Του Κώστα Μποτόπουλου *
Για μια φορά δεν πρόκειται για την Ελλάδα και τις κυβερνητικές επιδόσεις της. Αλλά για τη Βρετανία του Brexit υπό την κυρία Μέι. Σπάνια στη σύγχρονη ιστορία μια αυτοκαταστροφική συλλογική επιλογή οδήγησε τόσο γρήγορα μια μεγάλη χώρα στο τέλμα.
Κι όμως, τα δεδομένα ήταν καθαρά και μπροστά στα μάτια όλων από την πρώτη στιγμή μετά το δημοψήφισμα του 2016. Ο βρετανικός λαός, αφού άκουσε τους πάντες και τα πάντα, είπε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει να ανήκει σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που την αισθανόταν ως βάρος.
Ένα τέτοιο «όχι», από έναν τέτοιο λαό, που δεν μοιάζει σε τίποτα ούτε με τον νορβηγικό ούτε με τον καναδικό, δεν μπορούσε ποτέ να είναι «μαλακό», δηλαδή λίγο «όχι» για τα προσχήματα με μπόλικο «ναι» για τις πρακτικές συνέπειες. Η αντίληψη της πραγματικότητας θα έπρεπε να είχε οδηγήσει εξαρχής τη βρετανική ηγεσία να προετοιμάζεται είτε για μια «σκληρή» έξοδο, χωρίς συμφωνία σε πράγματα που ήταν εγγενώς αδύνατο να συμφωνηθούν, είτε για μεταλλαγή της εξόδου μέσω του οργάνου που καταλάβαινε και είχε την ευθύνη για τις «λεπτομέρειες», δηλαδή του Κοινοβουλίου.
Η κυβέρνηση της κ. Μέι δεν πήρε τον δρόμο της αληθείας και της λογικής - δρόμο εξαιρετικά τραχύ αλλά που θα οδηγούσε κάπου. Διάλεξε τη μέθοδο των καθυστερήσεων, των συμβιβασμών και των ωραιοποιήσεων, έχασε δε όλες τις ευκαιρίες αναπροσανατολισμού που της παρείχαν οι μεγάλοι σταθμοί της διαδρομής. Η ανάδυση του ιρλανδικού ζητήματος, εντελώς απόντος από την προεκλογική συζήτηση, κατέστησε σαφές το τρίλημμα είτε διάλυση της Βρετανίας είτε διάσπαση της Ιρλανδίας είτε παραμονή στην τελωνειακή ένωση, δηλαδή αναποδογύρισμα του Brexit.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2017 έδωσε, με συνταγματική βούλα, τον πλήρη έλεγχο των εξελίξεων στο Κοινοβούλιο. Η απόρριψη, τόσο εντός Βρετανίας όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, της μόνης σοβαρής προσπάθειας «μπαλώματος με βρετανική πρωτοβουλία», που ήταν το «σχέδιο Τσέκερς», έδειξε ότι δεν υπάρχει «μαλακό Brexit». Και η πολύ πρόσφατη απόφανση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επιτρέπει στη Βρετανία να σταματήσει μόνη της το ρολόι της εξόδου.
Απέναντι σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που, όπως ήταν εντελώς λογικό, κράτησε την ενότητά της κι είπε σε όλους τους τόνους ότι δεν ήθελε καθόλου το Brexit, αλλά και ότι δεν θα του επέτρεπε να διαλύσει το ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό κεκτημένο, η κυβέρνηση Μέι προτίμησε να ποντάρει τα πάντα σε μια «συμφωνία» που ήταν εντελώς κενή περιεχομένου, δεν έλυνε κανένα πρόβλημα και δυσαρεστούσε τους πάντες. Κι έχασε, μαζί με χρόνο και αξιοπρέπεια, και το δικό της παιχνίδι.
Ένα μόνο καλό βγαίνει από τη βουτιά στο κενό αυτών των ημερών: οι εναλλακτικές ξεκαθάρισαν και είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι από την αρχή. Είτε έξοδος της Βρετανίας χωρίς «ρήτρες προστασίας» στις 29 Μαρτίου 2019, γιατί αυτό θα πει «επιστροφή κυριαρχίας».
Είτε σταμάτημα της εξόδου τώρα και επικύρωση της νέας απόφασης με νέο δημοψήφισμα. Με την προχθεσινή αποτυχία του εσωκομματικού πραξικοπήματος και τη διατήρηση της κ. Μέι στην εξουσία, η πλάστιγγα γέρνει πλέον καθαρά προς το πρώτο ενδεχόμενο - όχι από επιλογή, αλλά από «βαϊμαριανή» ακινησία μπροστά στο επερχόμενο κακό.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 14ης Δεκεμβρίου