Από τον πολτό στο φως

Από τον πολτό στο φως

Του Κώστα Μποτόπουλου*

Με τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών σφραγίστηκε η μετάβαση της χώρας μας στην εποχή του πολτού: όλα τα συνθλίβει, τα αποχυμώνει και τα κονιορτοποιεί η συνειδητή απόκρυψη της αλήθειας. Τα πράγματα, που είναι από μόνα τους πολύ δύσκολα, γίνονται απελπιστικά λόγω της άρνησης να τα αντιμετωπίσουμε. Κι ας ξέρουμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε.

Η κυβέρνηση έφτασε στο απόγειο –αλλά και στο όριο- της τέχνης της να διαμορφώνει μια εναλλακτική πραγματικότητα. Δηλώνει αταλάντευτη επιθυμία παραμονής στο ευρώ αλλά κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για το αντίθετο: επέτρεψε την επιστροφή του φαντάσματος του Grexit  και τώρα του δίνει σάρκα και οστά, συντηρώντας με λόγια και με πράξεις την αβεβαιότητα, απομακρύνοντας τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επιτρέποντας σε στελέχη της να συνδέουν τον πατριωτισμό και τις «καλές εποχές» με τη δραχμή, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο τη θηλιά στις τράπεζες και τους καταθέτες. Εμφανίζει ως «συμφωνία» μια επανεκκίνηση διαπραγματεύσεων με επαχθές περιεχόμενο και αβέβαια κατάληξη -πριν μάλιστα καν επαναρχίσουν αυτές οι διαπραγματεύσεις, φροντίζει να καταστήσει σαφές, μέσα από τα κομματικά της κανάλια, ότι οι «κόκκινες γραμμές της» (αυτές ακριβώς που καταπατήθηκαν προκειμένου οι εταίροι να μην μας δείξουν την πόρτα της εξόδου) όχι μόνο ισχύουν αλλά και η τήρησή τους θα είναι, κι αυτή τη φορά, θέμα τιμής.

Το νέο στοιχείο δεν είναι ούτε η διπλή γλώσσα –άλλα λένε, συχνά τα ίδια πρόσωπα, με παρακάλια, στους «θεσμούς» κι άλλα, με κομπασμό, στο κομματικό τους ακροατήριο- ούτε η διαστρέβλωση της πραγματικότητας –πάγια τακτική αυτής της κυβέρνησης. Στην οριακή αυτή στιγμή –το μείζον επεισόδιο μόνο προσωρινά αποφεύχθηκε, ενώ η εμπιστοσύνη των εταίρων κλονίστηκε ακόμα περισσότερο- η κυβέρνηση επιλέγει όχι μόνο την παραπληροφόρηση, αλλά την άρνηση να δοθούν, τόσο στο θεσμικό όσο και στο δεοντολογικό επίπεδο, τα απαραίτητα στοιχεία: ο αρμόδιος υπουργός στην αρχή εξαφανίζεται και σιωπά και μετά αρνείται να πει οτιδήποτε ουσιώδες σχετικά με το περιεχόμενο, τους όρους, τις προοπτικές, τα χρονοδιαγράμματα της «συμφωνίας». Ο Πρωθυπουργός διαλέγει την «ώρα» που έχει το όνομά του για να ευτελίσει διπλά τη Βουλή: απαντά στο λιγότερο σοβαρό από αυτούς που τον ρωτούν, ενώ αγνοεί εδώ και μήνες όλες τις άλλες φωνές θεσμικής αγωνίας, και αοριστολογεί αφόρητα στην «απάντησή» του, προκαλώντας ακόμα και την οργή τον ερωτώντος. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης προπαγανδίζουν τις κυβερνητικές θέσεις ακόμα και αφού αυτές έχουν ανασκευαστεί. Και η ελληνική κοινωνία αισθάνεται χαμένη και προσπαθεί, ενώ διακυβεύεται το μέλλον της, να βγάλει κάποια άκρη από τις δηλώσεις των ξένων («δεν υπάρχει συμφωνία», «οι τεχνικές συζητήσεις απέχουν πολύ από το προοιωνίζονται θετική κατάληξη») και από τις έμμεσες παραδοχές των ελάχιστων σοβαρών κυβερνητικών στελεχών («καλύτερη μια συνέχιση της συζήτησης με κακούς όρους τώρα, παρά μια καλύτερη πραγματική συμφωνία τον Ιούλιο»).

Η παραπλάνηση και η απόκρυψη, ως συνειδητή τακτική της κυβέρνησης, συνιστούν προφανές πρόβλημα δημοκρατίας, που διαχέεται μάλιστα και σε άλλα πεδία πέραν της οικονομίας. Από τις τουρκικές και όχι τις ελληνικές αρχές μάθαμε ότι Έλληνες αξιωματούχοι, στο ανώτερο επίπεδο, είχαν «υποσχεθεί» ότι δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα στην έκδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που είχαν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα και για τους οποίους τελικά αλλιώς αποφάνθηκε η ελληνική Δικαιοσύνη ενώ ένα δεύτερο, δυνητικά ακόμα σοβαρότερο περιστατικό, προ λίγων ημερών, θα έμενε στο σκοτάδι, αν δεν αποκαλυπτόταν από μια σοβαρή δημοσιογραφική πηγή (συμπτωματικά, από εκείνες που έκανε, και θα συνεχίσει να κάνει, ό,τι μπορεί η κυβέρνηση για να πάψουν να υπάρχουν και να προσπαθούν να φωτίσουν).

Όλα αυτά τα γεγονότα δεν αφήνουν αμφιβολία για το ότι βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η «επιχείρηση πολτός»: ένα ήδη εξαντλημένο και απελπισμένο από τη συνεχή ανακύκλωση των αδιεξόδων κοινωνικό σώμα βομβαρδίζεται με πλήθος αντιφατικές και προπαγανδιστικές πληροφορίες, ώστε να συγχέει την αλήθεια με το ψέμα, την πραγματικότητα με την εικονική εκδοχή της, τα γεγονότα με τις επίσημες «ερμηνείες» τους και να αποσύρεται βουβό από την προσπάθεια κατανόησης και διαμόρφωσης του δημόσιου βίου. Δυστυχώς όμως για την κυβέρνηση, κι ευτυχώς για τη χώρα, που έτσι αποκτά μια τελευταία μικρή ελπίδα, η πολτοποίηση έχει και μια παράπλευρη συνέπεια: αποκαλύπτει, σε όσους έχουν τη δύναμη να αντισταθούν, πεντακάθαρα πού βρισκόμαστε και τι πρέπει να γίνει.

Επτά χρόνια μετά την ένταξη στην «εποχή των Μνημονίων, τα τρία «τρομερά τριάντα» – απώλεια ΑΕΠ, αύξηση ανεργίας και φτώχειας- έχουν ελάχιστα και πάντως όχι δομικά αντιστραφεί. Όσο περισσότερο μεγαλώνει η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, τόσο περισσότερο καθίσταται όρος επιβίωσης η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Η οικονομία μπορεί, χάρις στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αλλά και στην καρτερία όλων μας, να δείχνει, σε εξαιρετικά αντίξοες εσωτερικές, ευρωπαϊκές και πλέον και παγκόσμιες συνθήκες, ότι αντέχει, όμως, μετά από μια σύντομη αναλαμπή, έχει και πάλι σταματήσει πλήρως. Το ίδιο ισχύει και για το τραπεζικό σύστημα, που όχι μόνο δεν αρδεύει την πραγματική οικονομία, αλλά και που, αν δεν αλλάξει η γενική εικόνα, σύντομα θα ξαναχρειαστεί, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτή τη φορά θα βρει, έξωθεν βοήθεια. Το βασισμένο αποκλειστικά στην «οριζόντια» φορολόγηση δημοσιονομικό «μείγμα» είναι μαθηματικά αδύνατο να οδηγήσει σε οποιαδήποτε ανάκαμψη, σε οποιοδήποτε, έστω και μικρή, έστω και σταδιακή, επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας. Η μη υποβοήθηση ούτε των ξένων επενδύσεων, ούτε της καινοτομίας, ούτε της επιχειρηματικής εξωστρέφειας στερεί και τον ελάχιστο εναπομείναντα, και οφειλόμενο σε προσωπικό φιλότιμο, αέρα οικονομικής επιβίωσης. Η διαρκής διατήρηση της αβεβαιότητας, σε πολιτικό, θεσμικό, οικονομικό επίπεδο, μεγεθύνει τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες μιας δυσμενούς συγκυρίας και απομακρύνει, αν δεν αποτρέπει, τις πιθανότητες αναστροφής της.

Αυτά όλα δεν αποτελούν προσωπικές ή μεμονωμένες απόψεις ή ερμηνευτικές εκδοχές: τα ξέρουμε και τα νιώθουμε όλοι όσοι κρατάμε τα μάτια μας ανοικτά. Τα επαναλαμβάνει διαρκώς το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Τα είπε, με τον πιο σαφή αν και λίγο πιο τεχνοκρατικό τρόπο, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στην πολύ πρόσφατη Έκθεσή του. Τα υπενθυμίζουν, συχνά με τη μορφή αυτοκριτικής, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, είτε μετέχουν στο ελληνικό πρόγραμμα (ΔΝΤ), είτε όχι (ΟΟΣΑ). Τα υπογραμμίζουν, ακόμα και όταν διαφωνούν για τις αιτίες που γέννησαν τα προβλήματα, όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι του κόσμου. Τα υφίστανται στο πετσί τους όλοι οι επιχειρηματίες που έρχονται σε επαφή με τη διεθνή πραγματικότητα και τα ανυπέρβλητα εμπόδια που έχει ορθώσει στην όποια κίνηση τους ο συνδυασμός αβεβαιότητας, κεφαλαιακών ελέγχων, τραπεζικής ασφυξίας, χρηματιστηριακής ανυπαρξίας και ιδεολογικών ημιμέτρων.

Γνωρίζουμε, λοιπόν, και ποια είναι η αλήθεια και πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε όσα μας αποκαλύπτει. Κι όμως μένουμε, προς το παρόν, συλλογικά άπραγοι. Το πώς μπορεί να ανατραπεί –είμαστε στο παρά ένα- αυτή η αφύσικη επικράτηση της εικονικής επί της πραγματικής πραγματικότητας αξίζει, πιστεύω, μια ειδική ανάλυση.

* Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου, πρώην ευρωβουλευτής και τέως Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.