Του Κώστα Μήλα
Κάθε φορά που πλησιάζει η επέτειος του Πολυτεχνείου, «φουντώνουν» οι συζητήσεις για την «διαφύλαξη» του Πανεπιστημιακού Ασύλου. Την ίδια στιγμή, πληθώρα καταλήψεων λαμβάνουν χώρα προκειμένου να «εορτασθεί», με «κλειστές» Σχολές, η μνήμη του Πολυτεχνείου.
Η σημερινή κυβέρνηση, η οποία είχε εντάξει στο προεκλογικό της πρόγραμμα την «κατάργηση» του Πανεπιστημιακού Ασύλου, προσπαθεί, με την «βοήθεια» της Αστυνομίας να επιβάλλει κάποια τάξη στον ευαίσθητο αυτό χώρο. Κανείς δεν θα έπρεπε να ενθουσιάζεται με την παρουσία της Αστυνομίας έξω, ή (ακόμα (χειρότερα) μέσα, σε Πανεπιστημιακά κτήρια. Δεν θέλουμε την Αστυνομία στο σπίτι μας, εκτός, ίσως, εάν την καλέσουμε εμείς οι ίδιοι όταν συντελούνται αξιόποινες πράξεις. Γιατί λοιπόν, να μην την καλέσουν (και) οι Πρυτανικές Αρχές εάν στο χώρο του Πανεπιστημίου λαμβάνουν χώρα παράνομες δραστηριότητες;
Για να είμαστε ειλικρινείς, τα πράγματα στον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο είναι περίπλοκα. Όταν, για παράδειγμα, έφυγα, το 1993, σε μόνιμη βάση από την Ελλάδα, οι φοιτητικές παρατάξεις ήταν «κράτος εν κράττει». Δυστυχώς, λίγα πράγματα άλλαξαν από τότε. Κάποια βελτίωση προσπάθησε να φέρει ο νόμος Διαμαντοπούλου (νόμος 4009/2011) στον τρόπο λειτουργίας (σε όλα τα επίπεδα) του Πανεπιστημίου τον οποίο, βέβαια, «ξεδόντιασε» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, ακόμα και σήμερα, παραμένουν οι απρογραμμάτιστες και, θα έλεγα, «αλόγιστες» μετεγγραφές μεταξύ Πανεπιστημίων, την ίδια στιγμή, κατά την οποία, δεν έχει βρεθεί «κοινωνικά» αποδεκτός «αλγόριθμος» για την αντιμετώπιση του θέματος των αιωνίων φοιτητών.
Την ίδια στιγμή, και με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου, ατέρμονες «φιλολογικές» συζητήσεις λαμβάνουν χώρα σε σχέση με το κατά πόσον τα πανεπιστημιακά κτήρια πρέπει να φυλάσσονται (σε εικοσιτετράωρη βάση) από βανδαλισμούς και καταλήψεις. Κάτι, που βέβαια, οι προοδευτικοί Αριστεροί θεωρούν ιδιαιτέρως αντιδημοκρατικό.
Το συγκεκριμένο θέμα μου προκαλεί αλγεινή εντύπωση ειδικά όταν ακούω φίλους και φίλες να μου λένε ότι «δεν χρειάζεται να ανοίγουμε τέτοια θέματα». Το θέμα αυτό το έχουμε επιλύσει στο Liverpool (μέσω της πρόσληψης μόνιμου προσωπικού) εκ της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου το...1881.
Προσωπικό, το οποίο, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να ελέγξει την (ηλεκτρονική) ταυτότητα των φοιτητών έτσι ώστε, εαν κριθεί αναγκαίο, να τους αρνηθεί την είσοδο σε Πανεπιστημιακά κτήρια.
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, φυγομαχούμε στο θέμα της προστασίας των Πανεπιστημιακών κτηρίων, αλλά και αρνούμαστε να αποδεχθούμε ότι φοιτητικές καταλήψεις (οι οποίες, βέβαια, δεν συμβαίνουν αλλού) πρέπει (;) να επιτρέπονται μόνο μέσω της «δημοκρατικής οδού». Ποια είναι αυτή; Είτε με κάλπη, είτε, ακόμα καλύτερα, με ηλεκτρονική φοιτητική ψηφοφορία.
Αυτά λοιπόν βλέπουν οι Έλληνες (επιστήμονες) του εξωτερικού και αρνούνται να επιστρέψουν μόνιμα. Πράγματι, ακόμα και σήμερα, η απαξίωση του ελληνικού Πανεπιστημίου επιταχύνεται από την έξοδο λαμπρών (και δη νέων σε ηλικία) πανεπιστημιακών επιστημόνων οι οποίοι «βομβαρδίζουν» τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού με το βιογραφικό τους σημείωμα.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, κάθε φορά που το Liverpool (όπως και τόσα άλλα πανεπιστήμια) προκηρύσσουν πανεπιστημιακή θέση, μεγάλο ποσοστό αιτήσεων προέρχεται από πανεπιστημιακούς εργαζόμενους στην Ελλάδα.
Μήπως, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει και μία σοβαρή συζήτηση για το συνεχιζόμενο «brain drain» το οποίο επιταχύνεται από τα γνωστά «κακώς κείμενα» του ελληνικού Πανεπιστημίου ;
* Ο Κώστας Μήλας είναι καθηγητής χρηματοοικονομικών στο πανεπιστήμιο του Liverpool