Αρνητικά επιτόκια: Ένας ολοκληρωτικός σχεδιασμός χάους

Αρνητικά επιτόκια: Ένας ολοκληρωτικός σχεδιασμός χάους

(Φωτ.: Το αποτέλεσμα της πολιτικής του προέδρου της ΕΚΤ, Mario Draghi, δεν οδήγησε σε αύξηση των τιμών, σε δημιουργία νέων επιχειρήσεων, ή σε αύξηση των καταναλωτικών δαπανών. Αλλά χρησίμευσε για να παρέχει ακόμη χαμηλότερο επιτόκιο στα κρατικά χρέη, ώστε να επιτραπεί σε ήδη χρεοκοπημένες κυβερνήσεις και κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις να δανείζονται περισσότερα χρήματα και ως εκ τούτου να προβαίνουν σε μετακύλιση των υφιστάμενων χρεών τους, στους ήδη πνιγμένους από ανάλογα προηγούμενα χρέη φορολογούμενους.)

Του Ευθύμη Μαραμή*

Αρνητικό επιτόκιο σημαίνει πως ο άνθρωπος επιθυμεί και προτιμά ακριβότερα αγαθά αύριο, έναντι φτηνότερων αγαθών σήμερα. Σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν έχει πλέον λόγο δράσης. Αρνητικό επιτόκιο σημαίνει πως προτιμώνται, για παράδειγμα, 0,90 λεπτά του ευρώ αύριο, παρά 1 ευρώ σήμερα. Πρόκειται για οικονομικά ψυχιατρείου.

Αρνητικό επιτόκιο σημαίνει ορθά κοφτά πως καταργούνται οι επιθυμίες/επιλογές, καθώς και θεμελιώδη ιδιοκτησιακά δικαιώματα των συμμετεχόντων στην αγορά δια νομισματικής βίας και νομοθετημένης κλοπής. Αυτό έχει άμεσες και απώτερες οικονομικές αλλά και ηθικές επιπτώσεις και επιπλοκές τις οποίες θα εξετάσουμε.

Οι «σοφοί» κεντρικοί σχεδιαστές ανατρέχουν πίσω στη Μεγάλη Ύφεση και τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, υπενθυμίζοντας την ως μια ιδιαίτερα καταστροφική συγκυρία αποπληθωρισμού που δεν θέλουν να αναβιώσουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, καθώς οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα, επενέβησαν με έκτακτα και αντισυμβατικά μέτρα (TARP, ZIRP, bailouts, bail in, QE, κλπ). Τώρα πλέον φαίνεται πως περνάνε σε αρνητικά επιτόκια (NIRP). Θέλουν οι τιμές να αυξάνονται συνεχώς. Όλες οι τιμές, σε μετοχές, ομόλογα, μισθούς, ακίνητα, κεφαλαιακά και καταναλωτικά αγαθά. Θέλουν να επικρατήσει η κεϋνσιανή θεωρία του «wealth effect». Δεν τους νοιάζει αν είναι αδύνατο να αγοράσεις σήμερα όσα θα μπορούσες πριν από πενήντα χρόνια με την ίδια ποσότητα τυπωμένου χαρτιού (ή ηλεκτρονικών καταθέσεων). Δεν τους ενδιαφέρει αν πραγματικά επιθυμείς να αποκτήσεις ή όχι αγαθά. Δεν ενδιαφέρονται αν ήδη είσαι χρεωμένος ως τον λαιμό, είτε δανείστηκες είτε όχι. Θέλουν να ξοδεύεις συνεχώς σε «κάτι», ώστε να αυξηθεί η τιμή αυτού του «κάτι». Και θα προσπαθήσουν σε αναγκάσουν να το κάνεις δια της βίας.

Αρχικά, ας δούμε τι είναι το φυσικό (πραγματικό) επιτόκιο το οποίο καθορίζει ουσιαστικά την τιμή του συναλλακτικού μέσου όπως αυτή θα προέκυπτε σε μια ελεύθερη αγορά. Μπορούμε συνεπώς να έχουμε στο μυαλό μας και τον όρο «βαθμός ενδιαφέροντος» (interest rate) για να διευκολύνουμε τον συλλογισμό μας σε σχέση με τον όρο «επιτόκιο». Θα ανατρέξουμε σε ορισμένες αναλύσεις του Roger W. Garrison, ώστε να αποδοθεί ορθά ο ορισμός του (φυσικού) επιτοκίου.

