Photo by Shutterstock
Του Ανδρέα Μπελιμπασάκη
Οι γερμανικές εφημερίδες το 1935 αναφέρονταν καθημερινά σε ρεπορτάζ τους στις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ μελών του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κομμουνιστών. Ηταν όμως τόσο συχνά τα επεισόδια, που αναπόφευκτα κατέληγαν μονόστηλα στις εσωτερικές σελίδες. Το θέμα επανήλθε στα πρωτοσέλιδα όταν κινδύνευσε με λιντσάρισμα ο Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας των ναζί. Διαδηλωτές επιτέθηκαν στο αυτοκίνητο του Γκέμπελς την ώρα που κατευθυνόταν σε μεγάλη ναζιστική συγκέντρωση στο Βερολίνο. Ο σοφέρ του χτυπήθηκε σοβαρά στο κεφάλι, ενώ ο ίδιος κατάφερε την τελευταία στιγμή να ξεφύγει επιταχύνοντας το αυτοκίνητο. Ο δυστυχής, αιμόφυρτος σοφέρ, είδε έκπληκτος τον Γκέμπελς να τον μεταφέρει στη συγκέντρωση αντί για το νοσοκομείο.
Εκεί, τον ανέβασε στη σκηνή και με δάκρυα στα μάτια, εκστασιασμένος, είπε: «Κοιτάξτε και χειροκροτήστε αυτόν τον ανώνυμο ήρωα, αυτόν που θα κτίσει την αυριανή μεγάλη Γερμανία!». Από κάτω το πλήθος παραληρούσε και ζητούσε εκδίκηση. Ο λεγόμενος «ψευδόμενος διάβολος», που επαναλάμβανε συνέχεια στους στενούς του συνεργάτες ότι «η προπαγάνδα είναι σαν την τέχνη, δεν χρειάζεται να σέβεται την αλήθεια», κατάλαβε ότι για την απόλυτη χειραγώγηση της μάζας, τα δάκρυα και το αίμα ήταν απαραίτητα. Εκτοτε, τον ρόλο του σοφέρ στις συγκεντρώσεις των ναζί έπαιζαν ηθοποιοί που φορούσαν βαμμένους επιδέσμους στο κεφάλι.
Η αιώνια συνταγή
Εάν και από την κλασική αρχαιότητα η «τέχνη της προπαγάνδας» εμφανιζόταν σαν μίγμα λόγου και τεχνικής, όπου ο λόγος μπορεί να κινείται από την καθαρή αλήθεια έως το απόλυτο ψέμα, οι «αρχές» του Γκέμπελς μελετήθηκαν αναλυτικά από τους ερευνητές επικοινωνίας, ενώ μέχρι και σήμερα στην «έκρηξη» του ψηφιακού κόσμου θεωρούνται απολύτως εφαρμόσιμες.
Η προπαγάνδα -κατά την γκεμπελική ανάλυση- θα πρέπει να εστιάζει σε έναν συγκεκριμένο εχθρό. Το μήνυμά της θα πρέπει να είναι απλό και να απευθύνεται στις μάζες και όχι στους διανοούμενους. Απαιτούνται διακριτές εκφράσεις για τον εχθρό, κατανοητές λέξεις και σλόγκαν. Στη συνέχεια, αυτές οι λέξεις θα συνδεθούν με ένα γεγονός για να μπορεί το πλήθος να τις απομνημονεύσει και να τις επαναλάβει με ευκολία.
Ο φόβος και η υπερβολή πρέπει να κινούνται σε ένα «αποδεκτό» επίπεδο. Ο μεγάλος φόβος προκαλεί πανικό και απώλεια ηθικού, ενώ ο λίγος φόβος προκαλεί αυταρέσκεια και απάθεια. Το μήνυμα πρέπει να μεταδίδεται μέσω του κατάλληλου επικοινωνιακού μέσου. Οι εκφράσεις φυσικά πρέπει να προκαλούν την προσοχή της μάζας, να είναι γενικές, ώστε οι περισσότεροι να μπορούν να ταυτιστούν με το μήνυμα. Η μετάδοσή του πρέπει να γίνεται από άτομα με κύρος. Στις κατεχόμενες από τη ναζιστική Γερμανία χώρες, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον απόλυτο έλεγχο και αξιοποίηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τις κατοχικές δυνάμεις.
