Του Κώστα Δημόπουλου*
Εχθές δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού PISA ο οποίος πραγματοποιήθηκε το 2018.
Δυστυχώς για μια ακόμα φορά επιβεβαιώθηκε ότι οι Έλληνες μαθητές υστερούν έναντι των συμμαθητών τους στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ σε κρίσιμες δεξιότητες που αφορούν στην Κατανόηση Κειμένου, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες. Με βάση τις επιδόσεις των μαθητών της, ανάμεσα στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 33η θέση. Σε επίπεδο Ε.Ε., η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση, ξεπερνώντας μόνο τη Μάλτα, τη Ρουμανία, την Κύπρο και τη Βουλγαρία
Η εικόνα αυτή βέβαια, σε γενικές γραμμές δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη αφού ουσιαστικά επιβεβαιώνει τα ίδια απογοητευτικά αποτελέσματα που είχαν προκύψει σε όλες τις προηγούμενες έξι φορές που έχει επαναληφθεί ο διαγωνισμός (σημειώνεται ότι ο διαγωνισμός PISA ξεκίνησε από το 2000 και οργανώνεται ανά τριετία).
Αυτή όμως τη φορά προέκυψαν και ορισμένα πρόσθετα αρνητικά στοιχεία τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, τόσο από τους ιθύνοντες χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής όσο και από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Τα πρόσθετα αυτά στοιχεία αφορούν στα εξής:
1. Εάν κανείς εξετάσει τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών διαχρονικά από το 2000 θα διαπιστώσει πως σε κάθε κύκλο του PISA, όπως άλλωστε συνέβη και σε αυτόν, οι Έλληνες μαθητές αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο από το μέσο όρο των επιδόσεων των χωρών του ΟΟΣΑ επιτυγχάνοντας ολοένα και χειρότερες επιδόσεις.
2. Εκτός όμως από αυτές καθαυτές τις επιδόσεις των μαθητών στο PISA από τα σχετικά στοιχεία που συγκεντρώνονται παράλληλα στο πλαίσιο του ίδιου διαγωνισμού προκύπτει επιπλέον ότι στα σχολεία μας το σχολικό κλίμα, η ψυχολογία των μαθητών αλλά και ο επαγγελματισμός των εκπαιδευτικών είναι χειρότερα από ό,τι συμβαίνει κατά μέσο όρο στις υπόλοιπες συμμετέχουσες χώρες.
Το μόνο στοιχείο που μπορεί κανείς που θέλει να υπερασπιστεί το υπάρχον σύστημα να προτάξει είναι ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερες από το μέσο επίπεδο του ΟΟΣΑ επιδόσεις στους δείκτες που αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη του συστήματος. Για παράδειγμα η διαφορά στις επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου ανάμεσα σε γηγενείς και μετανάστες μαθητές με παρόμοιο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο είναι μικρότερη από ό,τι άλλες χώρες ενώ συγκριτικά με το τι συμβαίνει γενικότερα, στην Ελλάδα η διαφορά των επιδόσεων ανάμεσα στους μαθητές επηρεάζεται σε μικρότερο βαθμό από το διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των ιδίων ή/και της περιοχής που ανήκει το σχολείο τους. Η απομόνωση όμως αυτού του στοιχείου είναι απολύτως παραπειστική καθώς πρόκειται για την επίτευξη του στόχου της επίτευξης όλων προς τα κάτω.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως η εικόνα που προκύπτει είναι ότι η χώρα διαθέτει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που υστερεί στην καλλιέργεια κρίσιμων δεξιοτήτων για τη ζωή, αποκλίνοντας επί τα χείρω ολοένα και περισσότερο από το διεθνή της περίγυρο, με σχολεία και εκπαιδευτικούς που σε πολλές περιπτώσεις υστερούν σε σχέση με την ποιότητα που θα έπρεπε να έχουν (παρά το αναντίρρητο γεγονός της ύπαρξης αρκετών νησίδων ποιότητας μέσα στο σύστημα) και με μόνη «επιτυχία» του την εξίσωση όλων προς τα κάτω.
Κατά το παρελθόν η εμπειρία έχει δείξει πως μετά το «θόρυβο» των πρώτων ημερών μετά την έκδοση των κάθε φορά απογοητευτικών αποτελεσμάτων στα ΜΜΕ, το «πάθημα δεν γίνεται μάθημα» και ο συναγερμός κάθε φορά λήγει άδοξα. Οι μεν εφαρμοζόμενες εκπαιδευτικές πολιτικές εξακολουθούν να μην βάζουν ως στόχο το να ξαναμπεί η χώρα σε τροχιά σύγκλισης με τα διεθνώς ισχύοντα, ο δε δημόσιος λόγος επιμένει εμμονικά να προκρίνει το στόχο της ισότητας παρουσιάζοντάς τον μάλιστα συχνά ως αντίθετο από αυτόν της ποιότητας (δυστυχώς κρούσμα αυτής της αντίληψης εμφανίστηκε κατά το σχολιασμό και των χθεσινών αποτελεσμάτων, και μάλιστα από θεσμικά αρμοδίους για το διαγωνισμό PISA).
Αυτή τη φορά όμως η ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί ξανά. Δεν πρέπει να υπάρξει ένας ακόμα ψεύτικος συναγερμός. Με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και κυρίως σαφή στόχευση στο να εφαρμοστούν και στο δικό μας σύστημα επιτυχημένες εκπαιδευτικές πολιτικές που έχουν δουλέψει παντού στον κόσμο, είναι δυνατόν να αντιστρέψουμε γρήγορα την άσχημη σημερινή κατάσταση.
Η νέα διακυβέρνηση έχει την ευκαιρία. Μένει να την αξιοποιήσει. Άλλωστε είναι γνωστό πως το στοίχημα που έχει θέσει η νέα διακυβέρνηση για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία περνάει μέσα από την υψηλής ποιότητας βασική εκπαίδευση. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός πως οι χώρες που έχουν πετύχει σε βάθος χρόνου υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι οι ίδιες χώρες που διαπρέπουν και στο διαγωνισμό PISA (Ιρλανδία, Εσθονία, Κορέα, Σιγκαπούρη, κλπ).
*Ο κ. Κώστας Δημόπουλος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.