Το φυσικό επιτόκιο (natural rate of interest)

Ονομάστηκε έτσι από τον Σουηδό οικονομολόγο Knut Wicksell και είναι το επιτόκιο που αντανακλά τους υποκείμενους πραγματικούς παράγοντες της οικονομίας. Σε μακροοικονομικούς όρους, όπως θα ίσχυαν σε μια εξ ολοκλήρου ιδιωτική οικονομία, είναι το ποσοστό που διέπει την κατανομή των πόρων μεταξύ της τρέχουσας κατανάλωσης και των μελλοντικών επενδύσεων. Με τη διατήρηση αποταμιεύσεων και επενδύσεων σε ισορροπία, το φυσικό επιτόκιο καθοδηγεί την οικονομία σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης. Δηλαδή, υπό καθεστώς φυσικού επιτοκίου, οι μη καταναλωθέντες πόροι (οι πραγματικές αποταμιεύσεις δηλαδή) χρησιμοποιούνται για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας με τρόπους που συνάδουν με την εθελοντική προθυμία των ανθρώπων να αναβάλουν την κατανάλωση για το μέλλον.

Στην αυστριακή οικονομική θεωρία, το φυσικό επιτόκιο μεταφράζεται ως το επιτόκιο που αντανακλά τις χρονικές προτιμήσεις των συμμετεχόντων στην αγορά (εργαζομένων, επιχειρηματιών, καταναλωτών) και που κατανέμει τους πόρους μεταξύ των χρονικά καθορισμένων σταδίων της παραγωγής. Το αποτέλεσμα της παραγωγής (output) από το ένα στάδιο αποτελεί είσοδο (input) για το επόμενο στάδιο, σε μια λογική και ευρέως περιγραφική αναπαράσταση της οικονομικής παραγωγικής διαδικασίας. Η χρονική διάσταση της κεφαλαιακής διάρθρωσης της οικονομίας αποτελεί βασική μακροοικονομική μεταβλητή στην αυστριακή θεωρία.

Ο χρόνος προτίμησης είναι απλά ένας περιληπτικός όρος που αναφέρεται στο προτιμώμενο μοτίβο κατανάλωσης των ανθρώπων κατά την πάροδο του χρόνου. Η μείωση στην προτίμηση χρόνου σημαίνει αυξημένο προσανατολισμό προς το μέλλον. Σε μια τέτοια περίπτωση οι άνθρωποι, συνειδητά, αποταμιεύουν περισσότερο στο παρόν, ώστε να αυξήσουν το επίπεδο της μελλοντικής τους κατανάλωσης. Η αυξημένη αποταμίευση μειώνει το φυσικό επιτόκιο και απελευθερώνει πόρους από τα τελικά στάδια της παραγωγής. Ταυτόχρονα, το χαμηλότερο φυσικό επιτόκιο, το οποίο μεταφράζεται άμεσα σε μείωση του κόστους δανεισμού, καθιστά τις δραστηριότητες παραγωγής στα πρώιμα στάδια πιο κερδοφόρες. Με την ανακατανομή των πόρων από τα τελικά στα πρώιμα στάδια της παραγωγής, το προτιμώμενο χρονικά πρότυπο κατανάλωσης μεταφράζεται σε μια ομαλή προσαρμογή της παραγωγικής δομής.

Οι κινήσεις του φυσικού επιτοκίου είναι επίσης κρίσιμες για την αποδοτικότητα της οικονομίας όταν προκύπτουν αλλαγές στη διαθεσιμότητα πόρων ή στην τεχνολογία. Ας υποθέσουμε ότι ένα τεχνολογικό επίτευγμα κάνει μια χρονοβόρα παραγωγική διαδικασία πολύ πιο γρήγορη. Η μελλοντική κατανάλωση –ακόμη και μια αυξημένη μελλοντική κατανάλωση– μπορεί τώρα να διασφαλιστεί με λιγότερη στέρηση τρέχουσας κατανάλωσης. Οι εθελοντικές επιλογές των ανθρώπων στην αγορά θα καθορίσουν πόσο από το τεχνολογικό κέρδος αναγνωρίζεται, σε όρους τρέχουσας κατανάλωσης (λιγότερη αποταμίευση) και πόσο σε όρους μελλοντικής κατανάλωσης (κατά την οποία η διαθεσιμότητα μιας νέας τεχνολογίας αντισταθμίζει την επίδραση της μειωμένης αποταμίευσης). Μια αύξηση στο φυσικό επιτόκιο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου απεικονίζεται από τους αυστριακούς οικονομολόγους ως «φρένο επιτοκίου», έναν όρο που οφείλουμε στον Friedrich Hayek. Το φρένο επιτοκίου συντονίζει τον βαθμό κατά τον οποίο εφαρμόζεται η νέα τεχνολογία και ως εκ τούτου επιτρέπει την αυξημένη κατανάλωση, ακόμη και κατά τη διάρκεια της εφαρμογής (της τεχνολογίας). Τα αποθέματα περιορίζονται στα τελευταία στάδια της παραγωγής και ορισμένοι πόροι ανακατανέμονται προς λιγότερο χρονοβόρα επιχειρηματικά έργα.

(Photo by the Volkswirtschaftliches Institut, Universitat Freiburg, Freiburg im Breisgau, Germany. Μια αύξηση στο φυσικό επιτόκιο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου απεικονίζεται από τους αυστριακούς οικονομολόγους ως «φρένο επιτοκίου», έναν όρο που οφείλουμε στον Friedrich Hayek.)

Συνοπτικά, το φυσικό επιτόκιο θεωρείται ως εξισορροπητικό επιτόκιο. Είναι το επιτόκιο που λέει την αλήθεια σχετικά με τη διαθεσιμότητα πόρων για την κάλυψη σημερινής και μελλοντικής καταναλωτικής ζήτησης, καθώς και το επιτόκιο που επιτρέπει την ομαλή διάρθρωση της οικονομίας κατά τις περιόδους τεχνολογικών επιτευγμάτων τα οποία μειώνουν τον χρόνο παραγωγής, επιτρέποντας στα παραγωγικά σχέδια να συνάδουν με την προτιμώμενη μορφή κατανάλωσης. Κατ'' επέκταση, ένα αφύσικο, ή τεχνητό, επιτόκιο είναι ένα επιτόκιο που αντανακλά την επιρροή δυνάμεων εκτός αγοράς το οποίο προκαλεί αποσύνδεση μεταξύ των διαχρονικών καταναλωτικών προτιμήσεων και των διαχρονικών σχεδίων παραγωγής.

Ένα αφύσικο ή τεχνητό επιτόκιο το οποίο θα μπορούσε να υπερισχύσει για κάποιο χρονικό διάστημα, εάν για παράδειγμα η κεντρική τράπεζα στοχεύει σε χαμηλά επιτόκια κυβερνητικών κονδυλίων, μεταφράζεται στον επιχειρηματικό κόσμο ως πιο μακροπρόθεσμος ορίζοντας σχεδιασμού, από αυτόν που θα ίσχυε οριοθετημένος από την πραγματική βούληση των ανθρώπων για αποταμίευση. Η αναντιστοιχία που προκαλείται μεταξύ των δραστηριοτήτων παραγωγής και κατανάλωσης, εξαιτίας των νομισματικών/κυβερνητικών αρχών, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ευημερίας, αλλά θέτει τις βάσεις για μια ενδεχόμενη διόρθωση της αγοράς, η οποία λαμβάνει τη μορφή ύφεσης στο σύνολο της οικονομίας.

Αυτή είναι και η ουσία της αυστριακής θεωρίας του οικονομικού κύκλου. Η αναντιστοιχία και η προκύπτουσα ακολουθία πληθωρισμού και υφέσεως (boom-bust) που προκύπτει ως αποτέλεσμα κεντρικού (σοσιαλιστικού) νομισματικού σχεδιασμού.

Το «πρόβλημα» του φυσικού επιτοκίου και η «λύση» των κεντρικών σχεδιαστών

Όπως παραδέχεται και η Federal Reserve του St. Lewis, το πρόβλημα με το φυσικό επιτόκιο, είναι πως δεν είναι μετρήσιμο, γεγονός που καθιστά ανήμπορο τον κεντρικό σχεδιασμό να το ενσωματώσει στις νομισματικές πολιτικές. Βεβαίως, αυτό που θεωρεί ως πρόβλημα ο κεντρικός σχεδιασμός είναι ακριβώς οι επιλογές των συμμετεχόντων στην αγορά. Αποτελεί μια ακόμα φωτεινή απόδειξη πως ο κεντρικός σχεδιασμός και ο θετικιστικός χαρακτήρας των mainstream οικονομικών έχουν ως στόχο τους τον καθορισμό των ανθρώπινων δράσεων. Διότι, όπως ομολογούν κυνικά και οι ίδιοι επιβεβαιώνοντας την αυστριακή θεωρία και μεθοδολογία, οι ανθρώπινες επιλογές, επιθυμίες και δράσεις δεν είναι μετρήσιμες.

Σε περιόδους τεχνολογικής προόδου, η Federal Reserve ακολουθεί μια πολιτική «αναπτυξιακής προσαρμογής/υποδοχής» (accommodating growth), δανείζοντας ελεύθερα σε οποιοδήποτε επιτόκιο επικρατούσε πριν από τις βελτιώσεις που σημειώθηκαν στον τομέα της τεχνολογίας (οι οποίες μειώνουν τους χρόνους παραγωγής). Δεν μειώνει τα επιτόκια, απλά δεν τους επιτρέπει να αυξηθούν –όπως θα συνέβαινε, ελλείψει αυτής της πολιτικής.

Στην πράξη, η πολιτική αυτή της «αναπτυξιακής προσαρμογής/υποδοχής» υπερισχύει του «φρένου επιτοκίων» του F. Hayek. Με δεδομένη τη χρονική προτίμηση, οι άνθρωποι θα επιλέξουν να λάβουν μόνο ένα μέρος από τα κέρδη που σχετίζονται με την τεχνολογική πρόοδο, με τη μορφή της αύξησης μελλοντικής κατανάλωσης. Θα επιλέξουν να πάρουν τουλάχιστον κάποια από αυτά τα κέρδη με τη μορφή της αύξησης της τρέχουσας κατανάλωσης. Και με δεδομένη τη βελτιωμένη τεχνολογία, τα κέρδη είναι δυνατά παντού.

Οι άνθρωποι μπορούν τώρα να αποταμιεύουν λιγότερα, απολαμβάνοντας περισσότερη κατανάλωση. Κατά τη διάρκεια της περιόδου όπου τέθηκε σε εφαρμογή η νέα τεχνολογία, το φυσικό επιτόκιο θα αυξηθεί, καθώς οι επιχειρηματίες ανταγωνίζονται για επενδυτικά χρηματικά κεφάλαια. Με τον τρόπο αυτό, η προσωρινή αύξηση του φυσικού επιτοκίου επιτρέπει στην οικονομία να προσαρμοστεί στη νέα τεχνολογία σε ένα ποσοστό που είναι σύμφωνο με τις χρονικές καταναλωτικές προτιμήσεις των ανθρώπων.

Η πολιτική της «προσαρμογής» στρεβλώνει αυτήν τη διαδικασία της αγοράς. Αντικαθιστά το «φρένο επιτοκίου» και κατανέμει τους πόρους με τρόπο που –αν δεν αντιμετωπιστεί από τις δυνάμεις της αγοράς– μεταθέτει όλα τα κέρδη που προέκυψαν από την τεχνολογική πρόοδο αποκλειστικά στη μελλοντική κατανάλωση (στην περίπτωση μας, στην αποπληρωμή χρέους –όπως θα δούμε παρακάτω). Όμως, το χρονικό μοτίβο του αποτελέσματος παραγωγής των καταναλωτικών προϊόντων είναι τώρα σε αντίθεση με τις χρονικές καταναλωτικές προτιμήσεις των ανθρώπων.

Η πολιτική τόνωσης της ανάπτυξης (stimulating Growth) μέσω κρατικών δαπανών είναι μία ατυχής προσπάθεια μετακίνησης της οικονομίας μακριά από το προτιμώμενο trade-off των συμμετεχόντων στην αγορά, προς ένα σημείο που συνεπάγεται λιγότερη κατανάλωση και περισσότερες επενδύσεις.

Η πολιτική της «προσαρμοσμένης/υποδεχόμενης ανάπτυξης» είναι ομοίως δύστοκη και εφαρμόζεται όταν η τεχνολογική πρόοδος έχει μετατοπίσει και επεκτείνει τα οικονομικά όρια. Οι κανονικές δυνάμεις της αγοράς, οι οποίες θα προϋπέθεταν μια προσωρινή αύξηση του φυσικού επιτοκίου, θα κινούσαν την οικονομία στο σημείο της μετατόπισης αυτών των ορίων –ένα σημείο που αντιπροσωπεύει περισσότερη κατανάλωση και περισσότερες επενδύσεις ταυτόχρονα. Η πολιτική της «προσαρμοσμένης ανάπτυξης» με ένα τεχνητά αμετάβλητο επιτόκιο είναι μία άστοχη προσπάθεια να κινηθεί η οικονομία παράλληλα με τον άξονα των επενδύσεων στο σημείο που μετατοπίστηκαν τα όρια –ένα σημείο που δεν επιτρέπει την αυξημένη κατανάλωση κατά τη διάρκεια της προσαρμογής της οικονομίας στην τεχνολογική πρόοδο.

Τα αρνητικά επιτόκια. Μπορεί η Ε.Κ.Τ. να μας απαλλάξει από τα περιττά μας χρήματα;

Τα αρνητικά επιτόκια, όπως και κάθε επιτόκιο που επιβάλλεται από τις νομισματικές αρχές, είναι τεχνητά. Πρόκειται για μέτρο απόγνωσης και βίαιης επιβολής, καθώς αποτελεί πρωτοφανές εξόφθαλμο πείραμα κοινωνικής μηχανικής με το οποίο οι «σοφοί» κεντρικοί σχεδιαστές ξεπερνούν τον εαυτό τους. Το πρόβλημα με το αρνητικό επιτόκιο είναι πως οι συνέπειες του είναι άμεσα αντιληπτές από τους ανθρώπους. Δεν είναι όπως ο πληθωρισμός, ο οποίος ύπουλα και μεθοδικά ληστεύει την αγοραστική δύναμη χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός. Πρόκειται για οφθαλμοφανή ληστεία. Μπορείς να δείξεις στους συμμετέχοντες στην αγορά την πόρτα, αλλά δεν μπορείς να τους αναγκάσεις να την διαβούν. Ή μήπως τελικά μπορείς, ή νομίζεις πως μπορείς;

Η πιστωτική αγορά, όπως κάθε αγορά, είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Επεκτείνοντας τη συνολική προσφορά της πίστωσης αποτελεί μόνο το ήμισυ της επιδιωκόμενης συναλλαγής. Δεν θα πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, εκτός εάν υπάρξει επαρκής ζήτηση για πίστωση. Βρισκόμαστε επί έξι χρόνια σε πολιτικές μηδενικών επιτοκίων (ZIRP) και μόλις πρόσφατα η Federal Reserve αύξησε τα επιτόκια κατά 0.25 –δεν ήταν δύσκολη η πρόσβαση στην πίστωση–, συνεπώς διαπιστώνουμε πως έχει επέλθει κορεσμός. Στην Ευρώπη (όπως και στις ΗΠΑ) οι τράπεζες κάθονται πάνω σε σωρούς αποθεματικών και ο κ. Draghi επιδιώκει να τις εξαναγκάσει να δανείσουν. Αλλά πιέζοντας τις τράπεζες, δεν σημαίνει πως με κάποιο μαγικό τρόπο οι επιχειρήσεις ή οι ιδιώτες αποκτούν φερέγγυα πιστοληπτική ικανότητα.

Επιπρόσθετα, για πολλούς, ειδικά μεταξύ των χωρών της περιφέρειας της Ευρώπης, απλά δεν έχει λογική να χρεωθούν επιπλέον, όταν εξακολουθούν να μην έχουν καν συνέλθει από την καταστροφή του 2010-12. Τα «κόκκινα» μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι μια πραγματική πυριτιδαποθήκη ειδικά στην περιφέρεια της Ε.Ε. Οι επιχειρήσεις είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση και η ανεργία εξακολουθεί να είναι ανεξέλεγκτη. Είναι οι χώρες αυτές έτοιμες να αναλάβουν περισσότερο χρέος; Είναι οι τράπεζες διατεθειμένες να δανείσουν σε επιχειρηματίες και ιδιώτες, όταν με την ίδια ακριβώς συνταγή βυθίστηκε στο χάος του χρέους η περιφέρεια της Ευρωζώνης; Μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε πως είναι πολύ δύσκολο αυτήν τη στιγμή για τη χρονική προτίμηση των ανθρώπων το φυσικό επιτόκιο να συμβαδίσει με την απεγνωσμένη προσπάθεια της ΕΚΤ να ωθήσει την κατανάλωση.

Υπάρχουν βεβαίως και χειρότερα και ας ελπίσουμε να διαψευσθούμε. Οι τράπεζες δεν είναι ηλίθιες ώστε να απορροφούν τις ζημιές των αρνητικών επιτοκίων. Θα μπορούσαν να αρχίσουν να δανείζουν τυχοδιωκτικά σε κάθε αναξιόπιστο αφερέγγυο σπεκουλαδόρο, δημιουργώντας νέα τοξικά χρέη. Αυτή ίσως είναι, δυστυχώς, η περίπτωση με την Deutsche Bank.