Ο Γκέμπελς διαπίστωσε γρήγορα την αναγκαιότητα της «προπαγανδιστικής» ψυχαγωγίας, πέραν των απευθείας πολιτικών μηνυμάτων. Συχνά τα προπαγανδιστικά πολιτικά κείμενα στις εφημερίδες δεν έπειθαν. Ηταν προτιμότερη η προπαγάνδα μέσω πλάγιων «ακίνδυνων» ειδήσεων.
Προπαγάνδα και ΜΜΕ
Είναι άγνωστο εάν ο Γκέμπελς γνώριζε την ύπαρξη του Βρετανού φωτογράφου Ρότζερ Φέντον, ο οποίος το 1855 πραγματοποίησε μάλλον το πρώτο… photoshop του σύγχρονου κόσμου. Η περίφημη φωτογραφία «Κοιλάδα της σκιάς του θανάτου» τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου και απεικονίζει εκατοντάδες οβίδες κανονιών σε έναν άδειο δρόμο. Η φωτογραφία μεταδίδει τον παραλογισμό και τη φρίκη του πολέμου χωρίς να δείχνει ούτε έναν άνθρωπο. Εντέλει, το 2007, ο βραβευμένος με Οσκαρ ντοκιμαντερίστας Ερολ Μόρις, με τη βοήθεια κορυφαίων φωτογράφων, απέδειξε ότι η φωτογραφία ήταν πλαστή. Ο Φέντον με τους συνεργάτες του είχε μεταφέρει τις οβίδες από διάφορα σημεία στη μέση του δρόμου και χρησιμοποίησε την τεχνική της υπερέκθεσης προκειμένου να δημιουργήσει την τελική φωτογραφία που έμεινε στην Ιστορία.
Πολλά χρόνια αργότερα, στις ημέρες μας, τα δήθεν ανέκδοτα «Ημερολόγια του Χίτλερ» ήταν η πρώτη μεγάλη απάτη του Ρούπερτ Μέρντοχ. Δημοσιεύθηκαν διθυραμβικά από τους «Times», για να αποδειχτεί σύντομα πως είχαν γραφτεί μετά τον θάνατο του Χίτλερ.
Είναι η εποχή που ο λευκός κορμοράνος ψυχορραγεί μέσα σε μια «θάλασσα» πετρελαίου που ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε ρίξει στις ακτές του Κουβέιτ. Η εικόνα αυτή, που έκανε το 1991 τον γύρο του κόσμου, ήταν άκρως αληθινή, αλλά συγχρόνως ένα από τα μεγαλύτερα σκηνοθετημένα ψέματα εν καιρώ πολέμου. Το δυστυχισμένο πουλί κολυμπούσε μέσα στην τεράστια πετρελαιοκηλίδα που προκάλεσε το ναυάγιο του «Exxon Valdez» στην Αλάσκα. Ακολούθησε άλλο ένα «ρεπορτάζ», με τη νοσοκόμα η οποία κατήγγειλε σε ζωντανή μετάδοση από το Κουβέιτ τη θηριωδία των Iρακινών εισβολέων. Η νοσοκόμα εξηγούσε πώς οι εισβολείς δολοφονούσαν τα μωρά στις θερμοκοιτίδες. Τελικά, η περιβόητη «Ναγίρα» ήταν η κόρη του πρέσβη του Κουβέιτ στις ΗΠΑ και φυσικά ουδέποτε υπήρξε νοσοκόμα. Η εικόνα και οι δηλώσεις της αξιοποιήθηκαν ως σημαία στην καμπάνια για την κήρυξη πολέμου στον Περσικό κόλπο.
Αρκεί να πείσεις την πλειοψηφία…
Η προπαγάνδα προφανώς δεν σέβεται τα δεδομένα, ή, συνηθέστερα, τα σέβεται επιλεκτικά, γιατί επιδιώκει να κάνει πιστευτή τη δική της αφήγηση. Συχνά λαμβάνει τη μορφή είτε παραπλανητικής υπόσχεσης είτε συγκάλυψης μιας πρακτικής. Θα ήταν σχεδόν σχιζοφρενικό ένας ρουσφετολόγος πολιτικός, στα όρια της προπαγάνδας του, να πει από το μπαλκόνι «θα σας προσλάβουμε όλους». Αντιθέτως, επιλέγει το κομψό και ορθολογικό «θα αποκαταστήσουμε τις αδικίες που σας έγιναν».
