Της Ζέφης Δημαδάμα*
Κατά πόσο η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της δύναται να απειλήσουν την ασφάλεια και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών;
Λαμβάνοντας υπόψη τις καταστροφές από την περιβαλλοντική επιβάρυνση εύκολα γίνονται αντιληπτοί οι σοβαροί κίνδυνοι που ελλοχεύουν. Υπολογίζεται ότι οι ετήσιες καταστροφές από παράκτιες πλημμύρες στην ΕΕ θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 1 τρισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και να επηρεάσουν πάνω από 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι γεωργικές αποδόσεις εκτιμάται πως θα μειωθούν κατά 20%, οι εκτάσεις που καίγονται από δασικές πυρκαγιές να διπλασιαστούν και σχεδόν ένας στους δύο Ευρωπαίους θα επηρεαστεί από τη λειψυδρία.
Συνέπεια των παραπάνω είναι και η περιβαλλοντική μετανάστευση, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε μαζικό φαινόμενο. Ήδη με βάση τα στοιχεία των Διεθνών Οργανισμών Μετανάστευσης, το 2017 περίπου 18 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων και της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος.
Δύσκολα επομένως μπορούμε να συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε για τη μη διασύνδεση της ανθρώπινης ασφάλειας, της εθνικής ασφάλειας με την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ αναγνωρίζει το ρόλο που διαδραματίζει η “περιβαλλοντική σταθερότητα” στην ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των κρατών αλλά και της ίδιας της ΕΕ.
Η ασφάλεια της Ευρώπης εξαρτάται όχι μόνο από την υιοθέτηση των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων των κρατών μελών της αλλά και από το ρυθμό με τον οποίο άλλες χώρες, ιδίως οι μεγαλύτεροι παραγωγοί, όπως η Κίνα, ΗΠΑ και η Ινδία, εκπληρώνουν τις δεσμεύσεις τους για το κλίμα.
Σε συνδυασμό με το κρίσιμο ζήτημα του ορυκτού πλούτου, τους φυσικούς πόρους και κυρίως την ανάγκη εισαγωγής ορυκτών καυσίμων η ΕΕ χρειάζεται μια νέα περιφερειακή, περιβαλλοντική πολιτική για τις χώρες παραγωγής ορυκτών καυσίμων από τις οποίες εξαρτάται (προμηθευτές πετρελαίου-φυσικού αερίου).
Η ενίσχυση της κλιματικής ασφάλειας των περιφερειακών και τοπικών κρατών είναι καθοριστικής σημασίας για την πρόληψη μελλοντικής αστάθειας, λόγω των επιπτώσεων πιθανής κλιματικής κρίσης με συνέπεια την επιβάρυνση των εύθραυστων κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συνθηκών και κατ'' επέκταση την πυροδότηση συγκρούσεων ακόμη και τρομοκρατικών ενεργειών.
Για να προβλεφθούν τα ανωτέρω Θα πρέπει να οργανωθεί και να ενισχυθεί άμεσα η περιβαλλοντική και κλιματική διπλωματία με την ενσωμάτωσή τους στην εξωτερική πολιτική και στην πολιτική ασφάλειας της ΕΕ ως καθοριστικοί παράγοντες για την ευρωπαϊκή και διεθνή ειρήνη.
Οι πολιτικές της ΕΕ για την ασφάλεια του κλίματος και του περιβάλλοντος απαιτείται να είναι διατομεακές, οριζόντιες και να στοχεύουν σε τέσσερις -κατά προτεραιότητα- βασικούς άξονες: α) την οργάνωση συστηματικής καταγραφής σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο επιλεγμένων περιβαλλοντικών δεικτών ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης σε πραγματικό χρόνο β) τη διεθνή συστηματική συνεργασία και ανταλλαγή γνώσης, τεχνολογίας, καινοτομίας και “καλών πρακτικών” γ) την ενίσχυση του προϋπολογισμού της ΕΕ για την υλοποίηση ανθεκτικότερων υποδομών και την αντιμετώπιση κρίσεων δ) την ετοιμότητα σε επίπεδο ασφάλειας, άμυνας για την πρόληψη συγκρούσεων αλλά και την αντιμετώπιση εχθροπραξιών.
Η περιβαλλοντική σταθερότητα και η κλιματική ισορροπία προϋποθέτουν το σεβασμό του περιβάλλοντος, των φυσικών πόρων καθώς και της λελογισμένης χρήσης τους. Το δίλημμα που προκύπτει είναι πολυσύνθετο, όπως και η διασφάλιση της ειρηνικής συνύπαρξης του συνεχώς αυξανόμενου και με σοβαρές ανισότητες, πληθυσμού του πλανήτη.
*Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό, Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών & Περιφερειακών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αντιπρόεδρος Γυναικών Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.