τα αυτονόητα, όταν όλοι οι υπόλοιποι γύρω μας τρέχουν με μεγάλες ταχύτητες επενδύοντας στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στην καινοτομία και στην ανάπτυξη με βασικό εργαλείο την εκπαίδευση. Ποιος όμως είναι ο λόγος αυτής της αβελτηρίας και, κυρίως, ποιες είναι οι συνέπειές της; Ξεκινώ από το δεύτερο, το οποίο είναι και το πιο σημαντικό για να κατανοήσουμε τη σημασία του εγχειρήματος αλλά και τον κατεπείγοντα χαρακτήρα του.
Σας έχει τύχει να οδηγείτε σε μια άγνωστη μεγαλούπολη και να μη λειτουργεί το GPS του αυτοκινήτου σας για να βρείτε τη διεύθυνση που ψάχνετε; Αισθάνεστε χαμένος και απελπισμένος. Χωρίς σύστημα αξιολόγησης όλα ανεξαιρέτως τα συστήματα, όχι μόνο το εκπαιδευτικό, είναι τυφλά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι αποτελέσματα παράγουν και άρα τι διορθωτικές κινήσεις πρέπει να γίνουν για να βελτιώσουμε τις επιδόσεις μας. Στο ερώτημα που απασχολεί κάθε συνετό γονέα, πόσο καλά είναι τα σχολεία μας, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει καθώς σκοπίμως δεν υφίστανται τα σχετικά δεδομένα. Με άλλα λόγια, το τι αποτέλεσμα έχει η φοίτηση των παιδιών μας που καθημερινά τα στέλνουμε με προσδοκίες στο σχολείο δεν είναι σε κανέναν γνωστό, ιδίως στους γονείς. Το χειρότερο όμως είναι πως, αφού δεν είναι γνωστές οι επιδόσεις των σχολείων μας, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί κανένα ουσιαστικό μέτρο για τη βελτίωσή τους. Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να βελτιώσουμε τα αναλυτικά προγράμματα των μαθημάτων εάν δεν ξέρουμε πώς ανταποκρίνονται οι μαθητές σε αυτά; Πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε σωστά προγράμματα επιμόρφωσης και επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών, εάν δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι ανάγκες τους; Χωρίς μέτρηση και αξιολόγηση θα παραμείνει το σύστημά μας έρμαιο του γνωστού «βλέποντας και κάνοντας» ή του ακόμα πιο γνωστού «ράβε-ξήλωνε».
Γιατί όμως παρά τα παραπάνω εξακολουθούμε να μην έχουμε σύστημα αξιολόγησης; Η απάντηση είναι απλή. Αντιδρούν διαχρονικά και επίμονα σε αυτή την προσπάθεια οργανωμένες σε συνδικαλιστικό επίπεδο μειονότητες, οι οποίες προσπαθούν να σπείρουν τον φόβο και την ανασφάλεια ανάμεσα στον εκπαιδευτικό κόσμο με φθηνά και πλήρως αβάσιμα επιχειρήματα του τύπου «η αξιολόγηση θα οδηγήσει σε απολύσεις», «η αξιολόγηση θα οδηγήσει σε κοινωνικές ανισότητες», κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, οι εκάστοτε κυβερνήσεις φοβούμενες το υποτιθέμενο πολιτικό κόστος κάνουν πάντα πίσω.
Έτσι, τον τελευταίο μήνα ζούμε το εντελώς εξωφρενικό και παράλογο φαινόμενο εκπαιδευτικοί να ψηφίζουν (!) στα σχολεία σχετικά με το εάν θα εφαρμοστεί ο νόμος της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων. Εάν είναι έτσι, ας τεθούν σε ψηφοφορία και το τι μαθήματα πρέπει να διδάσκονται, εάν οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εργάζονται τις ώρες που προβλέπει το ωράριό τους, καθώς και κάθε άλλη ρύθμιση της Πολιτείας που αφορά τις υποχρεώσεις τους ως δημοσίων υπαλλήλων. Στο σχετικό μάλιστα εξώδικο της ΟΛΜΕ που στάλθηκε προς το Υπουργείο Παιδείας αναφέρεται επί λέξει το εξής: «Η επέμβαση εξωτερικών φορέων στην αξιολόγηση των σχολικών μονάδων θίγει τον πυρήνα της αυτονομίας τους…».
Οι «εξωτερικοί φορείς» στους οποίους αναφέρεται η ανακοίνωση δεν είναι άλλοι από τα στελέχη της εκπαίδευσης, τα οποία είναι και οι ίδιοι εκπαιδευτικοί και τα οποία ορίζει ο νόμος, ως μέρος της πυραμίδας της εκπαιδευτικής διοίκησης. Παράλληλα, η έννοια της «αυτονομίας» δεν έχει καμία σχέση με τη σχολική αυτονομία που πρέπει να υπάρχει, αλλά εδώ νοείται περισσότερο ως «αυτονόμηση» από τις ρυθμίσεις της πολιτείας υπό τις οποίες λειτουργούν τα δημόσια σχολεία όλης της χώρας, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε ευνομούμενη δημοκρατική χώρα. Η σκέψη της ΟΛΜΕ δηλαδή θέλει τα σχολεία «τσιφλίκια», στα οποία επιβάλλει τη θέλησή της η εκάστοτε ομάδα ή ομαδούλα, ερήμην και του νόμου, και της πλειονότητας των άξιων εκπαιδευτικών, και των γονέων και των μαθητών
Ο όλος άλλωστε χειρισμός είναι ο γνωστός κουτοπόνηρος συνδικαλιστικός τρόπος, καθώς η συνδικαλιστική αντίδραση τιτλοφορείται «απεργία-αποχή». Τι σημαίνει «απεργία-αποχή»; Απείθεια χωρίς κόστος για να μην κοπεί και ο μισθός τους;
Η στάση αυτή δεν εκπλήσσει κανένα. Είναι οι ίδιοι κύκλοι που διαχρονικά αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης θέλοντας να επιβάλλουν την εξίσωση όλων προς τα κάτω, κρατώντας τα τελευταία χρόνια σε σταθερό σπιράλ αποδόμησης τη δημόσια εκπαίδευση και οδηγώντας σε άδικη απαξίωση συλλήβδην το επάγγελμα του εκπαιδευτικού στα μάτια της κοινής γνώμης.
Αυτή τη φορά η Κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει χωρίς ταλαντεύσεις και χωρίς καμιά υποχώρηση. Πρέπει να εξηγήσει ανοικτά το νέο σύστημα που προτείνει, να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη σχολική αυτονομία, την ελεύθερη επιλογή και την αξιολόγηση εκπαιδευτικών ‒ και να συμμαχήσει με την πλειονότητα της κοινωνίας και του εκπαιδευτικού κόσμου που θέλει να δει μια μεγάλη θετική αλλαγή που θα επιτρέψει στη χώρα να ακολουθήσει τις συνταρακτικές παγκόσμιες αλλαγές.
Έχει μαζί της τη δύναμη των επιχειρημάτων, χιλιάδες εκπαιδευτικούς που θέλουν να αναγνωριστεί η αξία του έργου τους και εκατομμύρια οικογένειες που θέλουν να στέλνουν τα παιδιά τους σε ποιοτικά δημόσια σχολεία. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο.