Του Παύλου Ελευθεριάδη
Η λέξη «αστροτερφίζω» (εκ του αγγλικού «astroturfing») δεν υπάρχει στην ελληνική γλώσσα. Πριν από λίγους μήνες δεν υπήρχε ούτε και στην αγγλική. Δημιουργήθηκε ως τεχνικός όρος από μελετητές της διαδικτυακής προπαγάνδας. Αποδίδει μια πρόσφατη τακτική υπονόμευσης της δημοκρατίας.
Η τακτική είναι απλή. Κάποιος που θέλει να επιτεθεί κρυφά σε κάποιον πολιτικό του αντίπαλο – συνήθως κάποιον που υποστηρίζει την διεθνή συνεργασία και την ανοικτή κοινωνία - δημιουργεί πλαστούς προσωπικούς λογαριασμούς στο facebook ή το twitter, που υποδύονται με προσεκτικό τρόπο τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ή τοπικής ομάδας.
Με τα μηνύματά τους προς την ομάδα αυτή και υποδυόμενοι έναν «κανονικό» άνθρωπο της διπλανής πόρτας, οι υπέυθυνοι της προπαγάνδας οργανώνουν δήθεν πηγαίες εκδηλώσεις αποδοκιμασίας του αντιπάλου πάνω στη βάση ψευδών καταγγελιών και θεωριών συνωμοσίας.
Η λέξη σημαίνει «τεχνητό γρασίδι» ή στα αγγλικά “astroturf”, επειδή είναι αντίθετη προς το «γρασίδι». Στα αγγλικά η «εκστρατεία του γρασιδιού», δηλαδή «grassroots campaign» σημαίνει ένα γνήσιο κίνημα πολιτών, κυριολεκτικά από τα κάτω.
Η νέα λέξη σημαίνει την οργανωμένη εξαπάτηση από απατεώνες, που υποδύονται κάποιον «σαν κι εμάς», δηλαδή κάποιον που εμπιστευόμαστε, σε αντίθεση με τον δημοσιογράφο ή πολιτικό ή κατάσκοπο για τον οποίον υπάρχει δυσπιστία. Πρόκειται για μια δοκιμασμένη τεχνική εξάπλωσης θεωριών συνωμοσίας.
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε απ' ό,τι φαίνεται από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες στην Αμερική. Βοήθησε στην εκλογή του Donald Trump, ιδίως στις κρίσιμες πολιτείες που κέρδισε με πολύ μικρή διαφορά ψήφων. Οι λεπτομέρειες αποκαλύφθηκαν πρόσφατα από την έρευνα του ειδικού ερευνητή Ρόμπερτ Μάλερ στις ΗΠΑ, ο οποίος ερευνά τη δράση της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές. Οι διαδικτυακές αυτές εκστρατείες αφήνουν, κατά κανόνα, τα ίχνη τους στο διαδίκτυο, μόνο όμως για όσους έχουν τα τεχνολογικά μέσα να τις ανακαλύψουν.
Παρόμοια επέμβαση συνέβη και στο δημοψήφισμα της Βρετανίας για την ΕΕ, όπου και εκεί ερευνάται ο ρόλος των Ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Η έρευνα γίνεται από την αρμόδια κοινοβουλευτικής επιτροπή της Βουλής της Βρετανίας για την ενημέρωση, υπό τον Νταίημιαν Κόλλινς. Η επιτροπή αυτή έχει ασκήσει τεράστια πίεση στο Facebook, και η έκθεσή της για τα ψεύτικα νέα («fake news») είναι πλέον σημείο αναφοράς και ενδεχομένως προάγγελος νομοθετικών πρωτοβουλιών.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Την εβδομάδα που πέρασε η διαδικτυακή προπαγάνδα ήταν αντικείμενο ειδικής συζήτησης στο ετήσιο συνέδριο του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, με θέμα «Δημοκρατία στην ΕΕ». Αργά ή γρήγορα – ίσως μετά τις Ευρωεκλογές και αφού οριστεί νέα Επιτροπή – είναι πιθανό να δούμε ρυθμίσεις και περιορισμό της πολιτικής ισχύος που έχουν σήμερα οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Και στην χώρα μας; Υπάρχει κάποια έρευνα; Μελετούμε κάποια μέτρα; Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτε. Οι θεσμοί ελέγχου στη χώρα μας είναι σήμερα εντελώς αποδυναμωμένοι. Η θητεία των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει αποδυναμώσει την βουλή και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, αφού όλα σήμερα στον δημόσιο βίο υπάγονται στην λογική του «εμείς ή αυτοί».
Η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται. Αυτό δεν εκπλήσσει, αφού έχει ωφεληθεί στο παρελθόν από παρόμοιες μεθόδους, ενώ αποδεδειγμένα έστηνε πλαστούς λογαριασμούς με σκοπό την προπαγάνδα από τα κομματικά «τρολ». Το θέμα όμως θα πρέπει να μπει στην ατζέντα για μια πραγματικά μεταρρυθμιστική κυβέρνηση.
