Η «ιδιοφυία» του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν συνίσταται στην κατ' ανάγκη παραγωγή οικονομικά ορθών ή ευρύτερα εθνωφελών ή (κυρίως μακροπρόθεσμα) φιλολαϊκών αποφάσεων. Συνίσταται στην ικανότητά του να διοχετεύει κάπου την οργή ή ακόμη και τον κορεσμό του λαϊκού στοιχείου, ώστε να συντελούνται εναλλαγές εξουσιαστών χωρίς μείζονες κοινωνικούς τριγμούς, πολλώ μάλλον χωρίς επαναστατικές δονήσεις. Με άλλα λόγια είναι το μόνο ίσως πολίτευμα που διασφαλίζει εξουσιαστική αλλαγή και ασυνέχεια μέσα στην -καθεστωτική- συνέχεια…
Υπ’ αυτή την έννοια απαραίτητη για την ομαλή, την «κατά φύση», λειτουργία του είναι η ύπαρξη αντιπολιτευτικών πολιτικών δυνάμεων ικανών -όχι κατ’ ανάγκη με την έννοια της αξιότητας, αλλά της πολιτικής δυνατότητας- να καταλάβουν τους εξουσιαστικούς θώκους.
Υπάρχουν τέτοιες δυνάμεις σήμερα παρ’ ημίν; Τρία από τα κοινοβουλευτικά μας κόμματα είναι ολοσχερώς αντισυστημικά (ίσως περισσότερο αντισυστημικά από τους εξωκοινοβουλευτικούς πλέον καμενιστές και λεβεντιστές). Το δε ΠασοκοΚΙΝΑΛ δύσκολα μπορεί να φύγει από την παρούσα περιθωριακότητά του: Ακόμη και αν δεν θυμηθούμε την –και από τον Καστοριάδη αναφερόμενη- κατά Χέγκελ «πανουργία της Ιστορίας» (που θέλει καθεστώτα, πολιτικοί χώροι και κόμματα σε παρακμή να παράγουν παρακμιακούς και ασήμαντους ηγέτες), δεν μπορώ να θυμηθώ περίπτωση κόμματος εξουσίας παγκοσμίως που να απωθήθηκε στο πολιτικό περιθώριο και μετά να ανέκτησε το παρελθόν στάτους του…
Μένει προς διερεύνηση η περίπτωση του Σύριζα. Δεν θα σταθώ στις εσωτερικές αντιφάσεις του, ανάλογες υφίστανται σε όλους τους κομματικούς χώρους. Το «τσίπρειο κόμμα» έχει, όμως, δύο οιονεί δομικά χαρακτηριστικά: Την -έστω αμβλυμμένη πια- λαϊκιστική φύση (συνωμοσιολογία, δημαγωγία, ανορθολογισμός, αντικατεστημένη ρητορεία, ανάγκη κατασκευής εξωτερικού εχθρού, αναγωγή τής κάθε αντιπαράθεσης σε «μέτωπο» κοκ) και την προσπάθεια έκφρασης εκείνης της πολιτικής οικογένειας που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει αναφορές στο σοσιαλιστικό ιδεώδες.
Ως προς το πρώτο στοιχείο λοιπόν, η σχετική ύφεση του λαϊκιστικού ρεύματος είναι βέβαια σήμερα δεδομένη παγκοσμίως. Θα αποτελούσε, ωστόσο, έσχατη αφέλεια ο ισχυρισμός για δομική και ανεπίστρεπτη ήττα του (με τον Τραμπ στο 47+%, τους Brexitίες ακόμη κυρίαρχους στο ΗΒ, τους –έστω κάπως προσγειωμένους- Ποδέμος και τους Πεντάστερους με σημαντικό ρόλο στη Νότια Ευρώπη, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε το «θηριώδες» ποσοστό που συνάθροισε τον Ιούλιο του 2019 ο Σύριζα με τις αποσχισθείσες συνιστώσες του και τις πολιτικές εκφράσεις της υπερλαϊκιστικής ακροδεξιάς…).