Συνδυασμός bail out και bail in. Ο φορολογούμενος ως lender of last resort δια πάσαν νόσο του κεντρικού σχεδιασμού

Υπάρχει όμως και μία αντίφαση σε όλη αυτήν την «επιχείρηση» που κάνει τον κ. Draghi να φαίνεται πραγματικά γελοίος. Ακόμα και αν οι τράπεζες δανείσουν τα αποθεματικά τους, πολλά από αυτά θα καταλήξουν πίσω στο τραπεζικό σύστημα.

Όταν δανείζεσαι χρήματα από μια τράπεζα, σου δίνουν το συνολικό ποσό σε στοίβες πολύχρωμων χαρτιών; Όχι, αυτό που λαμβάνεις από την τράπεζα είναι μια λογιστική σημείωση αυξημένης πίστωσης στον λογαριασμό σου. Τίποτα δεν πάει μέσα ούτε έξω από την τράπεζα. Μένει εκεί. Αυτό ισχύει τόσο για χρηματοδότηση μεγάλης κλίμακας, όσο και για μικρά δάνεια στους απλούς ιδιώτες. Ο δανεισμός δεν αποφεύγει την ανάγκη της κατάθεσης μετρητών σε μια τράπεζα. Συνεπώς, τα αρνητικά επιτόκια είναι ξεκάθαρα μια μορφή bail in. H τιμωρία στα αποθεματικά θα επεκταθεί μοιραία στους καταθέτες. Εφόσον δεν είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν τα χρήματα τους, η ΕΚΤ διατίθεται ευχαρίστως να τους απαλλάξει από το περιττό βάρος, απαλλοτριώνοντας τα. Είτε τα ξοδεύεις, είτε τα χάνεις. Πιο αναλυτικά έχουμε εξετάσει την απόπειρα ποινικοποίησης του χρήματος και την κατάργηση της αποταμίευσης εδώ.

Ο Mario Draghi, σύμφωνα με τους Financial Times, εμπλέκεται σε υπόθεση παραποίησης των ιταλικών δημοσιονομικών στοιχείων, ώστε να εισέλθει στο ευρώ η χώρα το 1999. Το 2002 προσελήφθη από την Goldman Sachs. Σήμερα είναι πρόεδρος της ΕΚΤ.

Αυτό πάντως που σίγουρα έχει συμβεί ως τώρα –και δεν είναι καθόλου καλύτερο– είναι το εξής: ενώ φαινομενικά με μια σφιχτή πολιτική οι τράπεζες έχουν τον τρόπο να αποφεύγουν την επιβάρυνση που τους επιβάλει η ΕΚΤ και εξακολουθούν να δανείζουν με μικρό κίνδυνο, στην πραγματικότητα μπορούν να δανείζουν με σχεδόν κανένα κίνδυνο, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα.

Το αποτέλεσμα της πολιτικής του κ. Draghi δεν οδήγησε σε αύξηση των τιμών, σε δημιουργία νέων επιχειρήσεων, ή σε αύξηση των καταναλωτικών δαπανών. Αλλά χρησίμευσε για να παρέχει ακόμη χαμηλότερο επιτόκιο στα κρατικά χρέη, ώστε να επιτραπεί σε ήδη χρεοκοπημένες κυβερνήσεις και κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις να δανείζονται περισσότερα χρήματα και ως εκ τούτου να προβαίνουν σε μετακύλιση των υφιστάμενων χρεών τους, στους ήδη πνιγμένους από ανάλογα προηγούμενα χρέη φορολογούμενους.

Μήπως τελικά αυτός ήταν εξ αρχής ο λόγος για τον οποίο η ΕΚΤ αποφάσισε να επιβάλει αρνητικά επιτόκια; Θα μπορούσε όλη αυτή η ψευδο-ακαδημαϊκή διαλεκτική να είναι απλά η συγκάλυψη του πραγματικού στόχου;

Οι Κεντρικές Τράπεζες υπάρχουν για να δανείζουν περισσότερα χρήματα σε χρεοκοπημένες κυβερνήσεις και ως εκ τούτου στις προστατευμένες κρατικοδίαιτες καταχρεωμένες επιχειρήσεις και στις ομάδες ειδικών συμφερόντων, στέλνοντας τον λογαριασμό στους φορολογούμενους που δεν συμμετέχουν σε αυτές τις κρατικές συμμορίες. Ειδικά η ΕΚΤ έχει δείξει και τις προτιμήσεις της επιλέγοντας ποιες κυβερνήσεις «πρέπει» να σωθούν και ποιες πρέπει να εκβιάζονται ώστε να καταστρέφουν με τη σειρά τους τους ανθρώπους της εκάστοτε χώρας. Μπορεί να τρομοκρατεί και μόνο η ιδέα, όμως πρόκειται για μια τραγική απομίμηση σοβιετικών προτύπων παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης προλεταριακού πατερναλισμού.

