Από τον Κιμούλη της Λούφας στον Κιμούλη της Λυρικής

Από τον Κιμούλη της Λούφας στον Κιμούλη της Λυρικής

Της Λίνας Παπαδάκη

Δεν πρέπει να έχει ξαναϋπάρξει Πρωθυπουργός δημοκρατικής Ευρωπαϊκής χώρας που να εμφανίζεται σε εκπομπή των Ενόπλων Δυνάμεων. Τι λέω, δεν πρέπει να έχει ξαναϋπάρξει σε δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα εκπομπή των Ενόπλων Δυνάμεων. Και σε μας υπάρχει γιατί είναι κληροδότημα της εποχής που δεν ήμασταν δημοκρατική χώρα, και τώρα κάποιοι ξανά - σκέφτηκαν να κάνουν αποδοχή κληρονομιάς. Διαχρονικό κόλπο. Κι έτσι πετυχαίνουμε το 2017 έναν σουρεαλιστικό συγκερασμό.

Ένα κρατικό κανάλι που συντηρείται με τα χρήματα που καταβάλλουν ακουσίως οι φορολογούμενοι και του οποίου προΐσταται ένας τραγουδοποιός που έκανε καριέρα λυρικού αριστεροαναρχικού αντισυστημισμού προεφηβίας, προβάλλει μιας χουντικής σύλληψης εκπομπή στην οποία εμφανίζεται για να της δώσει νομιμοποίηση και εμβέλεια ένας αριστερός Πρωθυπουργός. Νέος πρωτίστως και χαμογελαστός.

Το γεγονός ότι δεν σηκώθηκαν οι πέτρες και το θέμα πέρασε περίπου ασχολίαστο μάλλον οφείλεται στο ότι τα έχουμε πια δει όλα και τα αντανακλαστικά μας έχουν υποστεί κόπωση. Για να μην πω υπερκόπωση. Δεν γελάμε καν, όπως γελούσαμε όταν ακριβώς αυτή η εκπομπή είχε γίνει αντικείμενο σπαρταριστής σάτιρας στη Λούφα και Παραλλαγή. Την πρώτη. Τότε που η κοινωνία μας, αλλά κυρίως η αριστερά διαπνεόταν από ένα ευδιάκριτο αντιμιλιταρισμό και καθετί που φορούσε στολή και παράσημα πιστεύαμε ότι είχε θέση μόνο στα στρατόπεδα, και εκεί ως αναγκαίο κακό. Ελλάς - Θρησκεία η Αναρχική Ιδεολογία (τότε).

Νομίζαμε ότι τη διάχυση της στρατοκρατικής ιδεολογίας και αισθητικής στην κοσμική ζωή την είχαμε αφήσει πίσω από τον Ιούλιο του ΄74 και δεν θα την ξαναβρίσκαμε μπροστά μας.

Δυστυχώς την ξαναβρήκαμε. Η λατρεία της σωματικής ρώμης, της στρατιωτικής πειθαρχίας, της ένστολης ιεραρχίας και της μιλιταριστικής υφολογίας επανεμφανίστηκε στη ζωή μας υπόγεια και αθόρυβα στην αρχή, με κρότο και αίμα στη συνέχεια – τόσο ύπουλα που ούτε καταλάβαμε πώς μια εγκληματική οργάνωση έγινε πολιτικό κόμμα. Και θα περίμενε κανείς μια δημοκρατική κοινωνία, πόσο μάλλον που στην πολιτική της κορυφή έχει ένα αριστερό κόμμα, να έχει συνειδητοποιήσει πόσο έχει διαβρώσει ένα κομμάτι της νεολαίας αυτού του είδους η στρατιωτικοποίηση και πόσες νεανικές συνειδήσεις έχει αποκοιμίσει. Φροντίδα της πολιτικής τάξης είναι να προβάλλει αντίρροπα στον μιλιταρισμό πρότυπα κι όχι να τον ενισχύει με εκπομπή στρατιωτικής προπαγάνδας στο κρατικό κανάλι.

Ξέρω τον αντίλογο. Μιλούμε για τα παιδιά μας που υπηρετούν την πατρίδα και που αποτελούν την εγγύηση για την ακεραιότητα της χώρας, δεν μιλούμε για τους φασίστες που ντύνονται στρατιωτικά. Φυσικά δεν έχω καμία αντίρρηση. Όταν όμως η αριστερά εναντιωνόταν στις παρελάσεις και τις στρατιωτικές παράτες, όταν κατήγγειλε κάθε μιλιταριστική εκδήλωση, πάλι για τα παιδιά μας που υπηρετούν τον εθνικό στρατό μιλούσαμε. Και είχε δίκιο τότε. Γιατί ο μιλιταρισμός στην αρχή είναι αισθητική, μετά γίνεται ιδεολογία. Επομένως η εξάπλωση αυτής της αισθητικής έξω από τους φυσικούς χώρους του στρατού δεν είναι καθόλου απαραίτητη, αντίθετα είναι επιζήμια. Και να μην το καταλαβαίναμε μόνοι μας μάς το δίδαξε η Χρυσή Αυγή.

Σήμερα, ο Διονύσης Τσακνής και ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι πια τα χαλαρά αριστερά παιδιά που θεωρούσαν καθετί μιλιταριστικό απωθητικό και ξένο στο σύστημα αξιών τους. Τώρα κατέχουν πόστα εξουσίας η οποία στηρίζεται σε ένα πολιτικό εταίρο που τον συνεπαίρνουν οι χακί στολές. Και αναγκάζονται κι εκείνοι, θέλοντας και μη, να τον ακολουθήσουν στη διαφήμιση πατριωτισμού και στρατιωτικής αρετής βυθίζοντας σε μελαγχολία τους τελευταίους αριστερούς που θυμούνται από πού ξεκίνησαν. Η διαδρομή Κιμούλη της Λούφας- Κιμούλη της Λυρικής είναι το δρομολόγιο μιας συλλογικής ματαίωσης. Με στοιχεία μεταπολιτευτικού ρομαντισμού.