Ωστόσο η μεγάλη εκτίναξη του λαϊκισμού συμβαίνει μόνο σε έκτακτες συγκυρίες και προϋποθέτει οξεία «εμπύρετη» κρίση της κοινωνίας, η οποία συσκοτίζει την κρίση της. Με την μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων να επαφίενται αυτή την περίοδο στον λόγο της επιστήμης και να έχουν συνείδηση πως η χώρα στηρίζεται στην εκ των κατεστημένων ευρωπαϊκών θεσμών προερχόμενη χρηματοδότηση -αλλά και με τη νεοεκλεγείσα αμερικανική κυβέρνηση να δείχνει έτοιμη να χαλιναγωγήσει τον Ερντογάν- δύσκολα μπορεί να πιθανολογήσει κανείς τέτοια μεγάλη εκτίναξη των πολιτικών εκφραστών του λαϊκισμού. Βραχυπροθέσμως τουλάχιστον.
Τώρα, ως προς το δεύτερο στοιχείο του, τη «σοσιαλοστρέφεια», αν παρατηρήσουμε όλες σχεδόν τις ώριμες δυτικές δημοκρατίες των τελευταίων 100 χρόνων (πλην της ειδικής περίπτωσης των σκανδιναβικών: οι κλιματολογικές δυσκολίες εκεί, πριν τιθασευτούν εν μέρει από την τεχνολογική πρόοδο, ενίσχυαν την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη) θα διαπιστώσουμε το εξής: οι βασικές πολιτικές εκφράσεις του σοσιαλιστικού ιδεώδους σε όλες τις εκδοχές του κατ’ εξαίρεση, σχεδόν σπανίως, υπήρξαν έστω και σχετικώς πλειοψηφικές στην κάλπη.
Για παράδειγμα στα 100 σχεδόν χρόνια από την ανάδειξη στην πρωθυπουργία του Ράμσεϊ Μακντόναλντ εργατικοί πρωθυπουργοί δεν κυβέρνησαν το ΗΒ πολύ πάνω από το 25% του χρόνου, ενώ στις επτάμιση μεταπολεμικές δεκαετίες το SPD πρώτευσε σε ψήφους μόλις τρεις φορές. (Μολονότι, ως κυβερνητική δύναμη, δεν επέδειξε την ίδια με τον Σύριζα διαχειριστική «επάρκεια»…).
Πάντων τούτων δοθέντων, θα μπορούσε κάποτε να ξαναγίνει κυβερνητική δύναμη η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση; Για να πάρει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις μεν επόμενες «αναλογικές» εκλογές χρειάζεται άνω του 50% των ψήφων που θα πάνε σε κόμματα υπερβαίνοντα το 3%. Στις δε μεθεπόμενες θα χρειαστεί άνω του 40% επί του συνόλου των ψήφων, ενώ σε κάθε υστέρηση από το 40% ο νέος εκλογικός νόμος προβλέπει δραματική μείωση του παρεχόμενου στο πρώτο κόμμα bonus, ουσιαστικά αποκλείοντας την αυτοδυναμία του. Σε κάθε περίπτωση είναι ποσοστά υπέρτερα των λογικών προσδοκιών της βασικής έκφρασης της καθ’ ημάς Αριστεράς.
Μήπως όμως θα ήταν δυνατόν ο Σύριζα να αποτελέσει τον δεσπόζοντα εταίρο μιας συμμαχικής κυβέρνησης; Θεωρητικώς θα μπορούσε να αναζητήσει κυβερνητικούς εταίρους σε τρεις κατευθύνσεις:
α) Με συνεκτικό στοιχείο τον λαϊκιστικό αντισυστημισμό, στη σκληροπυρηνική αντισυστημική δεξιά, όπως έκανε με τον Καμμένο. Η πολιτική μοίρα του τελευταίου το καθιστά απίθανο. Άλλωστε ούτε ο σημερινός Σύριζα θα διέθετε ανάλογες αντοχές ούτε οι καιροί είναι τέτοιοι.
β) Με συνεκτικό στοιχείο την πολιτική καταγωγή, στα αριστερά του. Με τα κόμματα όμως που τοποθετούνται εκεί τον χωρίζει η απόλυτη άρνησή τους να τον ακολουθήσουν στην πορεία του προς την «ενδοσυστημικότητα».
Τέλος γ) με συνεκτικό στοιχείο την πολιτική του μετακίνηση, στο ΠασοκοΚΙΝΑΛ. Απίθανο όμως να ξεχαστεί το «πολιτικό αίμα» της περιόδου 2012-2015…
Συμπέρασμα: Με εξαίρεση το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού μεγάλου συνασπισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως δεν παρέχει μακροπρόθεσμη απάντηση στο πρόβλημα της κυβερνησιμότητας του τόπου, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει ως εναλλακτικός κυβερνητικός πόλος, ικανός να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Κακό και για τον τόπο.