Συμπέρασμα και «αυστριακή» λύση στον καθορισμό του φυσικού επιτοκίου

Θα μπορούσε κάποιος να φέρει άμεσα έναν αντίλογο, θεωρώντας πως οι ανωτέρω περιγραφές του φυσικού επιτοκίου δικαιολογούν τη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών σήμερα. Δεν θα είχαν άδικο, αν δεν συνυπολόγιζαν το ουσιώδες στοιχείο που αποτελεί συνέπεια των διαχρονικών νομισματικών πολιτικών. Το τεράστιο πρόβλημα που έχουμε σήμερα είναι το χρέος. Το ονομαστικό χρέος που συσσωρεύτηκε στην οικονομία έρχεται σε σύγκρουση με τις δυνάμεις της αγοράς. Η συνεχής μείωση του κόστους παραγωγής λόγω τεχνολογικής εξέλιξης, η υπερπροσφορά προϊόντων βασισμένη στο χρέος και η ελλιπής ζήτηση προκαλούν αποπληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός, με τη σειρά του, καθιστά τα χρέη μη εξυπηρετήσιμα στην ονομαστική τους αξία. Το χρέος καθώς και ο συνεχιζόμενος προσανατολισμός αποπληρωμής στο μέλλον αποτελούν μια αυτοτροφοδοτούμενη παγίδα θανάτου. Με τον νομισματικό κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας προσανατολισμένο συνεχώς προς το μέλλον, φαίνεται να χάθηκε ο σύνδεσμος με το παρόν. Η μόνη λύση είναι η «διαγραφή» αυτών των χρεών, όμως αυτό δεν είναι καθόλου απλό, τουλάχιστον όσο θα ήταν πριν λάβει τέτοιες εκρηκτικές διαστάσεις το φαινόμενο. «Διαγραφή» χρέους σημαίνει πολύ απλά πως κάποιος άλλος θα εξυπηρετήσει το χρέος αυτού που αδυνατεί να ανταποκριθεί. Δεν διαγράφονται τα χρέη, αλλά μετακυλίονται. Οι νόμοι της οικονομίας είναι αμείλικτοι.

Αν αναλογιστούμε πως οι περισσότερες επιχειρήσεις και καταναλωτές «λειτουργούν» σήμερα βασισμένοι σε χρέος, εύκολα θα αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μαζικών χρεοκοπιών βιώσιμων και αποδοτικών επιχειρήσεων και ιδιωτών, καθώς θα κληθούν να σηκώσουν τα βάρη των χρεωμένων μη βιώσιμων. Αυτό συνέβη διότι οι συνεχείς πιστωτικές και νομισματικές επεκτάσεις επέτρεψαν για πολύ καιρό σε επιχειρήσεις και κυβερνήσεις να επιβιώνουν παράγοντας ελλείμματα. Για αυτό είναι σημαντικό να αφήνονται οι οικονομικοί κύκλοι πληθωρισμού και υφέσεως να «σκάσουν», ώστε να έρχεται γρήγορα η εκκαθάριση των μη βιώσιμων συντελεστών. Αυτοί οι μη βιώσιμοι συντελεστές, όταν γίνουν πολλοί, καλυμμένοι υπό τις συνεχείς αναχρηματοδοτήσεις, στο τέλος θα τινάξουν στον αέρα ολόκληρη την οικονομία.

Ακόμα και όταν οι χρηματοοικονομικές αγορές δεν περιμένουν ούτε αύξηση ούτε μείωση επιτοκίων, η οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται κατά μη βιώσιμο ρυθμό. Δεν υπάρχει έγκαιρος τρόπος ώστε να γίνει διάκριση μεταξύ εύρωστης ανάπτυξης και οικονομικής φούσκας. Δεν υπάρχει ορθολογικός τρόπος που θα καταδείξει την οικονομική φούσκα, όταν είμαστε μέσα σε αυτή. Η φούσκα γίνεται αντιληπτή μόνο μετά το σκάσιμό της.

Περισσότερη μακροοικονομική ανάλυση της αυστριακής θεωρίας στο βιβλίο του Roger W. Garrison «Time and Money».