Η προπαγάνδα αξιοποιεί τις ευάλωτες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς: Αρκεί να πείσεις την πλειοψηφία και αυτή με τη σειρά της θα παρασύρει και τους υπόλοιπους (θυμηθείτε στα καθ' ημάς το φαινόμενο των αγανακτισμένων στις πλατείες). Ομως συχνά η προπαγάνδα μπορεί να είναι τόσο καλοσχεδιασμένη, που δεν χρειάζεται καν να καταφύγει στο ψέμα. Ακόμα καλύτερα αποτελέσματα από το ψέμα εγγυάται η χρήση της παραποιημένης-μισής αλήθειας ή η προβολή ενός μεμονωμένου γεγονότος προκειμένου να προκύψει ένα γενικό αφηρημένο συμπέρασμα.
Το Πείραμα
Τα «πειράματα συμμόρφωσης» του καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας των ΗΠΑ Σόλομον Ας (1907-1996), αλλιώς και «πρότυπα του Aς», είναι μια σειρά μελετών που δημοσιεύθηκαν τη δεκαετία του 1950 και κατέδειξαν την ισχύ που έχει στον άνθρωπο η τάση συμμόρφωσης με την επικρατούσα άποψη όταν βρίσκεται μαζί με άλλους.
Ο Ας έδειξε σε έξι πρόσωπα μια γραμμή ορισμένου μήκους και τους ζήτησε να βρουν την αντίστοιχή της ανάμεσα σε τρεις άλλες, που είχαν κι αυτές παρουσιαστεί στον πίνακα. Από τις τρεις επιλογές που είχαν η σωστή «έβγαζε μάτια», αφού οι άλλες δύο ήταν αρκετά μικρότερες. Οι πέντε από τους έξι «εθελοντές», όμως, ήταν υπάλληλοι του Aς. Σε αυτούς είχε δοθεί η εντολή να διαλέξουν ομόφωνα, χωρίς να δείξουν καμιά αμφιβολία, μία λάθος γραμμή. Οι πέντε υπάλληλοι «διάλεγαν» πρώτοι και μετά, αφού είχε ακούσει τους προηγούμενους, ήταν η σειρά του αληθινού «πειραματόζωου» να διαλέξει.
Σχεδόν όλοι από τους συμμετέχοντες, ενώ έβλεπαν ότι η γραμμή που είχαν διαλέξει οι προηγούμενοι ήταν λάθος, επέλεγαν την ίδια! Το πιο σημαντικό και αξιοπερίεργο όλων: Μόλις το «πειραματόζωο» μάθαινε τη συνωμοσία, δεν παραδεχόταν ότι διάλεξε τη λανθασμένη γραμμή υποκύπτοντας στην πίεση της «κοινής γνώμης», αλλά ότι ήταν δικό του λάθος, αβλεψία, ανοησία, κακή εκτίμηση κ.λπ.
Φαίνεται ότι όσο ελεύθεροι και αν νιώθουμε ή πιστεύουμε ότι είμαστε, μπορούμε εύκολα να παρασυρθούμε και να πειστούμε. Ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής καταιγίδας, της ανεξέλεγκτης πληροφορίας και των άπειρων fake news, η προπαγάνδα μοιάζει ανίκητη. Ακόμη χειρότερα, οι άνθρωποι διακατέχονται από μια «έμφυτη τάση» να αρνούνται τις ελευθερίες τους, να επιθυμούν την ομοιομορφία και να υποτάσσονται σε συγκεκριμένους κανόνες ή κινήματα. Η ελευθερία μοιάζει έννοια σχετική και εξαρτάται από τον βαθμό που ο καθένας αντιλαμβάνεται την ευθύνη του ως άτομο, αλλά και ως μέλος μιας κοινωνίας, καθώς και τη δράση που αναλαμβάνει για τη διεκδίκησή της. Δύσκολα πράγματα…