Του Παναγιώτη Δουδωνή*
Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να ενεργοποίησε τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης εντελώς προσχηματικά. Τώρα κινδυνεύει να πέσει θύμα της νοηματοδότησης από την αντιπολίτευση μιας διαδικασίας την οποία ο ίδιος μάλλον ήθελε κενή περιεχομένου. Η ενδεχόμενη καταψήφιση της ίδιας της πρότασής του δημιουργεί τον θεσμικό κίνδυνο ο ευτελισμός της διαδικασίας της αναθεώρησης να οδηγήσει σε ευτελισμό της ίδιας της ουσίας της.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά: το Σύνταγμα, στο Άρθρο 110, ζήτησε δύο Βουλές και δύο πλειοψηφίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ενθαρρύνοντας τη μέγιστη δυνατή συναίνεση και συζήτηση πάνω σε ένα ύψιστης θεσμικής σημασίας θέμα. Η πλειοψηφία των 151και 180 ή 180 και 151 όσον αφορά στις αναθεωρητέες διατάξεις και το περιεχόμενο της αναθεώρησης εξασφαλίζει πως η αλλαγή του καταστατικού χάρτη δε θα γίνει από μια ευκαιριακή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Το ίδιο εξασφαλίζει και η μεσολάβηση εκλογών μεταξύ των δύο Βουλών, φέρνοντας επιπλέον το ζήτημα της αναθεώρησης στο επίκεντρο μιας εκλογικής αναμέτρησης η οποία θα έχει ως αντικείμενο και την κατεύθυνση της αλλαγής του κειμένου του Συντάγματος.
Η παρούσα Κυβέρνηση ενεργοποίησε την αναθεωρητική διαδικασία επιδιώκοντας το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιχειρεί να διασφαλίσει το άρθρο 110 του Συντάγματος: θέλησε μια αναθεώρηση κομματική, στηριγμένη στις αλλόκοτες προτάσεις κάποιας ad hoc επιτροπής. Επιπλέον, θέλησε μια αναθεώρηση προσχηματική, σαν λαγό που βγαίνει από το καπέλο ενός ταχυδακτυλουργού για να κεντρίσει την προσοχή των θεατών του. Μια αναθεώρηση για να προκαλέσει την «έκσταση της επικοινωνίας», ένα υποπροϊον της τοτεμοποίησης του συντάγματος από την Κυβέρνηση, στα πλαίσια του συνταγματικού λαϊκισμού.
Η αναθεώρηση του άρθρου 32 στην κατεύθυνση της πρότασης ΣΥΡΙΖΑ είναι μια σημαντική πτυχή αυτού του εγχειρήματος «κομματικής αναθεώρησης». Υπηρετεί με συνέπεια την προσπάθεια αλλοίωσης του πολιτεύματος προς μια κατεύθυνση λαϊκιστική, στα πλαίσια της οποίας ο λαός θα καλείται είτε δια δημοψηφισμάτων είτε δια εκλογών να αποφασίζει σε μια σειρά από θέματα με απώτερο σκοπό να του δίνεται μια αίσθηση συνεχούς έκφρασης της βούλησης και των συναισθημάτων του, μέσα σε έναν ιδιότυπο εκλογικό εξπρεσιονισμό. Αυτή είναι και η «γενική κατεύθυνση» της αναθεώρησης ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα με την εξαίρεση του άρθρου 16 από τις αναθεωρητέες διατάξεις, με απώτερο σκοπό την αναβολή της σημαντικότερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για το απώτερο έως και απώτατο μέλλον.
Ένα ευφυές στρατήγημα κατά κανόνα ηττάται από ένα ευφυέστερο. Ο σχεδιασμός της Κυβέρνησης για την «προσχηματική αναθεώρηση» βρίσκεται ένα βήμα προ της αυτοταπείνωσης. Κι αυτό γιατί η πρόθεση της Νέας Δημοκρατίας να υπερψηφίσει στις δύο ψηφοφορίες την αναθεώρηση του άρθρου 32 έχει θέσει τον ΣΥΡΙΖΑ και τους έξι εθελόδουλους προθύμους βουλευτές προ ενός συναρπαστικά αμείλικτου διλήμματος: ή θα συναινέσουν στην αναθεώρηση του άρθρου 32, δίνοντας τη δυνατότητα στην επόμενη Βουλή να αλλάξει το περιεχόμενό του με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151) ή θα καταψηφίσουν την ίδια τους την πρόταση. Η τελευταία αυτή επιλογή δεν είναι όσο απλή φαντάζει: αφενός μεν οδηγεί σε έναν κοινοβουλευτικό αυτοεξευτελισμό, αφετέρου πολιτικά αποτελεί παραδοχή της στρατηγικής ήττας της Κυβέρνησης και της αδυναμίας επηρεασμού των, συνταγματικών και μη, εξελίξεων μετά τις εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν.
Όλα αυτά έχουν ξεχωριστή σημασία, δεδομένου του ότι κατέρρευσε το καινοφανές αφήγημα της «κατεύθυνσης» ή «γενικής κατεύθυνσης» της αναθεώρησης. Τώρα λοιπόν η Κυβέρνηση και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να μας πείσουν για το αν πράγματι επιθυμούσαν αναθεώρηση του Συντάγματος και αν ναι, αν επιδίωκαν ή απεύχονταν την προβλεπόμενη από το πνεύμα του Συντάγματος συναίνεση. Είναι εξάλλου παράδοξη η στάση ενός Πρωθυπουργού που δήλωνε κατά την παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησής του πως είναι «κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας» να επιμένει στην αναθεώρηση μερικών από αυτές τις λέξεις. Η διατήρηση του κύρους της αναθεωρητικής διαδικασίας αλλά και ουσίας εναπόκειται συνεπώς στη συνειδητοποίηση των ορίων του αυτοεξευτελισμού μιας Κυβέρνησης που πολιτεύθηκε με τον συνταγματικό λαϊκισμό ως σημαία της.
*O κ. Παναγιώτης Δουδωνής είναι Λέκτορας, Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.