Από τη σκοπιά της αυστριακής θεωρίας, αυτό που είναι αξιοσημείωτο σχετικά με τη σύγχρονη συζήτηση για την πολιτική των επιτοκίων είναι η παντελής απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στις διαχρονικές προτιμήσεις και στο αντίστοιχο trade-off μεταξύ κατανάλωσης και επενδύσεων. Ωστόσο, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τη σημασία της χρονικής κατανομής των πόρων είναι συνεπής με την εξέλιξη των mainstream μακροοικονομικών εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ίσως κάποιοι, ακόμα και σήμερα, να μην αντιλαμβάνονται καθόλου πως το επιτόκιο είναι εν γένει βαθμός χρονικών αποστάσεων ανάμεσα στην παραγωγική διαδικασία και στην κατανάλωση, όπως το εξετάζει και το παραθέτει αναλυτικά η αυστριακή οικονομική σχολή. Ένας βαθμός ο οποίος καθορίζεται από τις επιλογές των ανθρώπων για αποταμίευση, ο οποίος βαθμός θα καθορίσει τελικά και την τιμή του συναλλακτικού μέσου.

Δύο από τις πιο αξιοσημείωτες πιστωτικές και νομισματικές επεκτάσεις από ιδρύσεως της Federal Reserve ήταν επεισόδια «προσαρμοσμένης/υποδεχόμενης ανάπτυξης» (accommodating growth) και ως εκ τούτου περίοδοι με λίγο ή καθόλου πληθωρισμό. Σε αμφότερες τις δεκαετίες του 1920 και του 1990, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η συνεπαγόμενη αύξηση της παραγωγικότητας και μείωσης του κόστους –και λόγω της απίστευτης μείωσης των χρόνων παραγωγής– αντιστάθμισε σε μεγάλο βαθμό τη συνολική αύξηση των τιμών που θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα του τεχνητού επιτοκίου και ως εκ τούτου των πολιτικών προσφοράς χρήματος της Federal Reserve.

Η δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα ήταν περίοδος τεχνολογικής προόδου, με μαζική παραγωγή αυτοκινήτων και –με την εξάπλωση της ηλεκτροδότησης– οικιακών συσκευών και μεταποιημένων τροφίμων. Η τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα κυριαρχείται από το διαδίκτυο και άλλες πτυχές της ψηφιακής επανάστασης. Τα στρεβλά επιτόκια κατά τη διάρκεια καθεμίας από αυτές τις δύο περιόδους δεν ήταν απαραιτήτως χαμηλά με βάση τα ιστορικά πρότυπα, αλλά ήταν χαμηλά σε σχέση με το ποσοστό που θα προέκυπτε σε περίπτωση λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς. Οι νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών –υπερβολικά προσανατολισμένες σε μελλοντικές παραγωγικές διαδικασίες– εκτροχίασαν την ισορροπία του φυσικού επιτοκίου, μη συνάδοντας με μία βιώσιμη ανάπτυξη. Δυστυχώς για την ανθρωπότητα, οι κεντρικές τράπεζες είχαν και έχουν αναλάβει πλέον να καθοδηγήσουν την οικονομία στο χαοτικό χρέος που στραγγαλίζει τον πλανήτη. Δεν χρειάστηκαν ούτε εκατό χρόνια για να τα καταφέρουν.

Η αυστριακή θεωρία δεν προσφέρει κάποιον «κανόνα του Hayek» για να βρεθεί το φυσικό επιτόκιο. Το φυσικό επιτόκιο θα βρεθεί, όταν επιτραπεί στους συμμετέχοντες στην αγορά να πάρουν πίσω στα χέρια τους τις ζωές τους από τις Κεντρικές Τράπεζες και τις κυβερνήσεις. Το φυσικό επιτόκιο είναι αυτό ακριβώς που δεν μετράται και δεν μπορεί να καθοριστεί από τον κεντρικό σχεδιασμό, παρά μόνο από τις εθελοντικές επιλογές των ανθρώπων. Επιλογές και συναλλαγές οι οποίες δεν μπορούν να είναι μετρήσιμες, ούτε και να χειραγωγηθούν με μαθηματικά και λογιστικά μοντέλα.

* Ο κ. Ευθύμης Μαραμής είναι επιχειρηματίας/επενδυτής, ανεξάρτητος αναλυτής της αυστριακής σχολής οικονομικών και κοινωνικής οργάνωσης.