Ο κίνδυνος της επαγγελματικής προπαγάνδας δεν είναι μόνο πολιτικός. Την ίδια τακτική μπορούν να ακολουθήσουν ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα ή ίσως ακόμα και η μαφία ή κάποιες ξένες υπηρεσίες. Αν δηλαδή κάποιος μαφιόζος εκβιαστής φτιάξει σήμερα 10.000 λογαριασμούς στο facebook, ποιος θα τον εμποδίσει να πουλήσει «προστασία» από αρνητικά δημοσιεύματα υποψήφιους δημάρχους, ή βουλευτές, ή περιφερειάρχες; Η δημοκρατία μας φοβάμαι είναι σε αυτόν τον τομέα ανυπεράσπιστη. Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τέτοιους εκβιαστές (ή ίσως την τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, ή την Χρυσή Αυγή, ή τον Αρτέμη Σώρρα) να στήσουν χιλιάδες ψεύτικες σελίδες που θα γράφουν νυχθημερόν ψέματα.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα έχει δύο παράλληλες πτυχές. Η πρώτη είναι η κατάχρηση της ελευθερίας του διαδικτύου από επαγγελματίες προπαγανδιστές, όπως ακριβώς και στην Ευρώπη και την Αμερική. Η δεύτερη πτυχή όμως αφορά την τηλεόραση και τον τύπο γενικότερα. Ο τρόπος που έχει αναπτυχθεί κυρίως η ραδιοτηλεόραση μας εμποδίζει να δούμε καθαρά τον κίνδυνο της προπαγάνδας.
Στην χώρα μας έχει δυστυχώς επικρατήσει η εντύπωση ότι η είδηση είναι εμπόρευμα. Ένας ιδιοκτήτης μέσου ενημέρωσης θεωρείται από τους δημοσιογράφους και ενδεχομένως και τους νομικούς μας, ότι έχει «ιδιοκτησιακό» δικαίωμα στην είδηση. Οι τηλεοπτικοί μας σταθμοί δεν έχουν μηχανισμούς αποφυγής της επιχειρηματικής ή πολιτικής προπαγάνδας. Δεχόμαστε π.χ. ότι τα μέσα που ελέγχει ένας ιδιοκτήτης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας θα μεταδίδουν ειδήσεις μεροληπτικά υπέρ αυτής της ομάδας. Η ΕΣΗΕΑ είναι ανύπαρκτη σε τέτοια σημαντικά ζητήματα δεοντολογίας.
Πολλοί λένε ότι αυτό δεν πειράζει, αφού έχουμε πλουραλισμό. Επειδή οι σταθμοί ανήκουν σε διαφορετικούς ανθρώπους, η προπαγάνδα του ενός εξουδετερώνει την προπαγάνδα του άλλου. Έτσι εξηγείται ίσως και η ανοχή στην προπαγάνδα της ΕΡΤ. Θεωρείται φυσιολογικό να ασκεί η κυβέρνηση το «ιδιοκτησιακό» της δικαίωμα πάνω στη δουλειά των δημοσιογράφων.
Η «ιδιοκτησιακή» αυτή θεωρία της είδησης, είναι κατά τη γνώμη μου λανθασμένη. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι διάφορες προπαγάνδες αλληλοεξουδετερώνονται. Αντίθετα, ίσως αλληλοενισχύονται, για να φτιάξουν μια εντελώς ψευδή εικόνα της πραγματικότητας, αν αυτό βολεύει τους ιδιοκτήτες ή ανεβάζει την ακροαματικότητα. Ίσως επιχειρηματίες να έχουν από κοινού συμφέρον τα να επιτεθούν σε πολιτικούς, που ίσως να ήθελαν να περιορίσουν με κανόνες την μονοπωλιακή τους δύναμη.
Η αντικειμενική ενημέρωση είναι, συνεπώς, κάτι πολύτιμο για την δημοκρατία.. Ένας δημοσιογράφος έχει υποχρέωση προς όλους εμάς να αναφέρει τις ειδήσεις με αντικειμενικότητα, π.χ. αν ένας ηγέτης είπε σήμερα ψέματα. Η αντικειμενικότητα δεν είναι εμπόρευμα.
Οι ιδιοκτήτες των μέσων έχουν ευθύνη να σέβονται τους κανόνες δεοντολογίας, ενώ η κρατική ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης θα πρέπει να αφαιρεί την άδεια από τηλεοπτικούς σταθμούς που συστηματικά αποτυγχάνουν να προστατεύουν τους δημοσιογράφους (αφού η ραδιοτηλεόραση ρυθμίζεται από το Σύνταγμα). Αντίστοιχοι θεσμοί, κάποτε συμβουλευτικοί και κάποτε αναγκαστικοί, υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι όμως σε εμάς.
Η ελλιπής ενημέρωση, η ανοικτή προπαγάνδα και η ευρεία συνωμοσιολογία είναι στοιχεία του δημοκρατικού ελλείμματος της κοινωνίας μας. Μια νέα κυβέρνηση θα πρέπει να ασχοληθεί με την το άναρχο τοπίο ενημέρωσης, με στόχο την υπεράσπιση του κάθε δημοσιογράφου ξεχωριστά.
Μέχρι να γίνει αυτό, ας ελπίσουμε ότι στις ερχόμενες εκλογές δεν θα επικρατήσουν οι τακτικές οργανωμένης προπαγάνδας (όπως το «astroturfing» ή τα πληρωμένα τρολς). Τα δημοκρατικά κόμματα πρέπει να είναι τεχνολογικά και πολιτικά έτοιμα να αντιμετωπισουν με κάθε νόμιμο μέσο τα κύματα εξαπάτησης και προπαγάνδας που σίγουρα θα βρούμε μπροστά μας τους μήνες που έρχονται.
* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο